Quantcast
Channel: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας &Πολιτισμού – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 1141 articles
Browse latest View live

Πόλεμος και διπλωματία: πολιτισμικές και ιδεολογικές παρεμβάσεις της βυζαντινής αυλής στον κόσμο των Αράβων (9ος-10ος αι.)

$
0
0

Πόλεμος και διπλωματία: πολιτισμικές και ιδεολογικές παρεμβάσεις της βυζαντινής αυλής στον κόσμο των Αράβων (9ος-10ος αι.)


 

 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» ανακοίνωση της Δρ. Σοφίας Πατούρα- Σπανού με θέμα: «Πόλεμος και διπλωματία: πολιτισμικές και ιδεολογικές παρεμβάσεις της βυζαντινής αυλής στον κόσμο των Αράβων (9ος-10ος αι.)».

 

Ο σκληρός στρατιωτικός και πολιτικός ανταγωνισμός Βυζαντινών και Αράβων, κυρίως κατά την κορύφωσή του (9ος-10ς αι.), έβρισκε την ιδεολογική του έκφραση στα κείμενα των εκπροσώπων της εξουσίας και των δύο πλευρών. Είναι χαρακτηριστικές, για παράδειγμα, δύο σχετικές αναφορές, προερχόμενες αντίστοιχα από μία αραβική και μία βυζαντινή πηγή. Στο αίτημα του βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ προς τον χαλίφη των Φατιμιδών al-Mu’iiz για σύναψη αιώνιας ειρήνης (957-958), εκείνος, σύμφωνα με τον άραβα ιστορικό Al-Nu’man (al-majalis wa l-musayarat), απάντησε μέσω του βυζαντινού πρεσβευτή ως εξής: η θρησκεία και ο ισλαμικός νόμος απαγορεύουν τη σύναψη αιώνιας ειρήνης διότι ο Αλλάχ έστειλε τον προφήτη του Μωάμεθ και εγκαθίδρυσε το θεσμό των Ιμάμηδων προκειμένου να καλέσουν τον κόσμο ν’ ασπασθεί τη θρησκεία του και να διεξάγουν, για το σκοπό αυτό, ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων.[1]

Από την άλλη πλευρά, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός, στον 18ο κανόνα των «Τακτικών» του, ομολογεί ότι συνέγραψε το συγκεκριμένο έργο εξαιτίας των Σαρακηνών (Αράβων). Προκειμένου να ενισχύσει το ηθικό των στρατηγών του, επιστρατεύει και εκείνος το ιδεολογικό επιχείρημα της θρησκείας, κηρύσσοντας στην πραγματικότητα με τη σειρά του ένα είδος «ιερού πολέμου» των χριστιανών εναντίον των «απίστων» Αράβων. Καὶ ἐθίζεσθε πάντες ὁμοῦ οἱ διὰ Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ πατρίδος καὶ τοῦ ὅλου τῶν Χριστιανῶν ἔθνους ἀγωνιζόμενοι εὐκόλως ὑποφέρειν καὶ … δεινὰ γενναίως ἐγκαρτερεῖν, ἔστι γὰρ τῶν ἀποκειμένων μισθῶν έκ τε Θεοῦ αὐτοῦ καὶ ἐκ τῆς ἐξ αὐτοῦ βασιλείας ἡμῶν παρ᾽ ὑμῶν ἐργασία.[2]

 Οι δύο παραπάνω πηγές χρονολογούνται τον 10ο αιώνα, ένα αιώνα ο οποίος, όπως και ο προηγούμενος, σημαδεύτηκε από τις πιο σκληρές αραβο-βυζαντινές συγκρούσεις. Με βάση τις μαρτυρίες αυτές και πολλές συναφείς, και λαμβάνοντας υπόψη το πλήθος των πολεμικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στα αραβο-βυζαντινά σύνορα και στις επικράτειες των δύο αυτοκρατοριών, στη διάρκεια των δύο τουλάχιστον αιώνων που εξετάζουμε εδώ, οι σχέσεις των δύο πλευρών θα μπορούσαν εύκολα να περιγραφούν με όρους καθαρά πολεμικούς. Ωστόσο, πολλές μαρτυρίες, προερχόμενες από ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα και από την επιστολογραφία των βασιλικών αυλών του Βυζαντίου και των διαφόρων αραβικών χαλιφάτων, μας δίνουν και την άλλη «όψη του νομίσματος». Εκείνη, δηλαδή, που απεικονίζει μια διαρκή, αμοιβαία προσπάθεια ειρηνικής προσέγγισης, συνεννόησης και αλληλοκατανόησης των εμπολέμων, μέσα από ποικίλες δράσεις και με τη διαμεσολάβηση πολλών παραγόντων. Οι προσπάθειες αυτές είχαν εκδηλωθεί και κατά τους προηγούμενους αιώνες, σποραδικά και άναρχα, τον 9ο και 10ο όμως αιώνα ενισχύθηκαν σημαντικά, εντάσσοντας στην εξωτερική πολιτική των δύο αυτοκρατοριών μια υψηλού επιπέδου θεσμοθετημένη διπλωματία.

Το επιχείρημα περί του «ιερού πολέμου» δεν αποτελούσε εκείνη την εποχή παρά ένα σημαντικό εργαλείο στο ιδεολογικό οπλοστάσιο των ηγεσιών των δύο πλευρών προκειμένου να κρατούν σε εγρήγορση τους ταλαιπωρημένους από τους συνεχείς πολέμους στρατιώτες τους. Το Βυζάντιο, αν και συρρικνωμένο εδαφικά, διέθετε ακόμη μεγάλη πολιτική δύναμη και πνευματική ακτινοβολία, ενισχύοντας και παγιώνοντας, μέσα και έξω, την αντίληψη για την παγκόσμια κυριαρχία του. Τον 9ο αιώνα, ωστόσο, βρέθηκε αντιμέτωπο με έναν εχθρό που είχε εξελιχθεί σε μεγάλη δύναμη. Ήταν η μόνη δύναμη, ανάμεσα στους γείτονές του, με γραφειοκρατική διοίκηση, θεσμούς, διπλωματία, οργανωμένο στρατό και πολεμική τεχνολογία. Το Ισλάμ με σημαία τον «ιερό πόλεμο» έθετε πλέον ξεκάθαρα σε αμφισβήτηση την παγκοσμιότητα του Βυζαντίου και διεκδικούσε για λογαριασμό του την παγκόσμια εξουσία. Η Κρήτη και οι άλλες χώρες του κόσμου είναι δικές μας χάρη στην εύνοια του Θεού, ο οποίος μας έθεσε επικεφαλής του κόσμου, διακηρύσσει ο χαλίφης al-Mu’iiz στην επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β’, με αφορμή την πρεσβεία του 957/8.[3] Παρατηρεί κανείς εδώ ότι στα μέσα πλέον του 10ου αιώνα η πολιτική ιδεολογία των Βυζαντινών περί της εκ Θεού απορρέουσας παγκόσμιας εξουσίας [4] έχει μεταλαμπαδευθεί στους κόλπους του Ισλάμ και έχει επηρεάσει βαθειά τη σκέψη και την πολιτική φιλοσοφία των αραβικών ηγετικών κύκλων.

 

Η Μάχη μεταξύ αράβων και βυζαντινών στον ποταμό Λαλακάοντα το 863, μικρογραφία από τη «Χρονογραφία» του Ιωάννη Σκυλίτζη, β’ μισό του 13ου αιώνα. Biblioteca Nacional de España.

Η Μάχη μεταξύ αράβων και βυζαντινών στον ποταμό Λαλακάοντα το 863, μικρογραφία από τη «Χρονογραφία» του Ιωάννη Σκυλίτζη, β’ μισό του 13ου αιώνα. Biblioteca Nacional de España.

 

Η βυζαντινή αυλή, αμήχανη και αντιφατική μπροστά στη νέα κατάσταση που σταδιακά διαμορφώνεται στο παγκόσμιο σύστημα εξουσίας, αναγκάζεται, φραστικά έστω, ν’ αντιμετωπίσει τον αντίπαλό της ως ισότιμο και να του αναγνωρίσει τυπικά το μερίδιο που του αναλογεί στη διεκδίκηση της παγκόσμιας κυριαρχίας. Σε αυτό το πνεύμα του συμβιβασμού και της υποχώρησης από τις πάγιες θέσεις περί της μοναδικότητας της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της πρωτοκαθεδρίας της στην παγκόσμια ηγεμονία, συνέταξε τη γνωστή επιστολή του προς τον χαλίφη της Βαγδάτης al- Muqtadir, ο πατριάρχης και αντιβασιλεύς Νικόλαος Α΄ Μυστικός, με το γνωστό, χαρακτηριστικό παρακάτω απόσπασμα: Υπάρχουν δύο μεγάλες δυνάμεις στον κόσμο, αυτή των Σαρακηνών (Αράβων) και αυτή των Ρωμαίων (Βυζαντινών), οι οποίες υπερτερούν όλων των άλλων και λάμπουν όπως οι δύο φωστήρες του στερεώματος. Στη συνέχεια, επισημαίνει μεν τις τεράστιες διαφορές στους κόλπους των δύο κοινωνιών λόγω των θρησκειών, σπεύδει όμως να τονίσει ότι αυτές δεν πρέπει να σταθούν εμπόδιο στις μεταξύ τους κοινωνικές και αδελφικές σχέσεις και να στερήσουν από τους δύο λαούς την επικοινωνία.[5] Λίγα χρόνια πριν, ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄, στα «Τακτικά» του, μέσα από ένα λόγο αντιφατικό, καθώς εμπεριείχε και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους Άραβες, δεν διστάζει να τους προβάλει ταυτόχρονα και ως πρότυπο προς μίμηση, αναφερόμενος στη στρατιωτική τους οργάνωση, την ανιδιοτελή μαζική συμμετοχή τους στον πόλεμο και την αποτελεσματικότητα του «ιερού πολέμου» (djihād), στοιχεία και συμπεριφορές που θα μπορούσαν να υιοθετήσουν και οι Βυζαντινοί.[6]

Το Βυζάντιο όφειλε πλέον ν’ αντιμετωπίσει έναν εχθρό «με κεφαλαίο Ε», όπως εύστοχα έχει επισημάνει η Ν. Κουτράκου σε σχετική μελέτη της.[7] Όφειλε να προσδιορίσει έναν αντίπαλο που του έμοιαζε σταδιακά όλο και περισσότερο, μια μεγάλη πολιτική και θρησκευτική δύναμη που διεκδικούσε τη θέση του στο παγκόσμιο στερέωμα και αμφισβητούσε σοβαρά τη δική του ηγεμονία.

Επομένως, όσο σκληρή και αν ήταν η πολεμική που ασκούσαν οι Βυζαντινοί εναντίον των Αράβων, μέσω των θρησκευτικών τους κυρίως κειμένων, όσο φανατικές και αν ήταν οι εκκλήσεις των θρησκευτικών κυρίως αραβικών κύκλων για ιερό πόλεμο (djihād) εναντίον των χριστιανών, η προσέγγιση των δύο πλευρών είχε πλέον καταστεί νομοτελειακή. Πέρα από ιδεολογίες και ιδεοληψίες, η βυζαντινή αυλή όφειλε ν’ αντιμετωπίσει με την ψυχρή λογική τη σκληρή πραγματικότητα ενός μεγάλου επελαύνοντος εχθρού και μιας πραγματικής πλέον απειλής για την ύπαρξή της. Στο αραβικό χαλιφάτο, από την άλλη πλευρά, είχαν ξεσπάσει, την εποχή εκείνη, διαμάχες και σκληροί εσωτερικοί ανταγωνισμοί ανάμεσα στις διάφορες δυναστείες με αποτέλεσμα τη διατάραξη της εθνικής συνοχής τους και τη σταδιακή υποχώρηση της στρατιωτικής τους ορμής. Κατά συνέπεια, οι δύο μεγάλες δυνάμεις ήταν υποχρεωμένες να «εξημερώσουν» τον πόλεμο, εντάσσοντάς τον στις κανονικές κοινωνικές σχέσεις τους, να τον καταστήσουν προβλέψιμο, περιορίζοντας το χώρο και το χρόνο του, και να τον μετατρέψουν σε αιτία και παράγοντα μιας αέναης μεταξύ τους επικοινωνίας.[8] Σε επίπεδο ηγεσιών οι δύο πλευρές είχαν προ πολλού ξεκινήσει τις διπλωματικές διεργασίες, οι οποίες μέχρι τον 9ο αιώνα αφορούσαν κυρίως σε ζητήματα πολέμου και σε συνθήκες ειρήνης[9] Από τον 9ο αιώνα και μετά η άμεση επικοινωνία και οι διπλωματικές επαφές βυζαντινών αυτοκρατόρων και χαλίφηδων εντάθηκαν και εξελίχθηκαν σημαντικά. Στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης αναπτύχθηκε μια νέα δυναμική με επίκεντρο τους αιχμαλώτους: την εξαγορά, την ανταλλαγή, τη νομική προστασία και τη δίκαιη μεταχείρισή τους από τον αντίπαλο. Μέσα από τις διαδικασίες επίλυσης τέτοιων ζητημάτων αναπτύχθηκαν νέες μορφές διπλωματικής δραστηριότητας στις δύο αυλές, οι οποίες δημιούργησαν εξαιρετικές συνθήκες επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα.[10]

Σε βυζαντινές και αραβικές πηγές διασώζεται μεγάλος αριθμός σχετικών πληροφοριών, οι οποίες συνθέτουν την εικόνα ενός διπλωματικού μαραθώνιου, στον οποίο, όπως προκύπτει από τη μελέτη τους, εμπλέκονταν πολλοί παράγοντες: αυτοκράτορες και χαλίφηδες, υψηλοί αξιωματούχοι των δύο αυλών (στρατηγοί, πατρίκιοι, εμίρηδες και βεζύρηδες), πατριάρχες και ιεράρχες, πρέσβεις και διερμηνείς και κυρίως επώνυμοι αιχμάλωτοι και από τα δύο στρατόπεδα, οι οποίοι, εκούσια ή ακούσια, συνέβαλαν στην επικοινωνία, την πληροφόρηση, την πολιτική και πολιτισμική προσέγγιση των δύο αυτοκρατοριών. Αξιοπρόσεκτη για το επίπεδο επικοινωνίας των δύο πλευρών, τον 9ο αιώνα, είναι η αφήγηση του al-Tabarī, σχετικά με την πρεσβεία του περίφημου Άραβα διπλωμάτη Nașr bn. al-Azhar (Nașir) (861), απεσταλμένου του χαλίφη al-Mutawakkil για τη διαπραγμάτευση της πέμπτης ανταλλαγής αιχμαλώτων, στον οποίο οι αξιωματούχοι της βυζαντινής αυλής προσέφεραν κατά την αποχώρησή του πολλά δώρα, προορισμένα για τον χαλίφη, όπως αρώματα, μετάξι, κρόκο και άλλα πολύτιμα είδη[11].

Τομή στις διπλωματικές σχέσεις Βυζαντίου – Ισλάμ υπήρξε, αναμφίβολα, ο θεσμός των επίσημων ομαδικών ανταλλαγών των αιχμαλώτων, ο οποίος καθιερώθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα.[12] Η αποστολή πρεσβευτών, επιστολών και δώρων, η ανταλλαγή ομήρων και το πλήθος του απλού κόσμου που συνέρρεε εκεί από τις πλησιέστερες συνοριακές περιοχές συνιστούσαν πλέον το τελετουργικό του νέου status των αραβο-βυζαντινών σχέσεων γύρω από τους αιχμαλώτους. Η εφαρμογή αυτών των διαδικασιών προσέφερε την ευκαιρία μιας πολυεπίπεδης επικοινωνίας των εμπολέμων, που ξεκινούσε από τις βασιλικές αυλές του Βυζαντίου και του Ισλάμ, περνούσε από τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές των συνοριακών επαρχιών και έφθανε στους απλούς ανθρώπους – χριστιανούς και μουσουλμάνους. Σ’ ένα πνεύμα κατευνασμού των παθών, παρά τον θρησκευτικό φανατισμό και τη φιλοπόλεμη διάθεση που καλλιεργούνταν, οι ιθύνοντες της στρατιωτικής διπλωματίας και των δύο πλευρών συμπεριέλαβαν στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προσέγγισης και τους κατοίκους των αραβο-βυζαντινών συνόρων. Επέτρεπαν σε συνοριακούς εκατέρωθεν πληθυσμούς να προσεγγίσουν τον ποταμό Λάμο και να παρακολουθήσουν εκ του σύνεγγυς όλες αυτές τις πρωτόγνωρες διπλωματικές διεργασίες της ανταλλαγής των αιχμαλώτων, οι οποίες αποτελούσαν αναντίρρητα ένα σημαντικό βήμα στην προσέγγιση των δύο αντιπάλων.[13]

Είναι αλήθεια ότι ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια των αραβοβυζαντινών διπλωματικών σχέσεων έχει εγγραφεί στο περιεχόμενο των επίσημων ανταλλαγών και εξαγορών αιχμαλώτων, στις όχθες του ποταμού Λάμος, κοντά στην Ταρσό. Οι περισσότερες συμφωνίες και οι διαδικασίες των ανταλλαγών έχουν καταγραφεί από Άραβες ιστορικούς όπως, ο al-Masudi, ο al-Maqrizī, ο al-Tabarī, ο al-Balādhurī, και άλλοι.[14] Το περιεχόμενο της επιστολής του βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ προς τον χαλίφη της Βαγδάτης al-Radī, το έτος 938, με αφορμή την ανταλλαγή αιχμαλώτων, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας αγωνιώδους προσπάθειας επικοινωνίας με τον αντίπαλο. Ο βυζαντινός ηγέτης εκφράζει την ευχή και την επιθυμία, μετά την ανταλλαγή, να προχωρήσουν στη σύσφιγξη των μεταξύ τους σχέσεων και στη συμφιλίωση των λαών τους.[15] Ανάλογη ανησυχία εκφράζει και o πατριάρχης Νικόλαος Α΄ προς τον χαλίφη al- Muqtadir για την κατάσταση των Κυπρίων αιχμαλώτων, και ταυτόχρονα διατυπώνει την επιθυμία και την ευχή του για συμφιλίωση των δύο κόσμων.[16] Το ίδιο ενδιαφέρον εκδήλωναν συχνά και οι αραβικές αρχές για την τύχη των μουσουλμάνων αιχμαλώτων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διαμαρτυρία προς τις αρχές της Κωνσταντινούπολης του βεζύρη Alī bn-Isā για την κακομεταχείριση των Αράβων αιχμαλώτων, κατά τη σύντομη περίοδο της βασιλείας του Αλέξανδρου, αδελφού του Λέοντος Σοφού (911-912).[17]

Στο πλαίσιο των διαδικασιών για τη διεκπεραίωση των ανταλλαγών κορυφαίο ρόλο έπαιζαν οι πρεσβευτές. Και από τις δύο πλευρές επιλέγονταν ικανοί και ευέλικτοι αξιωματούχοι που διακρίνονταν για την ευφυία, τις γνώσεις και τον πολιτισμό τους,[18] με πιο γνωστούς από το Βυζάντιο τον Μεθόδιο,[19] τον Λέοντα Χοιροσφάκτη[20] και τον Κουρκούα[21] και από το χαλιφάτο τον έμπειρο και επιτυχημένο διπλωμάτη Naşir (Naşr) bn al- Azhar.[22]

Οι συνθήκες της εποχής και η γραφειοκρατία των δύο αυλών επέβαλαν τη μακρά, συνήθως, παραμονή των ξένων πρεσβευτών στις πρωτεύουσες των συνομιλητών τους, η οποία τους παρείχε την ευκαιρία όχι μόνο της απλής επικοινωνίας, αλλά και της ενημέρωσης για την βαθύτερη γνώση της κοινωνίας της «άλλης πλευράς.»[23] Αραβικές και βυζαντινές πηγές περιγράφουν την υποδοχή των πρέσβεων στις πρωτεύουσες των δύο αυτοκρατοριών ως μεγαλοπρεπή και ιδιαίτερα πομπώδη. Οι διοργανωτές της επεδίωκαν με κάθε τρόπο να εντυπωσιάσουν τους ξένους επισήμους για τον πλούτο της αυλής τους και τη δύναμη του ηγέτη τους.[24] Στο σημείο αυτό αξίζει ν’ αναφερθώ ενδεικτικά (τα παραδείγματα είναι πολλά) στην επιστολή του εμίρη της Αιγύπτου Muhammad ibn Tugj al-Ihsīd προς τον αυτοκράτορα Ρωμανό Λεκαπηνό, με αφορμή τη βυζαντινή πρεσβεία του 936-937. Στο περιεχόμενό της εκτυλίσσεται με λεπτομέρειες όλο το σκηνικό της υποδοχής και της φιλοξενίας των βυζαντινών πρεσβευτών στο παλάτι του εμίρη και αποκαλύπτεται ο ιδιαίτερος ρόλος τους στην αποκατάσταση ή την περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων Βυζαντίου και Αράβων. Είναι πολύ χαρακτηριστική ως προς αυτό η φράση με την οποία ο εμίρης Muhammad, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα, κλείνει την επιστολή του: «επειδή εσύ εγκαινίασες σχέσεις φιλικές και ευγενικές μαζί μας αξίζεις να τις καλλιεργήσουμε και να κάνουμε ό,τι εξαρτάται από εμάς, ώστε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες σου και τις επιθυμίες σου.»[25]

Οι Βυζαντινοί, σύμφωνα με τη λεπτομερή περιγραφή του έργου «Περί της βασιλείου Τάξεως» του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, απέδιδαν μεγάλη σημασία στη φιλοξενία των Αράβων πρεσβευτών και στις εντυπώσεις που εκείνοι θα αποκόμιζαν από τη βυζαντινή πρωτεύουσα.[26] Στο συγκεκριμένο έργο γίνονται ειδικές αναφορές στους «φίλους Σαρακηνούς», τους οποίους υποδέχονταν στα σύνορα βυζαντινοί αξιωματούχοι και τους εγκαθιστούσαν στη συνέχεια στο πολυτελές οίκημα, το γνωστό από τον Πορφυρογέννητο μητᾶτον. Η συμμετοχή τους σε επίσημες αυλικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, η πρόσκλησή τους σε επίσημα συμπόσια και η τιμητική θέση που καταλάμβαναν σε αυτά[27] καταδεικνύουν τη λειτουργία ενός ειδικού τιμητικού πρωτοκόλλου για τους Άραβες, στο οποίο ο Λέων ΣΤ΄ ενέταξε και Άραβες αιχμαλώτους, σύμφωνα με το περίφημο «Κλητορολόγιον» του Φιλoθέου, το οποίο ο δημιουργός του συνέγραψε στις αρχές του 10ου αιώνα.[28] Στο πλαίσιο αυτού του νεωτερισμού εντάσσεται αναμφίβολα η πρόσκληση και η συμμετοχή στις εκδηλώσεις του παλατιού και στις θρησκευτικές τελετές, του γνωστού, λόγιου Άραβα αιχμαλώτου Harūn bn-Yahyā. Ο Άραβας αιχμάλωτος αποκαλύπτει με ιδιαίτερη σαφήνεια και αξιοπιστία τους συμβολισμούς και τη σημειολογία των πρακτικών της βυζαντινής διπλωματίας στο μνημειώδες λογοτεχνικό έργο του «Περιγραφή της Κωνσταντινουπόλεως», στο οποίο έχει καταγράψει προσωπικές εμπειρίες και παρατηρήσεις από την περίοδο της αιχμαλωσίας του στην Κωνσταντινούπολη. Το έργο του Harūn bn-Yahyā αποτελεί, μαζί με το «Περί της βασιλείου τάξεως» του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, μία από τις σημαντικότερες πηγές για την ιστορική γεωγραφία της βυζαντινής πρωτεύουσας του 9ου και 10ου αιώνα. Η περιγραφή της αρχιτεκτονικής και του διάκοσμου του παλατιού και της Μεγάλης Εκκλησίας, οι θρησκευτικές και οι αυτοκρατορικές τελετές, η παρουσία και η συμμετοχή ξένων στα δρώμενα της βασιλικής αυλής, αντανακλούν, αναμφίβολα, την έκπληξη, το θαυμασμό αλλά και το δέος του παρατηρητή-συγγραφέα. Η γραπτή κατάθεση του Harūn bn-Yahyā με όλα τα συναισθήματα που προκαλεί η περιγραφή του, μεταφέρθηκε και μεταδόθηκε στον κόσμο των Αράβων μέσω του ομοεθνούς συγχρόνου του γεωγράφου, Ibn Rosteh, ο οποίος το διέσωσε, ενσωματώνοντάς το στο δικό του έργο «Kitab al-a laq al nafisā» (= «Livre des choses presieuses»)[29]. Τόσο η συγκεκριμένη πολύτιμη για τη βυζαντινή διπλωματία πηγή όσο και οι μαρτυρίες άλλων βυζαντινών και αραβικών πηγών που αναφέρονται στις διπλωματικές δραστηριότητες της βυζαντινής αυλής, προδίδουν ξεκάθαρα τις στρατηγικές και τους στόχους της αυτοκρατορίας για την αντιμετώπιση και την ειρηνική προσέγγιση του μεγαλύτερου, ίσως, έως τότε εχθρού της, ο οποίος διεκδικούσε με αξιώσεις τη θέση της στο παγκόσμιο σύστημα εξουσίας. Μέσω των περίπλοκων μηχανισμών και των περίτεχνων μεθόδων της, η βυζαντινή διπλωματία, ιδιαίτερα τον 10ο αιώνα, είχε εξαπολύσει έναν «πόλεμο» εντυπώσεων και μια «επίθεση» ιδεολογικής επιρροής, σε όλα τα επίπεδα, στον ευρύτερο αραβικό κόσμο: στη Δύση, στη Βόρεια Αφρική και κυρίως στην Ανατολή, διαδίδοντας την οικουμενική χριστιανική ιδεολογία της μέσα στους κόλπους του Ισλάμ και προβάλλοντας με κάθε τρόπο και μέσο τον υλικό πολιτισμό και τον πλούτο της βυζαντινής πρωτεύουσας, στα μάτια ανθρώπων της άρχουσας, κυρίως, τάξης των Αράβων, όπως ήταν για παράδειγμα οι πρεσβευτές καθώς και οι επώνυμοι και διάσημοι αιχμάλωτοι. Ως προσπάθεια ιδεολογικής παρέμβασης μπορεί να ερμηνευτεί και η ευνοϊκή μεταχείριση εκ μέρους των βυζαντινών αρχών των γνωστών στην αραβική κοινωνία, επώνυμων Αράβων αιχμαλώτων, όπως συνέβη στις περιπτώσεις του εμίρη της Κρήτης Abd al-Azīz (του γνωστού Κουρουπά), του ποιητή-διανοούμενου Αbū Firās, του προαναφερόμενου Harūn bn-Yahyā, παλαιότερα του Qabāth ibn-Razīn, κ. α.[30] Σε αυτό το πνεύμα, ενταγμένη σε ένα χριστιανικό πολιτισμικό πλαίσιο, λειτουργούσε και η συμβολική γλώσσα των βυζαντινών τελετών, όπως την προσέλαβε, χωρίς ενδεχομένως να την κατανοεί, ο αιχμάλωτος Harūn[31]. Ο θαυμασμός και η έκπληξή του από το τελετουργικό σύμπλεγμα των θριάμβων, των δημοσίων πομπών, των τελετών και των συμποσίων, όλα μέσα από μια θρησκευτική διάσταση, καταγεγραμμένα στο κείμενό του, όπως ο ίδιος τα βίωσε, φαίνεται να δικαιώνουν τους εμπνευστές και τους λειτουργούς του διπλωματικού γίγνεσθαι της βυζαντινής βασιλικής αυλής. Η ακριβής περιγραφή του αυτοκρατορικού ανακτορικού συγκροτήματος της Κωνσταντινούπολης από τον Harūn ibn Yahyā και οι εικόνες που μετέφεραν και μετέδιδαν στα αραβικά χαλιφάτα οι επιφανείς αιχμάλωτοι και οι υψηλοί αξιωματούχοι – πρεσβευτές του Ισλάμ, δεν άφησαν ασυγκίνητους τους Άραβες χαλίφηδες και τις αυλές τους. Με αφορμή τη βυζαντινή πρεσβεία του 917 στη Βαγδάτη, στην οποία οι Άραβες επεφύλαξαν μια από τις λαμπρότερες υποδοχές στους βυζαντινούς απεσταλμένους, καταγράφηκαν πολλές αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων με την απαρίθμηση και την περιγραφή όλων των μερών του παλατινού συγκροτήματος των Αββασιδών, το οποίο, σύμφωνα με την ιστορία της Βαγδάτης του al-Hatīb al-Bagdādī,[32] ανταγωνίζονταν επάξια σε πλούτο και λαμπρότητα το βυζαντινό. Και ενώ για τους Αββασίδες δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, πέραν των λογικών υποθέσεων, για το αν το τελετουργικό της αυλής τους ακολουθούσε βυζαντινά πρότυπα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους Φατιμίδες της Αιγύπτου. Κατά τον σπουδαίο αραβολόγο M. Canard, ο οποίος επιχείρησε μια συγκριτική μελέτη του βυζαντινού και του αραβικού τελετουργικού των Φατιμιδών, μέσα από τις διασωζόμενες πηγές των δύο πλευρών («Περί της βασιλείου τάξεως» του Πορφυρογέννητου και τους «πίνακες τελετών» του άραβα Maqrizi και των μεταγενέστερων Ibn al-Ma’ mūn και Ibn al-Tuwair)[33], υπάρχει συνέχεια στις διάφορες πτυχές του φατιμιδικού τελετουργικού, η οποία δικαιολογεί τη σύγκριση και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι από τα τέλη του 10ου έως τον 12ο αιώνα, η αυτοκρατορία του Βυζαντίου και εκείνη των Φατιμιδών είναι πλέον οι δύο μόνες μεγάλες δυνάμεις της μεσογειακής Ανατολής. Οι Φατιμίδες, εντυπωσιασμένοι προφανώς από τις περιγραφές των Αράβων επισκεπτών της Κωνσταντινούπολης και τις παραγόμενες εικόνες, υιοθέτησαν και ενσωμάτωσαν στο τελετουργικό τους ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία του βυζαντινού τελετουργικού, προκειμένου να ανταγωνισθούν σε λάμψη και σε δόξα τον «Ρωμαίον» αυτοκράτορα, όπως, αναμφίβολα και παρά την απουσία σχετικών πληροφοριών, το είχαν πράξει και οι Αββασίδες. Ο θαυμασμός και η έκπληξη που ένοιωθαν οι βυζαντινοί πρεσβευτές κατά την επίσκεψη και την παραμονή τους στο χαλιφάτο της Βαγδάτης, παραπέμπουν στον πλούτο και τη λαμπρότητα με την οποία, κατά πάσα πιθανότητα, περιβαλλόταν το παλάτι των Αββασιδών.[34]

Η βυζαντινή αυλή βέβαια, λειτουργώντας στο πλαίσιο ενός δαιδαλώδους παρασκηνίου και εφαρμόζοντας τις πολυσύνθετες πρακτικές της διπλωματίας της, δεν αρκούνταν στην έκθεση του υλικού και πνευματικού πλούτου της βυζαντινής πρωτεύουσας και στη δημιουργία εικόνων μόνο και εντυπώσεων. Μέσω των πρεσβευτών της επιχειρούσε και άλλες παρεμβάσεις με περιεχόμενο πολιτιστικό, κοινωνικό και ενίοτε ιδεολογικό. Για την πολιτιστική πολιτική που άσκησε το Βυζάντιο στις αυλές των χαλιφάτων, εκτός από τις περιστασιακές αναφορές Βυζαντινών και Αράβων συγγραφέων σε αμοιβαίες προσφορές δώρων, στη διάρκεια των διαφόρων διπλωματικών αποστολών, πληροφορίες παρέχει και μία άλλη αυθεντική πηγή, προερχόμενη, κατά τους μελετητές των βυζαντινο-αραβικών σχέσεων, από το αρχειακό υλικό των αραβικών βασιλικών αυλών. Πρόκειται για το περίφημο «Βιβλίο θησαυρών και δώρων» («Livre des Tresors et des Cadeaux»), το οποίο έχει χρονολογηθεί στα τέλη του 11ου αιώνα.[35] Περιέχει κατάλογο και περιγραφές των πολύτιμων δώρων που ανά τακτά διαστήματα αποστέλλονταν από βυζαντινούς αυτοκράτορες σε χαλίφηδες και εμίρηδες μέσω των πρεσβειών, κυρίως κατά τους 10ο και 11ο αιώνες. Ενδεικτικά, μπορούν ν’ αναφερθούν για τον 10ο αιώνα δύο αποστολές δώρων εκ μέρους των βυζαντινών αυτοκρατόρων προς Άραβες χαλίφηδες, ο κατάλογος και η περιγραφή των οποίων εμπεριέχεται στην προαναφερόμενη αραβική πηγή. Πρόκειται για τα πολύτιμα δώρα που απέστειλε ο Ρωμανός Λεκαπηνός στον χαλίφη της Βαγδάτης Al-Radī το έτος 938 και για εκείνα του Ιωάννη Τσιμισκή προς τον Φατιμίδη χαλίφη Al-Mu’ izz, μετά την είσοδό του στην Αίγυπτο το 973.[36]

Πρέπει να επισημανθεί ακόμη ότι πολιτιστική διπλωματία στους κόλπους των Αράβων ασκήθηκε από το Βυζάντιο και κατά τους προηγούμενους αιώνες, και μάλιστα από την αρχή της συγκρότησης του αραβικού χαλιφάτου. Αραβικές πηγές αναφέρουν ότι βυζαντινοί αυτοκράτορες απέστειλαν αρχιτέκτονες, τεχνίτες μωσαϊκών και υλικά για την ανέγερση και τη διακόσμηση των πρώτων παλατιών των χαλίφηδων, κυρίως όμως για τη διακόσμηση των τζαμιών της Μεδίνας και της Δαμασκού.[37] Η επιβίωση αυτών των διπλωματικών πρακτικών και κατά τους επόμενους αιώνες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αποστολή βυζαντινών τεχνιτών στην Cordova για την ψηφιδωτή διακόσμηση του μεγάλου τζαμιού της[38], αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της συνέχισης των πολιτισμικών παρεμβάσεων της βυζαντινής αυλής, πάντοτε στο πνεύμα και το πλαίσιο μιας ευρύτερης διπλωματικής προσέγγισης.

 

Τα βυζαντινά στρατεύματα διώκουν τους άραβες, μικρογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη, β’ μισό του 13ου αιώνα. Biblioteca Nacional de España.

Τα βυζαντινά στρατεύματα διώκουν τους άραβες, μικρογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη,
β’ μισό του 13ου αιώνα. Biblioteca Nacional de España.

 

Αξίζει να επισημανθεί επίσης ότι στο πολιτισμικό και ιδεολογικό γίγνεσθαι των Αράβων, από την εμφάνιση του Ισλάμ, τόσο κατά τη διάρκεια της συγκρότησης και της ακμής των χαλιφάτων, όσο και κατά τους επόμενους αιώνες, συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι δεν κατευθύνονταν απευθείας από τη βασιλική αυλή του Βυζαντίου. Από αραβικές κυρίως πηγές αντλούμε πληροφορίες για την αξιοποίηση βυζαντινών αιχμαλώτων, ιδιαίτερα στην αρχή της οργάνωσης του χαλιφάτου, σε τομείς της διοίκησης, των τεχνικών έργων, των οικονομικών υπηρεσιών, των γραμμάτων, κ.λπ.[39] Εξίσου σημαντική υπήρξε, επίσης, και η συμβολή των χριστιανικών κοινοτήτων (μονοφυσιτών, κοπτών και νεστοριανών), που παρέμειναν μετά την κατάληψη των εδαφών τους υπό αραβική κατοχή.[40] Τα μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια, η Γάζα, η Βηρυτός, η Αντιόχεια, η Έδεσσα, η Νίσιβις, κ. ά., μετά την κατάληψή τους από τους Άραβες, από την πρώιμη ισλαμική εποχή, μετατράπηκαν σε πεδίο έντονων θεολογικών διαλόγων και αντιπαραθέσεων στο πλαίσιο μιας διαθρησκευτικής, διαπνευματικής προσέγγισης χριστιανισμού και ισλαμισμού, μέσω κυρίως της ελληνικής σκέψης και φιλοσοφίας.[41] Πνευματικοί άνθρωποι από τις υποδουλωμένες στους Άραβες χριστιανικές κοινότητες της Ανατολής μετέδωσαν και διέδωσαν, μέσω διπλών συνήθως μεταφράσεων, τα έργα των μεγάλων ελλήνων φιλοσόφων, ενώ άλλοι, εκούσια ή ακούσια, επιστρατεύθηκαν από τη νέα ανερχόμενη δύναμη της Ανατολής στο χτίσιμο της αυτοκρατορίας της, προσφέροντας την τεχνογνωσία και τις εμπειρίες τους στην οργάνωση της αυλής των χαλίφηδων, στη διπλωματία, στο εμπόριο, στις τέχνες, κ.λπ.[42]

Η κορυφαία πνευματική συνάντηση των Βυζαντινών με τους Άραβες έγινε τον 9ο αιώνα, όταν εκδήλωσαν από κοινού το ενδιαφέρον τους για την αναβίωση της κλασικής ελληνικής επιστήμης και φιλοσοφίας.[43] Κλασικά ελληνικά έργα, από τα δύο προαναφερόμενα πεδία, μεταφράσθηκαν στα αραβικά κατά την περίοδο της χαλιφίας των Αββασιδών στο μεγάλο διεπιστημονικό κέντρο της Βαγδάτης, στον «Οίκο της Σοφίας».[44] Το γεγονός αυτό υπήρξε αναμφίβολα η μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη προσέγγιση Βυζαντινών – Αράβων, στο πνευματικό και επιστημονικό πεδίο, με πρωτοβουλία του γνωστού λάτρη της κλασικής αρχαιότητας, του χαλίφη al Ma’mun και τη συμμετοχή και συνεργασία βυζαντινών μοναχών και πνευματικών ανθρώπων της Συρίας και της Μεσοποταμίας, πιθανότατα με την παρότρυνση και τη βοήθεια της βυζαντινής αυλής.[45] Αξίζει να υπενθυμίσω στο σημείο αυτό την αλληλογραφία του χαλίφη al Ma’mūn και του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεόφιλου, με αφορμή τον μεγάλο βυζαντινό διανοούμενο Λέοντα Μαθηματικό, τον οποίο ο πρώτος διεκδικούσε ειρηνικά από τη βυζαντινή αυλή, προκειμένου να μεταδώσει τις γνώσεις του στο χαλιφάτο. [46] Εκτός όμως από την κλασική φιλοσοφία και τις ελληνικές επιστήμες, στον αραβικό κόσμο διείσδυσε εν μέρει και η βυζαντινή λογοτεχνική παραγωγή σε τομείς, όπως ήταν τα νομικά κείμενα, τα στρατιωτικά εγχειρίδια, και σε ορισμένες περιπτώσεις η ιστοριογραφία. Αυτό προκύπτει από τη συνολική ή την αποσπασματική διάσωση ορισμένων αραβικών κειμένων, τα οποία αποτελούν μεταφράσεις ή προσαρμογές από αντίστοιχα βυζαντινά, όπως είναι ο «Νόμος Ροδίων»[47], ο «Πρόχειρος Νόμος»[48], τα «Ναυμαχικά»[49] και άλλα στρατιωτικά εγχειρίδια, καθώς και ορισμένα δάνεια από βυζαντινές χρονογραφίες, προσαρμοσμένα σε αραβικά χρονικά, με πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση την ιστορία του al- Tabarī.[50] Σχετικά με την αντιμετώπιση, από τις δύο αυλές, των πρεσβευτών οι οποίοι αποτελούσαν τους βασικούς παράγοντες προσέγγισης, είναι γνωστό ότι το status των μουσουλμάνων πρεσβευτών στη βυζαντινή πρωτεύουσα βασιζόταν, γενικά, στην κλασική παράδοση περί φιλοξενίας και στη χριστιανική αντίληψη περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το status, αντίστοιχα, των βυζαντινών απεσταλμένων στις διάφορες αραβικές πρωτεύουσες ήταν πιο περίπλοκο και περιείχε διάφορα στάδια και επίπεδα, όπως αυτά ορίζονταν από τους κανόνες του μουσουλμανικού δικαίου. Κοινή συνισταμένη, ωστόσο, όλων των νομικών φάσεων της υποδοχής και της παραμονής τους στο χαλιφάτο ήταν η προστασία και η γενναιόδωρη φιλοξενία, καθώς επίσης και η αντιμετώπισή τους ως ιερά πρόσωπα, όπως συνέβαινε σε όλα τα πολιτισμένα «έθνη» της εποχής εκείνης.[51] Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στο σύνολο των πρεσβειών που αντηλλάγησαν μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, κατά την περίοδο που εξετάζουμε, περιλαμβάνονται ορισμένες αποστολές με περιεχόμενο καθαρά πολιτιστικό. Η προσφορά από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, μέσω πρεσβειών, της «Παγκόσμιας Ιστορίας» του Ορόσιου και του εγχειριδίου «Περί βοτανικής» των Διοσκουρίδων προς τον χαλίφη της Cordova, το αίτημα του χαλίφη της Βαγδάτης al- Ma’mūn προς τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, μέσω ειδικής πρεσβείας, να αποστείλει στην αυλή του τον Λέοντα Μαθηματικό, παρόμοιο με εκείνο του βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ προς τον χαλίφη Hārūn ar-Rashīd να αποστείλει στη βυζαντινή πρωτεύουσα τον άραβα ποιητή Abū’ l-Atāhiya,[52] η αποστολή καλλιτεχνών και καλλιτεχνικών υλικών (μωσαϊκών, μαρμάρων, όνυχα κ. λπ.) από το Βυζάντιο προς τα διάφορα χαλιφάτα για την ανέγερση και τη διακόσμηση παλατιών και τζαμιών, αποτελούν αναφορές που υποδηλώνουν στοχευμένες παρεμβάσεις της βυζαντινής αυλής, σε μια προσπάθεια προσέγγισης των δύο κόσμων, μέσω των γραμμάτων, του πολιτισμού και της τέχνης, οι οποίες ξεπερνούσαν τα στενά όρια των τυπικών διπλωματικών σχέσεων.[53]

Στο θρησκευτικό και ιδεολογικό πεδίο, το Βυζάντιο και το Ισλάμ, παρά τις μεγάλες διαφορές των δύο θρησκειών, μοιράζονταν μια κοινή κοσμοαντίληψη, μια κοινή θεολογική ενόραση της ανθρώπινης ιστορίας με παρόμοια ηθικά επίπεδα ως προς την επίγεια δικαιοσύνη και τη μετά θάνατο ζωή.[54] Από πολύ νωρίς άλλωστε, και συγκεκριμένα από την εποχή των Ομμεϊάδων, οι ίδιοι οι χαλίφηδες και ορισμένοι άνθρωποι της αυλής τους είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τον χριστιανισμό και έθεταν ερωτήματα σχετικά με το θεολογικό περιεχόμενο και τη φιλοσοφία του. Σχετικά με την διαθρησκευτική επικοινωνία Βυζαντινών και Αράβων στην αναζήτηση πνευματικών συγκλίσεων και αποκλίσεων, είναι χαρακτηριστικά τα παρακάτω παραδείγματα: ο διάλογος μεταξύ του Στέφανου Βυζάντιου και ενός Άραβα διανοούμενου στα μέσα του 9ου αιώνα για τη θέση των δύο θρησκειών απέναντι στις ανθρωποκτόνες πράξεις[55], η μυθιστορηματική αφήγηση του Άραβα αιχμαλώτου στην Κωνσταντινούπολη Quabāth bn-Razīn, (διεσώθη από τον ομοεθνή του al-Tanūkhi, 10ος αι., στο έργο του «La delivrance après l’angoisse»), για τον θεολογικού περιεχομένου διάλογο που είχε ο ίδιος με τον πατριάρχη, με πρωτοβουλία του βυζαντινού αυτοκράτορα,[56] καθώς και οι αναφορές του αιχμάλωτου ποιητή Abū- Firās, στην ποιητική συλλογή του Rūmmiyyāt (οι Έλληνες), για έναν παρόμοιο διάλογο που διεξήγαγε με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά.[57] Αξιοσημείωτο επίσης και ενδεικτικό της προσπάθειας προσέγγισης Βυζαντίου και Ισλάμ, είναι το επεισόδιο της επίσκεψης ενός Άραβα διανοούμενου, κατ’ επιθυμίαν του χαλίφη Wātiq αλλά κατά παρέκλιση των αρχών της βυζαντινής διπλωματίας, στο σπήλαιο των επτά κοιμωμένων στην Έφεσο, μια σκηνή της χριστιανικής μυθολογίας, που φιγουράρει χαρακτηριστικά στο κοράνι.[58] Επομένως παρά τις μακρές περιόδους πολέμου και σκληρών συγκρούσεων και παρά τη διάσταση που χαρακτήριζε τις δύο θρησκείες, υπήρχαν ή δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις περιστασιακών, έστω, συνεργασιών των δύο αυτοκρατοριών σε τομείς όπως ο πολιτισμός, η θεολογία, η επιστήμη, η τέχνη και άλλα τεχνικά εγχειρήματα.

Ολοκληρώνοντας, πρέπει να σημειωθεί ότι τα επεισόδια των ειρηνικών αραβο-βυζαντινών σχέσεων είναι πολλά και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να συμπεριληφθούν σε μια μελέτη. Από τα παραδείγματα, ωστόσο, στα οποία έγινε αναφορά μπορούν να εξαχθούν κάποια ενδεικτικά συμπεράσματα.

Ως προς το ζήτημα των αιχμαλώτων, που αποτέλεσε βασικό σημείο αναφοράς στην παρούσα μελέτη, φαίνεται ότι ο θεσμός των επίσημων ανταλλαγών ή εξαγορών λειτούργησε και για τις δύο πλευρές ως στοιχείο τακτικής και συνέβαλε ουσιαστικά στη διατήρηση μιας κάποιας πολιτικής ισορροπίας ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Από την άλλη, ο νεωτερισμός αυτός, μοχλός πίεσης στην ανάπτυξη ενός διαρκούς διαλόγου, χάραξε διαύλους επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των δύο κόσμων.

Όσον αφορά τον γενικό πίνακα των διπλωματικών αραβο-βυζαντινών σχέσεων, αυτές φαίνεται ότι κινήθηκαν σε δύο άξονες: α) στον άξονα μιας αυστηρά θεσμοθετημένης διπλωματίας, στο πλαίσιο της οποίας περιλαμβάνονταν η αποστολή πρέσβεων, επιστολών, δώρων και ενίοτε αιχμαλώτων, με σκοπό τη διαπραγμάτευση συνθηκών ειρήνης, ανακωχών και ανταλλαγών ή εξαγορών αιχμαλώτων· και β) στον άξονα μιας πιο χαλαρής και ελεύθερης διπλωματίας, εθιμικού κυρίως χαρακτήρα, στο περιεχόμενο της οποίας εγγράφονται πολιτιστικές δράσεις, ευνοϊκές συμπεριφορές έναντι ορισμένων προσώπων και από τις δύο πλευρές,[59] αλλά ακόμη και προσπάθειες ανάπτυξης πνευματικού και θρησκευτικού διαλόγου, στο πλαίσιο της ίδιας της διαφορετικότητας των θρησκευτικών αντιλήψεων των δύο κόσμων.[60] Επομένως, ο ίδιος ο πόλεμος και οι συνέπειές του – εξίσου σκληρές και επώδυνες και για τις δύο πλευρές – και η εκατέρωθεν αναγνώριση του αντιπάλου ως ισότιμου, υπήρξαν οι σταθερές πάνω στις οποίες οικοδομήθηκαν, παράλληλα με τις εχθρικές, οι ειρηνικές ή οι φιλικές ενίοτε σχέσεις της βυζαντινής αυλής και του αραβικού χαλιφάτου.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes: La dynastie macédonnienne (867-959), II-1, Βρυξέλλες 1950, 420-423; M. Canard, Les sources arabes de l’histoire byzantine aux confins des Xe et XIe siecles, Melanges R. Janin. Revue des Etudes Byzantines 19 (1961), 287-289 [=Variorum Reprints, Byzance et les musulmans du Proche Orient, Λονδίνο 1973, XVII]; Amin Tibi, Byzantine-Fatimid relations in the reign of Al-Mu’iiz li-Din (953-975 A. D.) as reflected in primary arabic sources, Graeco-arabica 4 (1991), appendix II, 102.

[2] Λέοντος Σοφού Τακτικά, έκδ. G. Dennis,The Taktika of Leo VI (text, translation, and commentary), Ουάσιγκτον 2010, 444. Πρβλ. Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, Ο δίκαιος πόλεμος κατά τα Τακτικά του Λέοντος του Σοφού, Σύμμεικτα Σεφεριάδου, Αθήνα 1961, 411-434.

[3] Canard, Les sources arabes, 287; Tibi, Byzantine-Fatimid relations, appendix III, 104.

[4] Σοφία Πατούρα-Σπανού, Χριστιανισμός και παγκοσμιότητα στο πρώιμο Βυζάντιο. Από τη θεωρία στην πράξη, Αθήνα 2008, 29-128.

[5] J.H. Jenkins – L.G. Westerink, Nicholas I Patriarch of Constantinople Letters, [CFHB VI], Dumbarton Oaks, Ουάσιγκτον 1973, 2.

[6] G. Dennis, The Taktika of Leo VI, 474-480; Πρβλ. G. Dagron «Ceux d’en face». Les peuples étrangers dans les traites militaires byzantins, Traveaux et Memoires 10 (1987), 223; J.F. Haldon, Recruitement and Conscription in the Byzantine Army c. 550-950. A study on the origins of the Stratiotika Ktemata (Oster. Akad. d. Wissenschaften Phil.-hist. Kl. Sitzungsber., 357 bd.), Βιέννη 1979, 48 κ ε.

[7] Nike Koutrakou, The image of the Arabs in middle-byzantine Politics. A study in the Enemy principle (8th-10th centuries), Graeco-arabica 5 (1993), 215.

[8]  G. Dagron, Apprivoiser la guerre. Byzantins et Arabes ennemis intimes, στον τόμο Το εμπόλεμο Βυζάντιο 9ος-12ος αι. (Byzantium at war), Αθήνα 1997, 37.

[9] H. Kennedy, Byzantine-Arab Diplomacy in the Near East from the Ιslamic Conquests to the Mid-eleventh Century, έκδ. J. Shepard – S. Franklin, Byzantine Diplomacy, Variorum 1992, 137.

[10] Η συμβολή των βυζαντινών αιχμαλώτων, σύμφωνα με τις αραβικές πηγές, υπήρξε πολύ σημαντική, από τους πρώτους αιώνες της αραβικής εξάπλωσης, στην οργάνωση του χαλιφάτου και τη μεταφορά τεχνογνωσίας σε όλα τα επίπεδα. Μαζί με τις χριστιανικές κοινότητες της Συρίας και της Αιγύπτου (μονοφυσιτικές και κοπτικές), οι αιχμάλωτοι πολέμου χρησιμοποιήθηκαν και αξιοποιήθηκαν στη μετάδοση της γνώσης των επιστημών και της κλασικής φιλοσοφίας, αλλά κυρίως στο χτίσιμο της αυτοκρατορίας του Ισλάμ σε τομείς όπως ήταν η διοίκηση, η διπλωματία, το εμπόριο, οι τέχνες, οι οικιακές εργασίες, κ. λπ. (βλ. J. Meyendorff, Byzantine Views of Islam, DOP 18 (1954), 113; Maria Campagnolo-Pothitou, Les échanges de prisoniers entre Byzance et l’Islam aux IXe-Xe siècles, Journal of Oriental and African Studies 7 (1995), 24; Milka Andonova-Hristova, Modéles historiques de coexistence pacifique entre musulmans et chrétiens orthodoxes pendant les periodes byzantine et post-byzantine, Byzantinoslavica 61 (2003), 229-239.

[11] Kennedy, Byzantine-Arab Diplomacy, 139. O Tabarī, μέσα από την εξιστόρηση της πρεσβείας του Άραβα απεσταλμένου και των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν στη βυζαντινή αυλή, μας παρέχει μια ακόμη πολύ σημαντική πληροφορία. Πρόκειται για την παρουσία ελλήνων διερμηνέων στη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, οι οποίοι γνώριζαν την αραβική γλώσσα από την περίοδο της αιχμαλωσίας και της υπηρεσίας τους πιθανότατα σε κάποιους υψηλόβαθμους αξιωματούχους του χαλιφάτου (στο ίδιο, 140).

[12] R. A. Khouri al Odetallah, Άραβες και Βυζαντινοί: το πρόβλημα των αιχμαλώτων πολέμου, Θεσσαλονίκη 1983, 68-87· Campagnolo-Pothitou, Les échanges, 29-30.

[13] A.A. Vasiliev, Byzance et les Arabes II-2, la dynastie macédonienne (867-959), Extraits des sources arabes (μτφ. Marius Canard), Βρυξέλλες 1950, 117. Πρβλ. Fr. R. Trombley, The Arabs in Anatolia and the Islamic Law of War (fiqh al-jihad) Seventh-Tenth Centuries, Al-Masãq, (Islam and the Medieval Mediterranean) 23/1 (2011), 151 και Σοφία Πατούρα, Οι αχμάλωτοι ως παράγοντες επικοινωνίας και πληροφόρησης (4ος-10ς αι.), Αθήνα 1994, 137-138.

[14] Campagnolo-Pothitou, Les échanges, 7-8, 30.

[15] Vasiliev, Byzance et les Arabes II-1, 425-430; Khouri al Odetallah, Άραβες και Βυζαντινοί, 69-70.

[16] Jenkins – Westerink, Nicholas I Patriarch, 2-16· πρβλ. C. P. Kyrris, The nature of arab-byzantine relations in Cyprus from the middle of the 7th to the middle of the 10th century A. D. Graeco-arabica 3 (1984), 152-153.

[17] Στην περίοδο της χαλιφίας του al-Muqtadir, ο βεζύρης του Alī bn-Isā απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία, συνοδευόμενη από τους πατριάρχες Ιεροσολύμων και Αντιοχείας, με σκοπό να διερευνήσουν τις συνθήκες διαβίωσης και τη μεταχείριση που είχαν από τους Βυζαντινούς οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι της βυζαντινής πρωτεύουσας (M. Canard, Extaits des sources arabes, στο A.A. Vasiliev, Byzance et les Arabes II-2, 286-291).

[18] A. Toynbee, Constantine Porphyrogenitus and his World, Λονδίνο 1973, 390-393.

[19] Ο σλαβονικός Βίος των ιεραποστόλων αδελφών Κύριλλου και Μεθόδιου παραδίδει την πληροφορία σχετικά με την πρεσβεία του Μεθόδιου στη Βαγδάτη το έτος 851· βλ. Fr. Dvornik, Les legendes de Constantin et de Methode vues de Byzance, Πράγα 1969/2, 69 κ.ε.

[20] Ο Λέων Χοιροσφάκτης, επικεφαλής της πρεσβείας του 908 στη Βαγδάτη, επέδωσε κατά τον ιστορικό al-Tabarī ιδιόγραφη επιστολή του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄, μέσω της οποίας του πρότεινε ανταλλαγή αιχμαλώτων και του ζητούσε να αποστείλει στη βυζαντινή πρωτεύουσα έναν Άραβα πρεσβευτή προκειμένου να συγκεντρώσει τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους. Η ανταπόκριση του χαλίφη υπήρξε άμεση, λόγω κυρίως της ευελιξίας και των διαπραγματευτικών ικανοτήτων του Χοιροσφάκτη, όπως επισημαίνει ο Άραβας ιστορικός· (Vasiliev, Byzance et les Arabes II-1 132-139· G. Kolias, Léon Choerosphactès, magister, proconsul et patrice, Αθήνα 1939).

[21] Βλ. Vasiliev, Byzance et les Arabes II-1, 316.

[22] Ο al-Tabarī, στην περιγραφή της πρεσβείας του Naşir στην Κωνσταντινούπολη το έτος 860-861 για τη διαπραγμάτευση μιας ανταλλαγής αιχμαλώτων αναφέρεται στο επεισόδιο που προκλήθηκε στη βυζαντινή αυλή από την άρνηση του Άραβα πρεσβευτή να ακολουθήσει το πρωτόκολλο σύμφωνα με το οποίο όφειλε να αλλάξει την ενδυμασία του και να προσκυνήσει τον αυτοκράτορα. Το επεισόδιο αυτό αποτελεί ένδειξη της ισχύος του συγκεκριμένου προσώπου και της υψηλής θέσης που κατείχε στο χαλιφάτο (Vasiliev, Byzance et les Arabes I, La dynastie d’Amorium [820-867], Βρυξέλλες 1935, 320, όπου και η μετάφραση του σχετικού χωρίου ).

[23] Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες, 141.

[24] Στο ίδιο, 141-143.

[25] M. Canard, Une lettre de Muhammad ibn Tugj al-Ihsīd émir d’Egypte a l’empereur Romain Lécapène, Annales de l’Institut d’Etudes Orientales de la Faculté des Lettres d’Alger (AIEO) 2, Αλγέρι 1936 [= Variorum Reprints, Byzance et les musulmans du Proche Orient, Λονδίνο 1973, VII].

[26] Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί της βασιλείου Τάξεως, έκδ. J.J. Reiske, Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De cerimoniis aulae byzantinae [CSHB 2], Βόννη 1829-1830, 570-592.

[27] Στο ίδιο, 399, 401, 570-592· πρβλ. M. Canard, Les relations politiques et sociales entre Byzance et les Arabes, DOP 18 (1964), 36-37 [= Variorum Reprints, Byzance et les musulmans du Proche Orient, Λονδίνο 1973, XIX]· L. Douglas – J. Shepard, A double life: placing the peri presbeon, Byzantinoslavica 52 (1991), 34-35.

[28] Σύμφωνα με το νεωτερισμό που εισήγαγε ο Λέων ΣΤ΄ Σοφός με το «Κλητορολόγιον» του Φιλοθέου, στα επίσημα συμπόσια που πραγματοποιούνταν στη βυζαντινή πρωτεύουσα κατά τις εορτές της χριστιανοσύνης προσκαλούνταν και μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι, στη θέση ενδεχομένως των απόντων πρεσβευτών (βλ. N. Oikonomides, Les listes de Préséance byzantines des IXe et Xe siècles (Introduction, Text, Traduction et Commentaire), Παρίσι 1972; Liliana Simeonova, In the depths of tenth-century byzantine ceremonial: the treatment of Arab prisoners of war at imperial banquets BMGS 22 (1998), 75-104.

[29] A.A. Vasiliev, Harūn ibn-Yahyā and his description of Constantinople, Seminarium Kondakovianum 5 (1932), 149-153· Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι, 103-110.

[30] Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι, 93-110 και 121-123.

[31] Simeonova, In the depths, 95-98.

[32] Canard, Bagdât au IVe siècle de l’hégire, 271; Campagnolo-Pothitou, Les échanges, 42.

[33] M. Canard, Le cérémonial fatimite et le cérémonial byzantin: essai de comparaison, Byzantion 21 (1951), 415-417 [=Variorum Reprints, Byzance et les musulmans du Proche Orient, Λονδίνο 1973, XIV].

[34] M. Canard, Bagdât au IVe siecle de l’hégire, 271-272.

[35] M. Canard, Les sources arabes de l’histoire byzantine aux confins des Xe et XIe siècles, Mélanges R. Janin. Revue des Etudes Byzantines 19 (1961), 289-290 [= Variorum Reprints, Byzance et les Musulmans du Proche Orient, Λονδίνο 1973, XVII].

[36] Στο ίδιο, 290. Πρόκειται πιθανότατα για την πρεσβεία που απεστάλη από τον βυζαντινό αυτοκράτορα στον χαλίφη Al- Mu’ izz, μετά την κατάληψη του χαλιφάτου της Αιγύπτου και τη μεταφορά της αυλής του από τη βόρεια Αφρική στο Κάιρο, της οποίας ηγείτο κάποιος Νικόλαος (βλ. Amin Tibi, Byzantine-Fatimid relations, 97.

[37] Kennedy, Byzantine-Arab diplomacy, 135.

[38] Ε. Levi-Provencal, Histoire de l’Espagne musulmane II, (Παρίσι 1950), 143-153 και ΙΙΙ (Παρίσι 1967), 393.

[39] Campagnolo-Pothitou, Les échanges des prisoniers, 24.

[40] Από τις χριστιανικές κοινότητες των μονοφυσιτών και των νεστοριανών, Άραβες αξιωματούχοι προσέλαβαν δούλους, διπλωμάτες και γραμματείς, εμπόρους και επιχειρηματίες, πρόθυμους να συμβάλουν στο χτίσιμο της αυτοκρατορίας των Αράβων (Meyendorff, Byzantine Views, 115).

[41] I. Shahid, Byzantium and the Islamic World, στον τόμο (έκδ. Angeliki E. Laiou – H. Maguire) Byzantium: A World Civilisation, Dumbarton Oaks, 1992, 50-51.

[42] Kennedy, Byzantine-Arab diplomacy, 135. C. E. Bosworth, Byzantium and the Arabs: war and peace between two world civilisations, Journal of Oriental and African Studies 3-4 (1991-1992), 18-20 (= The Arabs, Byzantium and Iran: Studies in Early Islamic History and Culture, Variorum 1996, XIII).

[43] Η ακτινοβολία του Ελληνισμού, ο οποίος αναβίωσε κατά την περίοδο της εικονομαχίας και αγκάλιασε προοδευτικά όλους τους τομείς των αρχαίων γραμμάτων – ποίηση, θέατρο, ρητορική, ιστορία, θετικές επιστήμες και φιλοσοφία – δεν έλαμψε μόνο στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας αλλά επεκτάθηκε και έξω από τα σύνορά της με ξεχωριστή επίδραση στον ισλαμικό κόσμο και, κυρίως, στις ηγετικές του τάξεις (βλ. B. Hemmerdinger, Une mission scientifique arabe a l’origine de la renaissance iconoclaste, BZ 55 [1962], 66· P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός, μτφ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Αθήνα 1985/2, 35· Shahid, Byzantium and the Islamic World, 49-60.

[44] Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός, 35, σημ. 9. Σχετικά με τους τύπους των μεσαιωνικών μεταφράσεων από την ελληνική στην αραβική γλώσσα και τη γενικότερη μεταφραστική δραστηριότητα στο χαλιφάτο των Αββασιδών, βλ. N. Serikoff, Ancient Greece and Byzantium through Arabic Eyes, Byzantinoslavica 54/1 (1993), 198-201· Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι, 76-77.

[45] A. Toynbee, Constantine Porphyrogenitus and his World, Λονδίνο 1973, 389.

[46] Αφορμή για την αλληλογραφία του χαλίφη al-Ma’mūn με τον βυζαντινό αυτοκράτορα Θεόφιλο υπήρξε η παρουσία στην αυλή του χαλίφη κάποιου διανοούμενου βυζαντινού αιχμάλωτου, άλλοτε μαθητή του Λέοντος του Φιλόσοφου ή Μαθηματικού. Στο 4ο βιβλίο της Συνέχειας του Θεοφάνη, την οποία ακολουθεί πιστά σχεδόν ο Κεδρηνός, διασώζεται η παράδοση που αναφέρεται στη ζωή και τη διδασκαλία του Λέοντος του Μαθηματικού, στην αιχμαλωσία του μαθητή του από τους Άραβες και στη συνάντηση του τελευταίου με τον ίδιο τον χαλίφη Ma’mūn· (Θεοφάνους Συνεχιστής, έκδ. I. Bekker, Theοphanis Continuatus, [CSHB], Βόννη 1838, 165-191 και Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών, έκδ. I. Bekker, Georgii Cedreni Compendium Historiarum II, [CSHB], Βόννη 1839, 166-169· πρβλ. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός, 130-134).

[47] V. Christides, Raid and Trade in the Eastern Mediterranean: A treatise by Muhammad bn. ‘Umar: the Faqīh from occupied moslem Crete and the Rhodian Sea Law: two parallel texts, Graeco-arabica 5 (1993), 63-94 και D. G. Letsios, Sea trade as illustrated in the «Rhodian Sea Law» with special reference to the reception of its norms in the Arabic Ecloga, Graeco-arabica 6 (1995), 209-225.

[48] J. Pahlitzsch, The translation of the byzantine Procheiros Nomos into arabic: techniques and cultural context, Byzantinoslavica 65 (2007), 19-29.

[49] V. Christides, Naval warfare in the Eastern Mediterranean (6th-14th centuries). An arabic translation of Leo VI’s Naumachica, Graeco-arabica 3 (1984), 137-143.

[50] S. Franklin – Maria Mauroudi, Graeco-slavic and graeco-arabic translation. Movements and their cultural implications: problems and possibilities of comparison, Byzantinoslavica 65 (2007), 57-67.

[51] C.E. Bosworth, Byzantium and the Arabs, 6; Canard, Les relations politiques, 37-38.

[52] Βλ. M. Canard, La prise d’Héraclée et les relations entre Hārūn ar-Rashīd et l’empereur Nicéphore Ier, Byzantion 32 (1962), 366-371 [= Variorum Reprints, Byzance et les musulmans du Proche Orient, London 1973, XVIII].

[53] Canard, Les relations politiques et sociales, 36; Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι, 78-81. Στην πολιτιστική διπλωματία περιλαμβάνονταν ασφαλώς και τα πολύτιμα δώρα που ανταλλάσσονταν μέσω των πρέσβεων αλλά και το εμπόριο που ασκούσαν ελεύθερα οι επίσημοι απεσταλμένοι, Βυζαντινοί και Άραβες, κατά την παραμονή τους στις πρωτεύουσες των δύο αυτοκρατοριών.

[54] C. E. Bosworth, Byzantium and the Arabs, 18.

[55] D. Krausmuller, Killing at God’s Command: Niketas Byzantios’ Polemic against Islam and the Christian Tradition of Divinely Sanctioned Murder, Al-Masāq (Islam and the Medieval Mediterranean) 16/1 (2004), 163-170.

[56] M. Canard, Les aventures d’un prisonnier arabe et d’un patrice byzantin à l’epoque des guerres bulgaro-byzantines, Récit tiré de Tanūkhi (Xe siècle), al Faradj ba’ d ash-shidda, la delivrance après l’angoisse, DOP 11 (1956), 51-72 και Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες, 97-103.

[57] M. Canard, Extraits… στο A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes II-2, 349-350. Στις σελίδες 353-370 περιλαμβάνονται τα μεταφρασμένα αποσπάσματα από το Diwan του Άραβα ποιητή, από ποιήματά του όμως που αναφέρονται σε γεγονότα μέχρι το 959· πρβλ. Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες, 93-97.

[58] A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes I, 8, 12 και Toynbee, Constantine Porphyrogenitus, 389.

[59] Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες, 22-26, 83-124, όπου οι πηγές και η βιβλιογραφία.

[60] C. E. Bosworth, The «protected peoples» (christ.ians and Jews) in medieval Egypt and Syria, στο Bulletin of the John Rylands University Library of Manchester 1979, 11-35 [= Variorum, The Arabs, Byzantium and Iran. Studies in Early Islamic History and Culture, Λονδίνο 1996, VII]· J. Meyendorff, Byzantine views of Islam, DOP 18 (1964), 115-132· Shahid, Byzantium and the Islamic World, 50-51.

Σοφία Πατούρα- Σπανού                                        

Διευθύντρια Ερευνών/Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ελεύθερο Βήμα Tagged: al-Mu'iiz, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άραβες, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αββασίδες, Βυζάντιο, Διπλωματία, Ελεύθερο Βήμα, Ιστορία, Λέων ΣΤ΄, Πόλεμος, Πατούρα Σοφία, War and diplomacy

Οι καλικάντζαροι στη λαϊκή παράδοση

$
0
0

Οι καλικάντζαροι στη λαϊκή παράδοση


 

  «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ένα επίκαιρο άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα με θέμα: «Οι καλικάντζαροι στη λαϊκή παράδοση»

 

Οι Καλικάντζαροι, τα εύθυμα και άτακτα δαιμόνια, που αφήνουν για λίγο την κατοικία τους στα έγκατα της γης και ανεβαίνουν στην επιφάνειά της, για να πειράξουν τους ανθρώπους, εμφανίζονται το Δωδεκαήμερο. Το Δωδεκαήμερο, λαογραφικός όρος που τον χρησιμοποιούν οι Έλληνες από τα βυζαντινά χρόνια, αρχίζει την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων και τελειώνει την παραμονή των Θεοφανίων. Είναι μια συνεχής αλυσιδωτή γιορτή, μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από θρησκευτική κατάνυξη και πολλά έθιμα. Τις μέρες αυτές, τοποθετημένες μέσα στη καρδιά του χειμώνα, το σπίτι με τα βρασμένα καινούργια κρασιά, τις φρέσκες ρακές, το μπόλικο χοιρινό κρέας και τις μεγάλες φωτιές στο τζάκι, γινόταν μια αληθινή ζεστή φωλιά, που γεννούσε διάθεση για χαρά, τραγούδι, χορό και γλέντι. Θεωρείται όμως και επικίνδυνη περίοδος, επειδή τις νύχτες, που είναι και οι μεγαλύτερες του έτους, κυκλοφορούν στους δρόμους και στα χαλάσματα κάθε νύχτα οι τρομεροί Καλικάντζαροι και πειράζουν τους ανθρώπους, όπως έλεγαν οι γιαγιάδες τα παλιά χρόνια στα εγγονάκια τους, για να κάθονται ήσυχα. Έρχονται την παραμονή των Χριστουγέννων και φεύγουν τα Θεοφάνεια. Αλλά τι είναι οι Καλικάντζαροι;

Οι καλικάντζαροι πριονίζουν το δένδρο της γης. Εικόνα από το Αναγνωστικό της Δ’ Δημοτικού, έκδοση ΟΕΔΒ, 1961.

Οι καλικάντζαροι πριονίζουν το δένδρο της γης. Εικόνα από το Αναγνωστικό της Δ’ Δημοτικού, έκδοση ΟΕΔΒ, 1961.

Η φαντασία του λαού οργιάζει γι αυτά τα δημοφιλή όντα της λαϊκής παράδοσης. Ο λαός πίστευε ότι είναι δαιμόνια και έρχονται από τα έγκατα της Γης. Η Γη δεν μπορεί να στέκεται στο κενό. Κάπου πρέπει να στηρίζεται. Και το στήριγμά της δεν μπορεί να είναι άλλο από ένα δέντρο. Τα καλικαντζαράκια κρατούν ένα τεράστιο πριόνι και αγωνίζονται να κόψουν τον τεράστιο ξύλινο στύλο, που κρατά στη θέση της τη Γη, γιατί θέλουν να τη δουν να γκρεμίζεται και τους ανθρώπους να υποφέρουν. Ολόκληρο το χρόνο οι καλικάντζαροι κάτω από τη γη πελεκούν προσπαθώντας άλλος με τσεκούρι, άλλος με πριόνι ή μπαλτά και άλλοι με τα νύχια και τα σουβλερά τους δόντια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Ο κορμός του όμως είναι πολύ χοντρός και χρειάζεται μεγάλη και πολύχρονη προσπάθεια για να τον κόψουν. Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει απομείνει λίγο ακόμα, αλλά πάνω που κοντεύουν να τα καταφέρουν, γεννιέται ο Χριστός, έρχονται τα Χριστούγεννα και, επειδή φοβούνται μην πέσει η γη και τους πλακώσει, λένε «αφήστε το να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του». Ανεβαίνουν, λοιπόν, πάνω στη γη για να τυραννήσουν τους ανθρώπους.

Την παραμονή των Χριστουγέννων ξεκινούν τα καλικαντζαράκια για το μεγάλο ταξίδι τους πάνω στη Γη. Είναι χιλιάδες και ξετρυπώνουν στην επιφάνειά της από μυριάδες τρύπες που βρίσκονται στο έδαφός της. Βγαίνουν μέσα από τα φαράγγια και τα πηγάδια, από τις σπηλιές και τις καταβόθρες, τις καταπαχτές και τα πιο μικρά από μυρμηγκοφωλιές και άλλες μικροσκοπικές τρύπες της Γης! Έρχονται σε κάθε χωριό και μένουν ανάμεσα στους ανθρώπους 12 μέρες ως την παραμονή των Φώτων αφήνοντας στην ησυχία του το δέντρο της Ζωής. Στο διάστημα αυτό όμως το δέντρο ξαναγίνεται, κλείνει τις πληγές που του προκάλεσαν όλο το χρόνο οι καλικάντζαροι! Τα Θεοφάνεια που γυρίζουν και βλέπουν το δέντρο ακέραιο να έχει βγάλει νέους βλαστούς, τα δαιμόνια μανιάζουν και αρχίζουν πάλι να το κόβουν μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα, που βγαίνουν ξανά στη γη και αρχίζουν πάλι να ξεσπάνε στους ανθρώπους.

 

Την παραμονή των Χριστουγέννων τα καλικαντζαράκια σταματούν το κόψιμο του δένδρου και ξεκινούν για το μεγάλο ταξίδι τους πάνω στη Γη.

Την παραμονή των Χριστουγέννων τα καλικαντζαράκια σταματούν το κόψιμο του δένδρου και ξεκινούν για το μεγάλο ταξίδι τους πάνω στη Γη.

 

Ο λαός φαντάζεται αυτά τα περίεργα δαιμονικά να μοιάζουν με τους ανθρώπους, αλλά με διάφορες μορφές κατά περιοχή και με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις πάνω τους. Είναι κακομούτσουνοι και σιχαμένοι. Καθένας τους έχει και από ένα κουσούρι. Άλλος κουτσός, άλλος στραβός ή μονόφθαλμος, άλλος μονοπόδαρος ή στραβοπόδαρος, άλλος στραβοχέρης, στραβομούρης με καμπούρα ή ουρά. Οι περιγραφές για τους καλικάντζαρους δεν συμπίπτουν απόλυτα. Άλλοι πιστεύουν ότι είναι όντα λιπόσαρκα και κατάμαυρα με μαλλιά ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου και πόδια τράγου, με χέρια σαν της μαϊμούς, με τριχωτό όλο τους το σώμα, φορούν σιδεροπάπουτσα και είναι πολύ κουτοί. Άλλοι τους φαντάζονται νάνους, άλλοι ψηλούς και μαυριδερούς με τρίχες σε όλο τους το σώμα, χέρια και νύχια πίθηκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι, άλλοτε γυμνούς και άλλοτε ρακένδυτους με σκούφο από γουρουνότριχες και με παπούτσια σιδερένια ή με τσαρούχια. Όλοι όμως συμφωνούν ότι είναι όντα διχόγνωμα και φιλόνικα, δε βοηθά ο ένας τον άλλο και δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος μια δουλειά, όλα τα αφήνουν στη μέση. Γι’ αυτό είναι αναποτελεσματικοί και δεν μπορούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους, παρόλο που αυτή είναι η επιθυμία τους. Όσο και αν διαφωνεί, όμως, ο λαός για το πώς μοιάζουν οι καλικάντζαροι, όλοι συμφωνούν σε ένα πράγμα, στην ατελείωτη βλακεία και κουταμάρα τους.

Η λέξη «καλικάντζαρος» είναι σύνθετη (καλός + κάνθαρος, που σημαίνει σκαθάρι) και σύμφωνα με μια θεωρία οι καλικάντζαροι προήλθαν από τους κανθάρους. Τα σκαθάρια ήταν κολεόπτερα βλαπτικά για τους αγρούς και τα αμπέλια. Ύστερα εμφανίστηκαν σαν δαιμόνια με μορφή κανθάρων. Βέβαια, οι καλικάντζαροι κάθε άλλο παρά καλοί ήταν. Ίσως το όνομά τους ήταν ένας ευφημισμός σε μια προσπάθεια του λαού να τους «καλοπιάσει», για να γλιτώσει από τις σκανδαλιές τους. Σε άλλους χριστιανικούς λαούς τα δαιμονικά όντα του Δωδεκαήμερου εμφανίζονται ως Λυκάνθρωποι, Στρίγγλες, Μάγισσες ή Παγανά. Παγανά γενικότερα είναι τα εξωτικά και τα φαντάσματα. Paganus έλεγαν το χωρικό, τον αστράτευτον (παγάνα, παγανιά) και κατόπιν τον εθνικό και μη χριστιανό. Στα αγγλικά pagan είναι ο ειδωλολάτρης. Και παγανή Κυριακή είναι η Κυριακή που δεν έχει άλλη εορτή. Παγανό αποκαλείται και το αβάπτιστο νήπιο. Πίστευαν ότι τα βρέφη που πέθαιναν αβάπτιστα γίνονταν παγανά, τελώνια, καλικάντζαροι. Επειδή από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα ο Χριστός είναι ακόμη αβάφτιστος, είναι και «τα νερά αβάφτιστα» και έτσι βρίσκουν ευκαιρία και οι καλικάντζαροι να αλωνίσουν τον κόσμο.

Διάφορες θεωρίες διατυπώθηκαν σχετικά με την προέλευση των Καλικάντζαρων. Η αρχή των μύθων των σχετικών με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στα πολύ παλιά χρόνια. Η ύπαρξή τους έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελληνική μυθολογία, όπου συναντούμε τους Κένταυρους και τους Σάτυρους, πλάσματα που από τη μέση και πάνω ήταν άνθρωποι, ενώ από τη μέση και κάτω ζώα. Πολύ αργότερα οι Βυζαντινοί, που γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα, οι άνθρωποι με κρυμμένα τα πρόσωπά τους έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν και οι άνθρωποι ησύχαζαν. Τριγύριζαν ελεύθεροι και ελευθεριάζοντες στους δρόμους, πείραζαν τους ανθρώπους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια και αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες. Ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά και οι νοικοκυραίοι έκλειναν πόρτες και παράθυρα, για να γλιτώσουν απ’ αυτούς. Οι μασκαρεμένοι, όμως, έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα και από τις καμινάδες. Με το πέρασμα του χρόνου όλα αυτά τα παράξενα φερσίματα, τα μασκαρέματα και οι φόβοι των ανθρώπων έμειναν ζωντανά στη μνήμη του λαού και η πλούσια φαντασία του γέννησε σιγά-σιγά τα μικρά, αλαφροΐσκιωτα πλάσματα, που τα ονόμασε καλικάντζαρους. Οι Καλικάντζαροι, λοιπόν, είναι πλάσματα της νεοελληνικής μυθολογίας, στα οποία έδωσαν αφορμή οι μεταμφιέσεις των βυζαντινών χρόνων κατά το Δωδεκαήμερο, επειδή οι μεταμφιεσμένοι συχνά ενοχλούσαν και φόβιζαν τους ανθρώπους. Το έθιμο των μεταμφιέσεων, που εμφανίζεται και σήμερα στις περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας, φαίνεται πως έχει σχέση με τους καλικάντζαρους. Οι μεταμφιεσμένοι, που λέγονται Μωμόγεροι, Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια, φοράνε τομάρια ζώων (λύκων, τράγων κ.α.) ή ντύνονται με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και γυρίζουν στο χωριό τους ή στα γειτονικά χωριά, τραγουδούν και μαζεύουν δώρα.

Τα στοιχεία όμως, που αναφέρονται στην προέλευση, τη μορφή και την ενέργεια αυτών των δαιμονίων, καθιστούν πιθανό το συσχετισμό των Καλικάντζαρων με τους νεκρούς. Οι Καλικάντζαροι, που έρχονται από τον κάτω κόσμο, όπου διαμένουν όλο τον άλλο χρόνο, εμφανίζονται με διάφορες μορφές σαν όντα μαλλιαρά, σαν Αράπηδες ή σαν ζούζουλα και μιαίνουν τις τροφές, συμβολίζουν τους νεκρικούς δαίμονες, που κατά την περίοδο των χειμερινών τροπών του Ηλίου επιστρέφουν για λίγο χρόνο ανάμεσα στους ζωντανούς. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές, όταν έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού, χωρίς έλεγχο και περιορισμούς. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη το Δωδεκαήμερο οι νεκροί επέστρεφαν στον απάνω Κόσμο, τριγύριζαν τις νύχτες στους δρόμους και έμπαιναν στα σπίτια από τις καμινάδες. Παρεμφερής είναι και η δοξασία ότι οι Καλικάντζαροι είναι οι βρικολακιασμένες ψυχές των στρατιωτών του Ηρώδη. Η «παγάνα» που ξαπόστειλε ο Ηρώδης, για να σκοτώσει όλα τα νήπια κάτω των δύο χρόνων με την ελπίδα πως έτσι θα εξόντωνε και το νεογέννητο Χριστό.

Ψιλοβελώνης καλικάτζαρος.

Ψιλοβελώνης καλικάτζαρος.

Τα ονόματα, που έχει δώσει ο λαός στους καλικάντζαρους, είναι σύμφωνα με τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους και ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Αξίζει να αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά. Ο καλικάντζαρος Μαλαγάνας ξεγελάει τα παιδιά με γλυκόλογα και καταφέρνει να τους πάρει τα γλυκά. Ο Τρικλοπόδης έχει χταποδίσιο χέρι, που το χώνει παντού και σκουντουφλάνε πάνω του οι άνθρωποι, ενώ του αρέσει πολύ να μπερδεύει τις κλωστές στο πλεχτό της γιαγιάς. Ο Πλανήταρος πλανεύει τους ανθρώπους, γιατί μπορεί να μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε κουβάρι. Ο Μαλαπέρδας κατουράει στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύονται και γι’ αυτό οι νοικοκυρές πρέπει να κλείνουν καλά το καπάκι της κατσαρόλας τους. Ο Μαγάρας έχει μια κοιλιά σαν τούμπανο και αφήνει βρομερά αέρια πάνω στα φαγητά των ανθρώπων. Ο Καταχανάς τρώει διαρκώς τα πάντα και κατόπιν ρεύεται και βρομάει απαίσια. Ο Περίδρομος είναι ο άλλος φαταούλας της παρέας. Ο Κουλοχέρης είναι σαραβαλιασμένος με ένα χέρι κοντό και ένα μακρύ, γι’ αυτό όλο μπερδεύεται και πέφτει κάτω. Ο Παρωρίτης εμφανίζεται αξημέρωτα (παρά την ώρα), πριν λαλήσει ο πετεινός, και ξεσηκώνει με τις φωνές τους ανθρώπους. Ο Γουρλός έχει τεράστια μάτια σαν αυγά και πεταμένα έξω και δεν του ξεφεύγει τίποτα. Ο Κοψομεσίτης είναι κουτσός και καμπούρης και του αρέσουν οι τηγανίτες με το μέλι. Ο Στραβολαίμης στριφογυρνάει διαρκώς το κεφάλι του σαν σβούρα. Ο Κοψαχείλης έχει δόντια τεράστια, που κρέμονται έξω από τα χείλη του, φοράει ψεύτικο καλυμμαύκι και κοροϊδεύει τους παπάδες. Ο Κωλοβελόνης είναι μακρύς σαν μακαρόνι και μπορεί να περνάει εύκολα από τις κλειδαρότρυπες και από τις τρύπες του κόσκινου. Ο Βατρακούκος είναι θεόρατος και ολόιδιος βάτραχος. Ο Κατσικοπόδαρος είναι φαλακρός, κασιδιάρης με ένα κατσικίσιο ποδάρι και όπου βάλει το ποδάρι του φέρνει καταστροφή, γιατί είναι κακορίζικος, ελεεινός και γρουσούζης.

Καθώς η παράδοση ρίζωνε στους βαλκανικούς λαούς, οι καλικάντζαροι απέκτησαν και άλλα ονόματα, όπως καλιοντζήδες, καλκάνια, καλιτσάντεροι, καρκάντζαροι, σκαλικαντζάρια, σκαντζάρια, τζόγιες, βερβελούδες, καλλισπούρδοι, καρκαλάτζαροι, καρκατσέλια, καρκαντζόλοι, καψιούρηδες, λυκοκάντζαροι, μνημοράτοι, πλανητάροι, τσιλικρωτά, σταχτοπάτηδες, σκαρικατζέρια, καλλισπούδηδες, χρυσαφεντάδοι και παγανά.

 

Καλικάντζαροι

Καλικάντζαροι

 

Ο Παγανός είναι κουτσός, γιατί έφαγε μια κλωτσιά από το γαϊδούρι της Μάρως, μιας χωριατοπούλας, που την κυνηγούσε κάποτε για να την κάνει γυναίκα του. Εκείνη κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι, που είχε φορτωμένα στο γαϊδούρι της, και κατάφερε να του ξεφύγει. Ο Παγανός έτρεξε μανιασμένος κοντά στο γαϊδούρι και την έψαχνε. Το ζωντανό τότε τρόμαξε πολύ και άρχισε να κλωτσάει. Μια δυνατή κλωτσιά έφαγε ο Παγανός και σακατεύτηκε. Ο Παγανός λατρεύει τη στάχτη και γι’ αυτό τρυπώνει από τις καμινάδες. Φοβάται όμως πιο πολύ απ’ όλους τους Καλικάντζαρους τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοικοκύρηδες φροντίζουν να μη σβήσει κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου. Ο πιο γνωστός και αρχηγός των καλικάντζαρων είναι ο Μανδρακούκος ο Ζυμαρομύτης. Κρατάει για σκήπτρο του μια γκλίτσα και συχνάζει στα μαντριά και τα βοσκοτόπια. Τα αυτιά του είναι μεγάλα σαν του γαϊδάρου και η σκούφια του, που την έχει υφάνει μόνος του από γουρουνότριχες, δεν φτάνει να τα σκεπάσει. Έχει και μία τεράστια μύτη που του κρέμεται σαν μαλακό ζυμάρι. Του αρέσει να πειράζει τα πρόβατα στα βοσκοτόπια και να ρίχνει γάντζο από την καμινάδα, για να κλέψει λουκάνικα από τη φωτιά.

Τραγοπόδης καλικάτζαρος

Τραγοπόδης καλικάτζαρος

Όποια μορφή και αν έχουν οι Καλικάντζαροι, η τροφή τους είναι κυρίως ακάθαρτη. Τρώνε φίδια, σκουλήκια, βατράχους, σαύρες, ποντίκια, αλλά τους αρέσουν και τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου, τα ξεροτήγανα, οι τηγανίτες και τα λουκάνικα. Όταν οι νοικοκυρές ψήνουν τηγανίτες ή άλλα σκευάσματα πλαστά από αλεύρι στο τηγάνι, οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στην καπνοδόχο και απλώνουν το χέρι τους ως κάτω στην εστία, γιατί μπορούν να απλώνουν και να μακραίνουν τα χέρια και τα πόδια τους όσο θέλουν, και βουτάνε ότι υπάρχει στο τηγάνι ή στη θράκα. Η πιο αγαπημένη τροφή, όμως, των καλικαντζάρων είναι το χοιρινό κρέας και κυρίως το παστό του (το πάχος), το οποίο σκορπάει μια ευωδιαστή και πολύ ευχάριστη μυρωδιά, όταν ψήνεται και πέφτει στη θράκα. Γι’ αυτό οι νοικοκυραίοι σκέπαζαν το χοιρινό με σπαράγγια, για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Το σπαράγγι είναι πολύ νόστιμο και τρώγεται, όταν είναι τρυφερό, όταν όμως μεγαλώσει, γίνεται πολύ σκληρός αγκαθωτός θάμνος και με αυτό σκέπαζαν το χοιρινό, τα λουκάνικα και οτιδήποτε είχαν ετοιμάσει με πρώτη ύλη το χοιρινό.

Την παραμονή των Χριστουγέννων οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στη γη και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα, για να ξεπροβάλλουν ένας-ένας από τις τρύπες τους πάνω στη γη. Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα, πηδούν από στέγη σε στέγη, σπάζουν τα κεραμίδια και κάνουν μεγάλη φασαρία. Κάθε νύχτα του Δωδεκαήμερου επιχειρούν να μπουν στα σπίτια και να μαγαρίσουν τα φαγητά και το νερό. Αν καταφέρουν και μπουν σε κάποιο σπίτι από τις καμινάδες, τις κλειδαρότρυπες, τις χαραμάδες της πόρτας και των παραθύρων, αρχίζουν να ανακατεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους και να κάνουν ζημιές. Τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία, που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα και στους λύχνους, που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για φωτισμό στα χωριά. Κάνουν το σπίτι αγνώριστο. Μα πιο πολύ θέλουν να μαγαρίσουν τα φαγητά. Τα λερώνουν με τα ακάθαρτα νύχια τους και αφήνουν τις βρωμιές τους όπου βρουν προκαλώντας υστερία στις νοικοκυρές. Συνήθως όμως το εγχείρημά τους αποτυγχάνει, γιατί η φωτιά καίει στο τζάκι συνεχώς και η νοικοκυρά έχει θυμιάσει το σπίτι. Τότε, για να βγάλουν το άχτι τους, κατουρούν από την καπνοδόχο, για να σβήσουν τη φωτιά και να μολύνουν ό,τι ψήνεται σ’ αυτή. Το ξημέρωμα, πριν το λάλημα του πετεινού, γίνονται άφαντοι. Φοβούνται πολύ το φως και γι’ αυτό την ημέρα κρύβονται.

Επειδή όμως τα εμπόδια για να μπουν στο σπίτι είναι πολλά, επιχειρούν να βλάψουν τον άνθρωπο και έξω από το σπίτι. Η προνοητική νοικοκυρά φρόντιζε να μην αφήνει έξω από το σπίτι τις νύχτες του Δωδεκαημέρου σκεύη, αγγεία, ενδύματα και μικροέπιπλα, για να μην τα μαγαρίσουν τα παγανά. Η νυχτερινή σύναξη των Καλικαντζάρων γίνεται στην εξοχή, στα τρίστρατα, σε απομακρυσμένους μύλους, στα αλώνια ή κάτω από γεφύρια. Οι Καλικάντζαροι τριγυρίζουν στους δρόμους και αλλοίμονο σε κείνον που θα βγει τη νύχτα να πάει σε μακρινή δουλειά. Παρουσιάζονται μπροστά του με διάφορες μορφές, για να τον φοβίσουν ή να τον βλάψουν. Τον τραβολογούν, τον πειράζουν, τον καβαλικεύουν, τον αναγκάζουν να χορέψει μαζί τους, τον περδικλώνουν και τον εμποδίζουν να γυρίσει σπίτι. Η μανία τους είναι να πειράζουν τις κακόμοιρες τις γριές και γι’ αυτό όλες τους φοβόντουσαν, εκτός από τις μαμές. Το λαϊκό πνεύμα εξαίρεσε τις μαμές από τον κίνδυνο των καλικαντζάρων, γιατί ήταν αναγκαίο να μπορούν να προσφέρουν τη βοήθειά τους στις ετοιμόγεννες, όποια ώρα της νύχτας κι αν τις φώναζαν.

Αλλά και οι μυλωνάδες, που εργάζονταν στο μύλο χτισμένο σε μέρος μακριά από το χώρο του οικισμού, συνήθως δίπλα σε ποτάμι, είχαν πάρε δώσε με καλικαντζάρους. Σε μια ευτράπελη διήγηση ένας μυλωνάς είχε ωραία φωτιά με κάρβουνα στο μύλο του και έψηνε πέρδικα ή γουρουνάκι. Εκεί που γύριζε τη σούβλα του, βλέπει στην άλλη μεριά έναν καλικάντζαρο, που γύριζε μια σούβλα με βατράχους! Δεν του μίλησε, αλλά ο καλικάντζαρος τον ρώτησε πώς τον λένε. «Eαυτό με λένε», του λέει ο μυλωνάς. Μετά από λίγο, όταν το κρέας ήταν ροδοκόκκινο και μοσχομύριζε, ο καλικάντζαρος βάζει τη σούβλα του με τους βατράχους πάνω στο κρέας του μυλωνά. Τότε ο μυλωνάς του φέρνει μια με ένα αναμμένο δαυλί και, καθώς ο καλικάντζαρος ήταν γυμνός, τον κατάκαψε! Βάζει τις φωνές ο καλικάντζαρος. «Bοηθάτε, αδέρφια, μ’ έκαψαν»! «Ποιος σ’ έκαψε;» του λένε οι άλλοι καλικάντζαροι απ’ έξω. «O Eαυτός μ’ έκαψε» τους λέει εκείνος. «Εμ, σαν κάηκες από τον εαυτό σου, τι σκούζεις έτσι;» του είπαν οι άλλοι καλικάντζαροι και τον άφησαν αβοήθητο.   Έτσι την έπαθε ο καλικάντζαρος με τη σούβλα, γιατί ο μυλωνάς με την απάντηση, που είχε δώσει και ο Οδυσσέας στον κύκλωπα Πολύφημο, φάνηκε εξυπνότερός του.

Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους. Το κύριο μέσο, για να κρατηθούν οι Καλικάντζαροι μακριά από τα σπίτια των ανθρώπων, είναι η φωτιά, στην οποία η λαϊκή αντίληψη αποδίδει δύναμη αποτρεπτική των δαιμόνων. Γι’ αυτό τα τζάκια εκείνες τις μέρες είναι αναμμένα και η φωτιά καίει συνεχώς. Διάλεγαν ένα κούτσουρο («δωδεκαμερίτης», «χριστόξυλο») και μάλιστα από αγκαθωτό δέντρο, γιατί ο λαός πίστευε ότι τα αγκάθια διώχνουν τα δαιμόνια. Μέρα και νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο, η φωτιά δε έσβηνε από την οικογενειακή εστία και κρατούσε τους Καλικάντζαρους μακριά. Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων την ημέρα των Φώτων, έκαναν καθαρμό των χωριών και των σπιτιών της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες. Καθάριζαν και τις κοπριές των ζώων από τα κατώγια, οι άνθρωποι πλένονταν, καθάριζαν το εικονοστάσι και άλλαζαν το νερό στο καντήλι, γιατί οι σταχτοπάτηδες, πέρα από τα προβλήματα που είχαν προξενήσει στους νοικοκυραίους, είχαν μαγαρίσει και όλους τους χώρους, γι’ αυτό τους έλεγαν και κατουρλήδες. Καθάριζαν το τζάκι και μάζευαν τη στάχτη. Τα ξύλα που απόμεναν και η στάχτη είχαν αποτρεπτική δύναμη και τα χρησιμοποιούσαν για την προφύλαξη του σπιτιού και των χωραφιών από κάθε κακό, όπως ξωτικά, σκαθάρια, χαλάζι κ.α. Τα μισοκαμένα δαυλιά τα χρησιμοποιούσαν στους φράχτες και με τη στάχτη ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανείων και τη σκόρπιζαν στις αυλές, τους στάβλους, τα περιβόλια και τους κήπους, για να διώξουν μακριά κάθε κακό, ή την πετούσαν σε μέρος που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλυσίβα, λίπασμα κ.λ.π.).

Συνηθισμένες για την απομάκρυνση των καλικάντζαρων ήταν και οι μαγικές πράξεις, όπως το κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες. Στη φωτιά του τζακιού έκαιγαν αλάτι ή ένα δερμάτινο παλιοτσάρουχο ή και τα δυο μαζί, επειδή πίστευαν ότι οι κρότοι από το αλάτι και η απαίσια μυρωδιά του καμένου δέρματος κρατάει τους καλικάντζαρους μακριά. Την παραμονή των Θεοφανίων οι νοικοκυρές τους «ζεμάτιζαν» με το λάδι από τις τηγανίτες (λαλαγγίτες, λουκουμάδες). Άλλοι κρεμούσαν το κατωσάγωνο ενός χοίρου στην καπνοδόχο, επειδή η εμφανής επίδειξη χοιρινού οστού, τα χαϊμαλιά πίσω από την πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, ξύλα, κούτσουρα και δαυλιά καημένα τα θεωρούσαν αποτρεπτικά για τους καλικάντζαρους. Όταν αυτά δεν ήταν αρκετά, για να διώξουν τους Καλικάντζαρους, χτυπούσαν και κουδούνια. Υπάρχουν, όμως, και φυτά που διώχνουν τους καλικάντζαρους και ταυτόχρονα φέρνουν καλή τύχη για τον καινούργιο χρόνο. Ένα τέτοιο φυτό είναι η κρεμμύδα, η «χρυσοβασιλίτσα», όπως τη λένε, που ακόμα και ξεχασμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, φυτρώνει τέτοια εποχή και ξαναρχίζει τον κύκλο της ζωής της. Σαν το φως, που ξαναγεννιέται στο χειμερινό ηλιοστάσιο, μας εύχεται καλές γιορτές και υγεία για την καινούργια χρονιά.

Άλλοι πάλι για να τους εξαπατήσουν έδεναν στο χερούλι της πόρτας μία τούφα λινάρι. Μέχρι να μετρήσουν οι καλικάντζαροι τις τρίχες του λιναριού, περνούσε η ώρα, έφτανε το ξημέρωμα, λαλούσε ο πετεινός της αυγής, προάγγελος της μέρας, που διώχνει μακριά όλα τα δαιμονικά της νύχτας, και οι καλικάντζαροι όπου φύγει φύγει. Επίσης, οι νοικοκυρές μάζευαν μέσα στο σπίτι όποια αγγεία βρίσκονταν έξω και έβαζαν στο άνοιγμα της καπνοδόχου ή πίσω από την πόρτα ένα κόσκινο. Οι καλικάντζαροι, σαν περίεργοι και πάρα πολύ βλάκες που είναι, άρχιζαν να μετρούν τις τρύπες: «ένα-δύο, ένα-δύο, ένα-δύο». Παρακάτω δεν ήξεραν να μετρήσουν και μπερδεύονταν. Έτσι έχαναν την ώρα τους, ξημέρωνε και έπρεπε να εξαφανιστούν. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που ήθελαν να τους καλοπιάσουν και τους πετούσαν γλυκά και τηγανίτες στην καπνοδόχο ή στις στέγες των σπιτιών.

Το κυριότερο, βέβαια, μέσο για την αντιμετώπιση των καλικάντζαρων ήταν οι πράξεις χριστιανικής λατρείας. Φόβος και τρόμος τους ο σταυρός και οι παπάδες. Το σημείο του Σταυρού στην πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού τους κρατούσε μακριά. Το λιβάνι, που το σιχαίνονται οι καλικάντζαροι και γι’ αυτό οι νοικοκυρές όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου θυμιάτιζαν το σπίτι κάθε απόγευμα και αφήναν το θυμιατήρι να λιβανίζει δίπλα στο τζάκι. Η απαγγελία του «Πάτερ ημών , που όταν το ακούσουν οι καλικάντζαροι τρεις φορές, φεύγουν. Και πάνω απ’ όλα ο Αγιασμός των σπιτιών, η «Πρωτάγιαση», δηλαδή ο πρώτος Αγιασμός, που γίνεται στην εκκλησία την παραμονή των Φώτων, τελευταία ημέρα του Δωδεκαήμερου. Ύστερα ο παπάς παίρνει με τη σειρά ένα – ένα τα σπίτια με το Σταυρό στο χέρι και ραντίζει με ένα κλωνί βασιλικού όλους τους χώρους του σπιτιού. Την «Πρωτάγιαση» οι χωρικοί τη μεταφέρουν στις βρύσες του χωριού και στα κτήματά τους, για να διώξουν τους Καλικαντζάρους, που μαγαρίζουν ό,τι βρουν μπροστά τους.

Αυτή η τελευταία ημέρα του Δωδεκαημέρου είναι και η τελευταία ημέρα παραμονής των Καλικαντζάρων πάνω στη γη. Φεύγουν τρέχοντας, γιατί τους κυνηγάει η αγιαστούρα του παπά και καθώς απομακρύνονται τρέχοντας πανικόβλητοι, λένε μεταξύ τους: «Φεύγετε να φεύγουμε, τι έρχεται ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του!». Φεύγοντας από τον Απάνω Κόσμο οι Καλικάντζαροι επιστρέφουν στα έγκατα της γης, όπου αρχίζουν πάλι να πριονίζουν το δένδρο, που τη στηρίζει και που είχαν παρατήσει σχεδόν κομμένο, αλλά στο μεταξύ ξανάγινε ακέραιο. Και αρχίζουν πάλι να το κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα και όλο απ’ την αρχή.

Η πίστη για τους καλικαντζάρους ως δαιμονικά όντα που ζουν κάτω από τη γη στηρίζεται στην παλιά κοσμοθεωρία περί ακινησίας της γης, σύμφωνα με την οποία η γη είναι ακίνητη προσηλωμένη στο θόλο του ουρανού και γύρω της κινούνται τα άλλα ουράνια σώματα. Το δένδρο που στηρίζει τη Γη είναι ο Ήλιος, που ζωογονεί τη φύση, μέσα στην οποία ζούμε. Φως σημαίνει ζωή, ελπίδα και χαρά. Εχθρός του Ήλιου είναι το σκοτάδι. Όλοι σχεδόν οι λαοί της Γης φαντάζονται στους μύθους τους τον Ήλιο να πολεμάει με τις δυνάμεις του χειμώνα και του σκότους, που δεν ήθελαν να υποταχθούν στον «αήττητο Ήλιο», και να βγαίνει νικητής. Τα όντα που συμβολίζουν το σκοτάδι είναι οι Καλικάντζαροι της λαϊκής παράδοσης, που ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης και είναι εχθροί του Ήλιου.

Τα περισσότερα λαϊκά έθιμα κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου εκφράζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την έννοια του τέλους και της αρχής. Πρόκειται δηλαδή για διαβατήρια έθιμα, που ερμηνεύουν την αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο τέλος μιας περιόδου της ζωής του, μιας χρονιάς που τελειώνει και μιας καινούργιας που αρχίζει ή τη μετάβαση από το χειμώνα στην άνοιξη. Μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο στις 21 Δεκεμβρίου το σκοτάδι υποχωρεί, το φως κερδίζει τη μάχη και η ημέρα μεγαλώνει. Και καθώς το φως αυξάνεται με το μεγάλωμα της μέρας, μεγαλώνει και η ελπίδα για τη βλάστηση, που αρχίζει να οργιάζει αυτή την εποχή, και την παραγωγή, που την περιμένει ο αγροτικός κόσμος στην κτηνοτροφία και τη σοδειά. Στο διάστημα αυτό επέρχεται μια αναστάτωση στην τροχιά του χρόνου. Επειδή οι δώδεκα μέρες του Δωδεκαημέρου προστέθηκαν, για να εναρμονιστεί ο σεληνιακός με τον ηλιακό χρόνο, θεωρήθηκαν μέρες εμβόλιμες, μη κανονικές. Σ’ αυτή την αλλαγή παρουσιάζονται μυστηριώδη όντα ενοχλητικά ή βλαπτικά. Αν μπούμε στη θέση του ανυπεράσπιστου χωρικού σε κάθε λογής ατυχήματα, όπως χειμωνιάτικες επιδρομές άγριων ζώων σε οικισμούς και ζωντανά, θα κατανοήσουμε την ανάγκη του να τα αποδώσει σε κακόβουλα όντα. Τέτοιοι είναι οι καλικάντζαροι, που αντιπροσωπεύουν τους Δαίμονες της βλάστησης. Πίσω από αυτές τις μεταφυσικές δεισιδαιμονίες, λοιπόν, κρύβεται ο αρχέγονος φόβος του ανθρώπου για το χειμώνα και το σκοτάδι του.

Η περίοδος του Δωδεκαήμερου όμως, πέρα από την τεράστια θρησκευτική σημασία στη ζωή του λαού, ήταν και οι μέρες που ο άνθρωπος έπρεπε να ξεκουραστεί και με ξανανιωμένες τις δυνάμεις να αρχίσει πάλι τον κύκλο της ζωής, με μεγαλύτερη όρεξη, θάρρος και ελπίδα για το μέλλον. Τα πειράγματα των καλικάντζαρων, είτε αφορούν τους ανθρώπους είτε τα υποστατικά τους, και τα πράγματα που έκαναν ήταν πιο πολύ διασκεδαστικά, παρά τρομακτικά. Οι Καλικάντζαροι τελικά ήταν ακίνδυνοι και δεν τρόμαζαν ποτέ στ’ αλήθεια τους ανθρώπους. Περιφέρονταν εδώ κι εκεί, πηδούσαν, χόρευαν και ενοχλούσαν, αλλά δεν κακοποιούσαν τους ανθρώπους. Πιο πολύ τους διασκέδαζαν ή «φτιάχτηκαν» και εμφανίζονται αποκλειστικά τη συγκεκριμένη περίοδο, για να δικαιολογήσουν «ανεξήγητα» συμβάντα των ημερών.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Κουκουλές Φαίδων, «Καλικάντζαροι», Λαογραφία 7 (1923).
  • Κυριακίδου-Νέστορος Άλκη, 12 μήνες. Τα λαογραφικά, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία 1986.
  • Λουκάτος Δημήτρης: Συμπληρωματικά των Χριστουγέννων και της Άνοιξης, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1985.
  • Λουκάτος Δημήτρης Σ., Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών, εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1979.
  • Μέγας Γ.Α., Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα λαϊκής λατρείας, με εισαγωγικό σημείωμα Μιχάλη Γ. Μερακλή, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1988.
  • Nilsson P. Martin, Ελληνική λαϊκή Θρησκεία, μτφρ. Ι.Θ. Κακριδής, εκδ. «Εστίας», Αθήνα 2000.
  • Πολίτης Νικόλαος: Παραδόσεις του ελληνικού λαού Α’ & Β’, εκδ. Γράμματα, Αθήνα 1994.
  • Ρωμαίος Κ., Κοντά στις Ρίζες, εκδ. «Εστίας», Αθήνα 1980.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ελεύθερο Βήμα, Λαογραφικά Αργολίδας Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αλέξης Τότσικας, Δαιμονικά, Ελεύθερο Βήμα, Καλικάντζαροι, Καλικαντζαράκια, Λαογραφία, Παγανά, The goblins in folk tradition

Ομιλία στον Προοδευτικό Σύλλογο Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» με θέμα: «Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον κατά την πεντηκονταετία 1920 – 1970».

$
0
0

Ομιλία στον Προοδευτικό Σύλλογο Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» με θέμα: «Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον κατά την πεντηκονταετία 1920 – 1970».


 

O Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» έχει την τιμή και την ευχαρίστηση να σας αναγγείλει, ότι  την Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016   και ώρα 7 μ.μ. στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Κωλέττη 3 στο Ναύπλιο, θα μιλήσει: η Χαρά Κοσιγιάν, Σύμβουλος Φιλολόγων Δ/θμιας Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου, με θέμα:

«Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον κατά την πεντηκονταετία 1920 – 1970».

 

Χαρά Κοσεγιάν  


 

Χαρά Κοσεγιάν

Χαρά Κοσεγιάν

Η Χαρά Κοσεγιάν – Φιλόλογος, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών και λογοτέχνης – γεννήθηκε στο Ναύπλιο και ζει στη Ρόδο. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τα έτη 1982-1986 και το 2002 ανακηρύχτηκε διδάκτωρ του τμήματος Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου. Το θέμα της διδακτορικής της διατριβής ήταν το «Αναμορφωμένο πρόγραμμα διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας στο Γυμνάσιο». Εξειδικεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στη διδακτική της γλώσσας σε παιδιά με Μαθησιακές δυσκολίες, ενώ τώρα εργάζεται προς την κατάκτηση μεταδιδακτορικού στο Πανεπιστήμιο Πατρών με θέμα «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία και Γεωεπιστήμες». Έχει μεταπτυχιακό από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (ΤΕΠΑΕΣ) στη Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων και από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας εξειδίκευση στους μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες.

Έχει εργαστεί σε ερευνητικά προγράμματα και δημοσιεύσει πλήθος άρθρων- τόσο επιστημονικών όσο και ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος- σε εφημερίδες και περιοδικά.

Από το σχολικό έτος 2007-2008 είναι σχολική Σύμβουλος φιλολόγων Δωδεκανήσου και εργάζεται ως εμπειρογνώμων για τη ανάπτυξη των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, στο Πλαίσιο της πράξης Νέο πρόγραμμα σπουδών, στο επιστημονικό πεδίο: Ελληνική Γλώσσα- Γλωσσικός Γραμματισμός.

Στον επιστημονικό χώρο έχει δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά σειρά άρθρων που αφορούν τη Διδακτική Μεθοδολογία και την Ελληνική γλώσσα και Γραμματεία.

 


Στο:Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Ειδήσεις, Ιστορία, Ναύπλιο, Παλαμήδης, Πολιτισμός, Χαρά Κοσεγιάν

Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη – Βιβή Σκούρτη

$
0
0

Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη – Βιβή Σκούρτη


 

Το βιβλίο της Παρασκευής (Βιβής) Σκούρτη από την Ερμιόνη, είναι αφιερωμένο στους δημιουργούς του οικισμού της Ερμιόνης. Πρόκειται για ένα βιβλίο γλυκόπικρο, και ταυτόχρονα εξομολογητικό, ένα βιβλίο γραπτή παρακαταθήκη της ανθρώπινης γνώσης, ένα σύνολο διάσπαρτων ιχνών.  Όπως δηλώνει η ίδια, το βιβλίο αυτό διηγείται τη ζωή στην Ερμιόνη και ήρωές του είναι οι άνθρωποι που εμποδίστηκαν να σπουδάσουν, άνθρωποι που έζησαν σε δύσκολες εποχές, στενάχωρες από καταστάσεις, από ανθρώπινες νοοτροπίες και κάτω από συνθήκες καταπίεσης.

Μέσα από τις σελίδες του η νεότερη γενιά των αναγνωστών καλείται να γνωρίσει τη δύναμη που είχαν οι απλές ανθρώπινες αξίες, με κυρίαρχες την εργατικότητα, την εντιμότητα, τη σκληρή δουλειά και την απλότητα. Στις σελίδες του αποτυπώνονται τα εσωτερικά συναισθήματα της νοσταλγίας και της εξομολόγησης, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τον άνθρωπο και τον τεχνίτη.

 

Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη

Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη


 

Στο πρόλογο η συγγραφέας σημειώνει:


Δε διδάχτηκα τα μυστικά της συγγραφικής τέχνης. Αυτό που επιθυμώ είναι να καταγράφω τομείς που φωτίζουν το παρελθόν της πατρίδας μας, καθώς οι προφορικές μαρτυρίες εξαντλούνται, έχοντας πάντα ως ζωντανές πηγές τούς ανθρώπους του τόπου μου, διαφυλάσσοντας με τούτο τον τρόπο, μέσα από τις δικές τους αφηγήσεις – καταθέσεις ψυχής- τις ιδιαιτερότητες της περιοχής μας. Και σε αυτή, τη δεύτερη συγγραφική απόπειρά μου, ζωγράφισα με λέξεις πρόσωπα αλλοτινά και τοπία που αλλοιώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, μαγεμένη από τη λαμπρή αρχιτεκτονική των λαϊκών τεχνητών της πατρίδας μας και από ό,τι διασώθηκε στο πέρασμα του χρόνου, μαγεμένη με τους τρόπους και τις τροπές που έδιναν στην ύλη, με την ομορφιά του έργου τους. Τρόποι και μορφές ζωής με ξεχωριστό ήθος.

Αφηγούμαι σημαίνει αντιστέκομαι στη λήθη. Στο βιβλίο με τίτλο «Σ’ εκεί­νους που έχτισαν την Ερμιόνη» που αφορά την αρχιτεκτονική κληρονομιά του τόπου, δεν παραθέτω γραπτές πηγές, γιατί δε μελέτησα κάποια εγχει­ρίδια για τη συγγραφή του. Χρησιμοποίησα τη ζωντανή βιβλιοθήκη των ανθρώπων του τόπου μας. Μία βιβλιοθήκη που αντί για ράφια έχει ανθρώπους. Στα κείμενά μου εκφράζεται η νοσταλγία για παρελθόντες πολιτισμούς, μα εσαεί ζωντανούς. Χρησιμοποίησα αρκετά τον αυτούσιο προφορικό τους λόγο, ενώ συνδυάζοντας την έκφραση των προσώπων τους, την αυθεντική τους γλωσσική έκφραση και τα συναισθήματά τους τα μετέτρεψα σε γραπτό λόγο. Κάθε φορά οι συζητήσεις μας καταγράφονταν άλλοτε στο μαγνητόφωνο, ηχογραφώντας τη φωνή τους και άλλοτε καταγράφονταν σε λευκές κόλλες χαρτιού και συγχρόνως στην καρδιά μου.

Σκοπός της συγγραφής δεν ήταν μία επιφανειακή αναφορά στα πρόσωπα και στη δουλειά τους, μα κυρίως η ανακάλυψη των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της καθημερινότητάς τους που πήγαζαν μέσα από τη ζωή τους και τις συνθήκες του κοινωνικού περιβάλλοντος της εποχής. Κατέγραψα επαγγελματικές και προσωπικές δραστηριότητες ανθρώπων που επηρέα­σαν τη ζωή του τόπου, που είχαν μανία στο μόχθο και στο όραμα. Έπιασα το νήμα που συνδέει τις ζωές των ανθρώπων του μεροκάματου. Αναζήτησα τη σοφία που υπήρχε στην καθημερινότητά τους, την απλότητα στην αντιμετώπιση των δυσκολιών της δουλειάς και της ζωής, τον άγιό τους μόχθο. Οι ιστορίες τους είναι έτσι κι αλλιώς συναρπαστικές, γιατί είναι αληθινές και η αλήθεια δε χρειάζεται στηρίγματα, δεν απαιτεί επιχειρήματα, εγκαθίσταται όρθια από μόνη της. Ιστορίες ανθρώπων βαθιά συγκινητικές, βαθιά ανθρώπινες, φόρος τιμής της προσφοράς τους στον τόπο από κοινωνικής, οικονομικής και αισθητικής άποψης. Οι απόγονοι εκείνων των μαστόρων θεωρώ, ότι θα έχουν τη δυνατότητα να αγγίξουν την ιστορία των δικών τους ανθρώπων.

Η παράθεση των μαστόρων γίνεται με χρονολογική και οικογενειακή σειρά. Αναφορά επίσης γίνεται και στα ονόματα των συζύγων τους, γιατί η γυναίκα του πρωτομάστορα είχε τη δική της μαστοριά, έστεκε πίσω του σαν πραγματικός ογκόλιθος στηρίζοντας το δικό τους σπιτικό, μεγαλώνοντας τα παιδιά, φέρνοντας βόλτα τα λιγοστά οικονομικά.

Επιπλέον, στα πλαίσια της έρευνας και με τη συστηματική συγκέντρωση φωτογραφικού υλικού, ήλθε στα χέρια μου ένα πλούσιο αρχείο που μέρος του παρατίθεται στο βιβλίο. Στον φωτογραφικό φακό αποτυπώνονται πρόσωπα δωρικά, καθημερινές συνήθειες, ήθη και έθιμα, θραύσματα της παράδοσης που φυλάσσονταν ευλαβικά σε κάθε σπίτι. Το βιβλίο φέρει το αποτύπωμα πολλών ανθρώπων, είναι ανοιχτό και συνεχίζει να γράφεται από εσάς. Υπάρχουν σαφώς και παραλείψεις που δεν είναι εσκεμμένες.

 

Περιεχόμενα


 

Πρόλογος εκδότη
Πρόλογος συγγραφέα
Ο τόπος της Ερμιόνης
Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη
Ερμιονίτικο σπίτι
Πετράδες και χτιστάδες
Ματσόνηδες. Τα περιφερόμενα συνάφια των μαστόρων
Έθιμα θεμελίωσης και επιστέγασης
Βιοτεχνίες πλινθοκεραμοποιίας της Ερμιόνης
Οικογένεια Σχοινά
Γιώργος Βεντουρής
Παναγιώτης Οικονόμου
Οικογένεια Παπαφράγκου
Οικογένεια Δωροβάτα
Μόδεστος και Γιώργος Καρακατσάνης
Νίκος Φασιλής
Γιώργος Μπουκουβάλας
Δημήτρης Θεοδώρου
Νίκος Φοίβας
Δημήτρης Φασιλής
Νίκος Αραπάκης
Παναγιώτης Παπαμιχαήλ
Γαβρίλης Νάκος
Γιώργος Δρουγκάνης
Λεύκωμα

 

Παρασκευής (Βιβής) Σκούρτη

Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη

Σελίδες 78

Έκδοση:Αρτέον,2015

ISBN 978-960-9999-847


Στο:Βιβλία - Αργολίδα, Ερμιονίδα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Hermione, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιβλία, Βιβλίο, Βιβλιοπαρουσίαση, Ιστορία, Λαογραφία, Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη, Συγγραφέας, Σκούρτη Παρασκευή

Ο Γιώργος Σεφέρης και τα ποιήματά του από το 1941-44

$
0
0

Ο Γιώργος Σεφέρης και τα ποιήματά του από το 1941-44


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» μελέτη της Δρ. Αλεξάνδρας Ροζοκόκη, Διευθύνουσας του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας στην Ακαδημία Αθηνών, με θέμα:

«Ο Γιώργος Σεφέρης και τα ποιήματά του από το 1941-44»

 

Ο Γιώργος Σεφέρης (29.2/13.3.1900 – 20.9.1971) είναι αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες ποιητές και συνάμα σπουδαίος ποιητής παγκοσμίου βεληνεκούς. Στα ποιήματά του προβάλλει ανάγλυφη η εκπληκτική ικανότητα χειρισμού της γλώσσας. Λυρικός, με βαθιά φιλοσοφημένη σκέψη, ευφυής και ευφάνταστος στο πλάσιμο εννοιών, στη διάλυση ή στον συνδυασμό λέξεων, υποβάλλει μέσα από στίχους πλήθος συναισθημάτων.

Γιώργος Σεφέρης, 1957. Από το αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης.

Γιώργος Σεφέρης, 1957. Από το αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης.

Τρία βασικά χαρακτηριστικά συνθέτουν τη μορφή του: αστικός βίος, επαγγελματική διπλωματία και ποιητικό ταλέντο. Το 1914, με το ξέσπασμα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, η οικογένεια Σεφεριάδη μετοικεί από τη Σμύρνη στην Αθήνα· έτσι δεν βιώνει από πρώτο χέρι τη μικρασιατική καταστροφή. Ο πατέρας του, Στυλιανός Σεφεριάδης, υπήρξε καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πρύτανης και Ακαδημαϊκός. Γαμπρός του ο πανεπιστημιακός καθηγητής, πολιτικός και Ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος. Ο Γιώργος μετά την αποφοίτησή του από τη Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή (1917) γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σπούδασε νομικά και «πολλή λογοτεχνία» στο Παρίσι (1918-24) και στο Λονδίνο (1924-25). Εν συνεχεία διορίσθηκε «ακόλουθος» στο Υπουργείο Εξωτερικών (1927) και μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτήθηκε, διετέλεσε Υποπρόξενος και Προϊστάμενος Γενικού Προξενείου στο Λονδίνο (1931-34), Πρόξενος στην Κορυτσά (1936-38), Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου στη Αθήνα (1938), Διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα και Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού (1945-46), Σύμβουλος στην Ελληνική Πρεσβεία της Άγκυρας (1948-50), του Λονδίνου (1951-1952), Πρέσβης της Ελλάδας στη Βηρυτό (1953-56), Διευθυντής της β΄ Πολιτικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Εξωτερικών (1956-57), και τέλος Πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο (1957-62).

Έζησε μια άνετη ζωή, χωρίς στερήσεις, στους ανώτερους πνευματικούς και πολιτικούς κύκλους της κοινωνίας· κάθε φορά είχε την τύχη ή τη δυνατότητα την κρίσιμη στιγμή να βρίσκεται μακριά από τον τόπο καταστροφής. Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940/41 υπηρέτησε ως υπάλληλος στις υπηρεσίες λογοκρισίας του Τύπου στην Αθήνα. Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα (27.4.1941) τον βρίσκει στη Κρήτη· όταν στις 20 Μαΐου 1941 πέφτουν οι πρώτοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στο νησί, ο Σεφέρης βρίσκεται ήδη στην Αλεξάνδρεια. Επιστρέφει στην Αθήνα στις 22.10.1944, δέκα μέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής στην Ελλάδα εργάζεται στην Ελληνική Πρεσβεία της Ν. Αφρικής (1941-42) και στη Δ/νση Τύπου & Πληροφοριών του Καΐρου (1942-44). Όταν ο Ρόμελ φτάνει με τον στρατό του έξω από την Αλεξάνδρεια τον Ιούνιο του 1942, οι περισσότεροι Έλληνες αξιωματούχοι και πολιτικοί (μαζί τους ο Γιώργος και η Μαρώ) διαφεύγουν στα Ιεροσόλυμα μέσω Σουέζ· με το που περνά ο κίνδυνος, επιστρέφουν στο Κάιρο.

Το 1960 αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας Φιλολογίας στο Καίμπριτζ, το 1961 λαμβάνει το βραβείο Foyle και το 1963 το Νόμπελ λογοτεχνίας. Ακολουθούν οι τίτλοι: επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Οξφόρδης (1964), επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Princeton (1965), επίτιμο μέλος της American Academy of Arts and Sciences (1966), εταίρος του Institute for Advanced Study του Princeton (1968), μέλος της American Academy of Arts and Letters & The National Institute of Arts and Letters (1971).

Σε αρκετά ποιήματα και σε άφθονα χωρία των πεζών του ο Σεφέρης κρίνει συμπεριφορές ή χειρισμούς πολιτικών προσώπων της εποχής του, τους οποίους γνώρισε καλά λόγω επαγγέλματος. Τις περισσότερες φορές είναι δριμύς, ψογερός, πλουσιοπάροχα ειρωνικός· ελάχιστες οι φορές που θα εκφρασθεί θετικά για κάποιον πολιτικό (π.χ. εκτιμούσε τον Γ. Καρτάλη, με τον Π. Κανελλόπουλο έγινε φίλος· τον θεωρούσε διορατικό πολιτικό αλλά έψεγε την τακτική του ως επιπόλαια οχλαγωγική, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ σσ. 70-71). Αντίθετα απ’ ό,τι στα πεζά, στα ποιήματα η κριτική εμφανίζεται συγκαλυμμένη καθώς χρησιμοποιεί αλληγορίες, μεταφορές, συμβολισμούς, κ.λπ. («Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα», Τελευταίος σταθμός).

Στο Υστερόγραφο (Πρετόρια, 11.9.1941) σκιαγραφεί πικρόχολα τον Εμμανουήλ Τσουδερό και τον περίγυρό του: «Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα / και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια. Κύριε, όχι μ’ αυτούς, η φωνή τους / δε βγαίνει καν από το στόμα τους. / Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια». Μέσα σ’ αυτό τον περίγυρο βρίσκεται κι ο ίδιος («Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;», Η μορφή της μοίρας 1.10.1941). Στο Kerk Str. Oost, Pretoria, Transvaal θ’ αποκαλέσει τον Τσουδερό «Ονοκρόταλο Πελεκάνο» που έχει «ένα ύφος τσαλαπατημένου πρωθυπουργού / στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου». Το ποίημα γράφεται τον Οκτώβριο του 1941 όταν η Ελλάδα στενάζει κάτω από τριπλή κατοχή, και η πείνα στις μεγάλες πόλεις (ιδίως Αθήνα) έχει αρχίσει να θερίζει· οι εκτελέσεις από τους Γερμανούς αποτελούν καθημερινό φαινόμενο. Ο ποιητής περνά τις μέρες του ειδυλλιακά, ήρεμα και μ’ ευμάρεια στο «Βένουσμπεργκ της γραφειοκρατίας με τους διπλούς / του πύργους και τα διπλά του επίχρυσα ρολόγια / ναρκωμένο βαθιά». Οι τζακαράντες, τροπικά δένδρα με μωβ λουλούδια, λικνίζουν τους κλώνους τους στο απαλό φύσημα του αγέρα «παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας» ενώ ρίχνουν «γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι». Γυαλιστερά τ’ αυτοκίνητα της ελληνικής πρεσβείας και «στο τέλος του δρόμου», τον περιμένει «δρασκελώντας αργόσχολα μες στο κλουβί του / ο ασημένιος φασιανός της Κίνας / ο Ευπλόκαμος Νυχθήμερος». Νυχθημερόν περισφιγμένος στα ωραία πλοκάμια της ευδαιμονίας ο Σεφέρης παρασύρεται λοιπόν σαν ένας άλλος Τανχόυζερ στα κατάβαθα του πύργου της Αφροδίτης, περνώντας μέρες αμαρτωλής αργίας.

Ο ποιητής θαυμάζει τους ανθρώπους «όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα / χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους, / χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα». Αυτός μαζί με άλλους που αποτελούν το «υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου», κοιτάζουν «το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι / πίσω από τα καφασωτά…πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής» που άφησε πίσω της το μεθυστικό «απροσδιόριστο λίκνισμα…μιας αψηλής φοινικιάς» (Ένας γέροντας στην ακροποταμιά, Κάιρο 20.6.1942). Μαζί με τους πολιτικούς άρχοντες που προσφεύγουν στην Ιερουσαλήμ, είναι «όλοι καθώς η Νεκρή θάλασσα / πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου»· εκεί «η καταφρόνια / είναι η πραμάτεια / του κανενού». Στη Νεκρή θάλασσα «δεν έχει ζωή…οχτρούς και φίλους / παιδιά, γυναίκα / και συγγενείς, / άει να τους βρεις». Αλλ’ αυτός είναι ο τόπος που τους έταξαν οι Εγγλέζοι, όπως αποκαλύπτει η επωδός του ποιήματος «This is the place, gentlemen!» (Ο Στρατής Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα, Ιούλιος 1942).

Ένα χρόνο αργότερα στους δρόμους του Καΐρου θα περπατά «με προσοχή, να μη γλιστρήσει / στις πεπονόφλουδες που ρίχνουν αδιαφόρετοι αραπάδες / ή πρόσφυγες πολιτικάντηδες και το σινάφι, / παραμονεύοντας: θα τηνε πατήσει; – δε θα την πατήσει; / Όπως μαδάς μια μαργαρίτα·/ προχωρεί / κουνώντας μιαν υπέρογκη αρμαθιά ανωφέλευτων κλειδιών… Προχωρεί πηγαίνοντας στη δουλειά του καθώς / χίλια λιμάρικα σκυλιά τού κουρελιάζουν τα μπατζάκια / και τον γυμνώνουν. / Προχωρεί, παραπατώντας, δαχτυλοδειχτούμενος, / κι ένας πηχτός αγέρας φέρνει γύρα / σκουπίδια, καβαλίνα, μπόχα και καταλαλιά» (Μέρες τ’ Απρίλη 1943, Κάιρο, Σάρια Εμάντ ελ Ντιν, 24.6.1943).

Στο ποίημα Θεατρίνοι, Μ.Α. (Αύγουστος 1943) αποκαλύπτονται οι ατέρμονες στημένες παραστάσεις της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή: «Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε / όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε / στήνουμε θέατρα και σκηνικά, όμως η μοίρα μας πάντα νικά / και τα σαρώνει και μας σαρώνει / και τους θεατρίνους και το θεατρώνη / υποβολέα και μουσικούς / στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς». Ο ποιητής παρομοιάζει την καρδιά του μ’ «ένα σφουγγάρι» που σέρνεται στον δρόμο και στο παζάρι «πίνοντας το αίμα και τη χολή / και του τετράρχη (= υποτελής ηγεμόνας) και του ληστή».

Στις 9 Αυγούστου 1943 φτάνει στο Κάιρο η «αντιπροσωπεία των βουνών», δηλ. των ελληνικών αντιστασιακών δυνάμεων: από το ΕΑΜ είναι οι Τζίμας, Ρούσος, Τσιριμώκος και Δεσποτόπουλος, από τον ΕΔΕΣ ο Πυρομάγλου, από την ΕΚΚΑ ο Καρτάλης. Στο Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ (σ. 123) ο Σεφέρης σημειώνει ότι οι Άγγλοι χαρακτηρίζουν αυτό τον ερχομό “συμπτωματικό γεγονός”. Ο ποιητής εμπνέεται απ’ τον ερχομό τους και γράφει το Ανάμεσα στα κόκαλα εδώ, όπου σχολιάζει ότι ο καθαρός αγέρας των ψηλών βουνών δροσίζει τους ξεραμένους κάμπους της Αιγύπτου· ηχεί σα μουσική από φλογέρα ή απόμακρο τύμπανο, διαπερνώντας σωρούς από κόκαλα πολιτικάντηδων. «Ψηλά βουνά, δε μας ακούτε! / Βοήθεια! Βοήθεια! / Ψηλά βουνά θα λιώσουμε, νεκροί με / τους νεκρούς!». Η «αντιπροσωπεία των βουνών» θέτει ως βασικό όρο να μην επιστρέψει ο βασιλιάς στην Ελλάδα χωρίς να έχει προηγηθεί δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος που επιθυμεί ο λαός μετά την απελευθέρωση της χώρας. Το ποίημα Αντάρτες στη Μ.Α. (Αφήγηση για τα παιδιά) διαπερνά ο σαρκασμός: «Ήσυχοι ήμασταν, ας πούμε, / εδώ που ’λαχε να ζούμε / μες στη ζέστη την ογρή / μες στη Μέση Ανατολή. / Φούσκωνε και το ποτάμι, / φούσκωναν και τα μυαλά / κι ήμασταν σαν το καλάμι / στην παχιά ακροποταμιά. / Όταν ήρθανε οι αντάρτες / με πιστόλες και με χάρτες / να ταράξουν τη ζωή μας… “Τί γυρεύουν; Τί γυρεύουν;” φώναζαν στις παροικίες… “Ποιός τους έφερε δω-πέρα / να μάς πάρουν τον αέρα;” / “Μην τους φέραν οι Συμμάχοι;” / “Αλλ’ αυτοί μας αγαπούν / και δε θέλουν την αμάχη / στους λαούς που πολεμούν / για να ζήσει η ανθρωπότη / έξω απ’ της σκλαβιάς τα σκότη” … “Αδερφέ μου, οι Ελληνάδες (= οι Ελλαδίτες) / που γλεντούν σε κάθε κρίση, / αυτοί πάλι βρήκαν κάτι / να μας κόψουν το ραχάτι.” … Οι αντάρτες σαν τον είδαν / πήγε να τους φύγει η βίδα. / Μέρα-νύχτα συζητούσαν, / μέρα-νύχτα πολεμούσαν, / για να βρούνε κάποια λύση / στης Ανατολής την κρίση / που ήταν πια μασκαραλίκι. / Μα οι Εγγλέζοι που τους θρέφαν / χωρίς να πλερώνουν νοίκι, / έπαψαν να παίζουν πρέφα / και σα να μοιράζαν κόλλυβα / τους εμάζεψαν αθόρυβα / και τους στείλανε ξανά / στα ψηλά τους τα βουνά» («Τα Περιστέρια», 5.9-24.10.1943).

Το χορικό απ’ τον «Μαθιό Πασκάλη Δεσμώτη» (Sh. Emad el Din, 6.5.1944) έχει γραφεί μ’ αφορμή την καταστολή του κινήματος των ελληνικών σωμάτων Μ.Α. από τους Άγγλους. Πρόκειται για την πρώτη φανερή ένοπλη επέμβαση των Άγγλων σε εσωτερικές ελληνικές υποθέσεις· πολλοί οι νεκροί και οι τραυματίες: τον Μάρτιο του 1944 Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες ζήτησαν την παραίτηση του Τσουδερού και τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ο Γεώργιος Β΄ προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα κάνοντας πρωθυπουργό τον Σοφ. Βενιζέλο (14 Απριλίου) ο οποίος λίγες μέρες μετά αναγκάσθηκε να παραιτηθεί, και τη θέση του έλαβε ο Γ. Παπανδρέου (26 Απριλίου). Μια από τις πρώτες ενέργειες του Παπανδρέου ως πρωθυπουργού ήταν να διώξει τον Σεφέρη από τη Δ/νση Τύπου (28 Απριλίου). Η αρνητική κριτική που ασκεί ο Σεφέρης προς τον Παπανδρέου (Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ σ. 216) ξεκινά από προσωπικούς/επαγγελματικούς λόγους. Ο ποιητής χορεύει εμπαίζοντας, και δείχνει να το απολαμβάνει. Η δηκτική χλεύη φτάνει μέχρι την αθυροστομία: «Κάτω απ’ το δέ-, κάτω απ’ το -ντρό, / κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού / ακούστη μπαμ, ακούστη μπουμ / και βρεθήκανε χεσμένοι».

Το καλό του ήθος δεν διαβρώθηκε τα χρόνια της πολιτικής προσφυγιάς· τον κάνει να αισθάνεται τύψεις λίγο προτού επιστρέψει σε μια καθημαγμένη από πόλεμο και κατοχή πατρίδα, εκεί όπου οι πολιτικοί δεν θα διστάσουν να εμφανισθούν ως απελευθερωτές, καρπούμενοι «το αίμα των άλλων». Η αιδώς δαγκώνει την ψυχή του ποιητή όταν συλλογίζεται τη στιγμή που θ’ αντικρίσει τους βασανισμένους από κακουχίες συμπατριώτες του. Ο Σεφέρης εκμυστηρεύεται τις τύψεις του στον Τελευταίο σταθμό (Cava dei Tirreni, 5.10.1944): «Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία…ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, / καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του», «σε τούτη τη στερνή μας σκάλα / όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει / σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια / στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος / ήρθε η στιγμή της πλερωμής…».

Στην Cava dei Tirreni, ένα ειδυλλιακό ιταλικό «χωριουδάκι πάνω από το Σαλέρνο», έδρα των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, ο Σεφέρης γράφει ένα από τα πιο δυνατά ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας: Το Απομεσήμερο ενός φαύλου (7.10.1944). Η προαίσθησή του είναι βαριά ήδη από τον Αύγουστο του 1944 για «το παρανοϊκό ταξίδι στην Ιταλία (αυτό το ανεξήγητο δώρο του Churchill)», όπου «θα περάσουμε άθλιες στιγμές μ’ αυτό το μπουλούκι» (Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ σ. 258). Μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Καζέρτας (26.9.1944) η οποία όριζε τον Σκόμπι ως αρχιστράτηγο των αγγλικών και ελληνικών δυνάμεων στην Ελλάδα, ο Σεφέρης σημειώνει την 1η Οκτωβρίου: «Ο στρατηγός- βάφτισε την Cava dei Tirreni, Φάκα dei Greci» (Μέρες Δ΄ σ. 362, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ σ. 269). Ο ποιητής με την ενόραση και τη διαύγεια τού νου που πάντοτε τον διέκριναν, προβλέπει τον επικείμενο άγριο εμφύλιο: «Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα, / τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα! / Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή, / να ’ρθούμε πρώτοι εμείς! – οι στερνοί. // Τα στερνοπαίδια και τ’ αποσπόρια / και τ’ αποβράσματα και τ’ αποφόρια / μιας μάχης που ήτανε γι’ άλλα κορμιά / για μάτια αλλιώτικα κι άλλη καρδιά. // Πολιτικάντηδες, καραβανάδες, / ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες, / μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά- / τράβα αγωγιάτη! βάρα αμαξά! // Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου / μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου· / μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή, / κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή: // το ματσαράγκα, το φαταούλα / με μπογαλάκια και με μπαούλα· / τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά / λες και την άδειασαν όλη μεμιά // σ’ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους / όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους / ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή / που στο βραχνά του παραμιλεί. // Δες το σελέμη, δες και το φάντη / πώς θυμιατίζουνε τον ιεροφάντη / που ρητορεύεται λειτουργικά / μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά. // Μαυραγορίτες από τα Νάφια / της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια, / γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί, / λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί // στα χώματά σου τα λαβωμένα / γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα / και δεν μπορούνε χωρίς εσέ- // οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.» (Διευκρινίσεις: κολλυβιστής = αργυραμοιβός, ματσαράγκας = απατεώνας, σελέμης = παράσιτο, φάντης = βαλές [τραπουλόχαρτο], σαν υποτρόφους: ο Σεφέρης βλέποντας το απόγευμα της 1ης Οκτωβρίου Έλληνες υπουργούς και στρατιωτικούς να φορούν ίδια ρούχα που πήραν από τη NAAFI, σχολιάζει στο Πολ. Ημερολ. Α΄ σ. 269 και στις Μέρες Δ΄ σ. 362 πως έμοιαζαν με «οικοτρόφους ενός ορφανοτροφείου που φόρεσαν καινούργια χειμωνιάτικα», Νάφια = από τ’ αγγλ. NAAFI [Navy, Army and Air Force Institute], καντίνες ή πρατήρια για μέλη των ενόπλων δυνάμεων· λειτούργησαν κι ως βασικές πηγές μαύρης αγοράς, λουφές = κέρδος χωρίς κόπο). Ο αναγνώστης μπορεί ν’ αντιληφθεί ποιοι υπονοούνται στο παραπάνω ποίημα εάν διαβάσει τις ημερολογιακές σημειώσεις του ποιητή. Εδώ θα υπογραμμίσω την αξιοθαύμαστη ικανότητα του Σεφέρη να πλάθει σωστά τη νεοελληνική γλώσσα ανάλογα με όσα επιδιώκει να εξωτερικεύσει· τούτο φαίνεται κυρίως στη μετατροπή του ρήματος ρητορεύω από ενεργητικό σε μέσο δυναμικό/περιποιητικό: ο ιεροφάντης ρητορεύεται, δηλ. ρητορεύει ενεργοποιώντας όλες τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις με σκοπό την προσωπική ικανοποίηση, ηδονή ή ωφέλεια, κι όχι το κοινό καλό!

Ολοκληρώνοντας: κάθε άνθρωπος έχει αδυναμίες κι είναι λάθος να επιζητούμε σε κάποιον την τελειότητα ή την αγιότητα. Στις Μέρες Δ΄ σ. 55 (16.4.1941) ο Σεφέρης δικαιολογείται: «Συλλογίστηκα πολύ αν θα ’φευγα μαζί τους. Ο συγχρωτισμός μ’ αυτούς τους ανθρώπους μού φέρνει σηψαιμία. Έπειτα παραδέχτηκα πως αν μείνω οι Γερμανοί θα με αχρηστέψουν απ’ την πρώτη μέρα· ο πόλεμος δεν πρόκειται να τελειώσει με τη μάχη στα ελληνικά χώματα. Αναρωτήθηκα πού θα ήμουν πιο χρήσιμος και πιο συνεπής και τ’ αποφάσισα». Ο Σεφέρης δεν επέλεξε να μπει στην αντίσταση όπως άλλοι. Η καταγωγή και η κοινωνική/επαγγελματική θέση τού προσέφεραν τη δυνατότητα διαφυγής. Εάν η ζωή του κινδύνευε τόσο πολύ απ’ τους κατακτητές, τότε πιο μπροστά, στον πόλεμο του ’40, γιατί δεν πολέμησε όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες; Γιατί απέφυγε τον κίνδυνο επιλέγοντας τη σιγουριά της Αθήνας; Η σκληρή αλλά δίκαιη κριτική που ασκεί για πολιτικάντηδες «που ήταν κίτρινοι από το φόβο τους όταν πήγαινε να ξεσπάσει η καταιγίδα, κάνουν τον παλικαρά, και κορδώνονται…τώρα που άλλοι πολεμούν και τους προστατεύουν» (Μέρες Δ΄ σ. 14, 26.1.1941) δεν γίνεται ν’ αφήσει άθικτο τον ίδιο. Ανυπόφορη γι’ αυτόν η ξενιτειά, όπως μ’ έμφαση τιτλοφορεί ένα του ποίημα, πλην όμως πολύ πιο υποφερτή από την παραμονή σε μια χειμαζόμενη πατρίδα. Από την άλλη, έχει μεγάλο δίκαιο όταν λέει ότι ο άνθρωπος «σαν έρθει ο θέρος / προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι» (Τελευταίος σταθμός).

Στον άνθρωπο Σεφέρη η σάρκα δεν ήταν εύψυχη, αλλά ήταν η συνείδησή του. Ευτυχώς που επέζησε, αφού έζησε όλ’ αυτά, και με την ευσυνειδησία που τον κατείχε, θέλησε να τ’ αφήσει παρακαταθήκη στις επερχόμενες γενιές. Ας βάλουν μυαλό οι νεώτεροι Έλληνες κι ας καταλάβουν ότι όλοι είναι χρήσιμοι σε μια κοινωνία, ότι κανείς δεν περισσεύει, αρκεί να τοποθετείται εκεί όπου είναι κατάλληλος και μπορεί ν’ αποδώσει τα μέγιστα. Διότι σε τελευταία ανάλυση, το ατομικό καλό απορρέει από το γενικό καλό.

 

Δρ. Αλεξάνδρα Ροζοκόκη


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ελεύθερο Βήμα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αλεξάνδρα Ροζοκόκη, Βιογραφίες, Ιστορία, Ποίηση, Πολιτισμός, Σεφέρης

Εικόνες και εντυπώσεις δύο φιλελλήνων Γερμανών διανοητών για το Άργος και την ελεύθερη Ελλάδα σε επιστολές τους προς τον Αργείο λόγιο Δημήτριο Βαρδουνιώτη (τέλη 19ου αι.)

$
0
0

Εικόνες και εντυπώσεις δύο φιλελλήνων Γερμανών διανοητών για το Άργος και την ελεύθερη Ελλάδα σε επιστολές τους προς τον Αργείο λόγιο Δημήτριο Βαρδουνιώτη (τέλη 19ου αι.)


 

O ευρωπαϊκός περιηγητισμός, συναρτώμενος άμεσα με την εντατικοποίηση της μελέτης της κλασικής αρχαιότητας και τη συστηματοποίηση της αρχαιολογικής έρευνας, γνώρισε μεγάλη άνθηση σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, κατακλύζοντας τον ελλαδικό χώρο. Το περιηγητικό ρεύμα προς την Ελλάδα, εκδηλούμενο με ιδιαίτερη ένταση μετά το 1800, μας κληροδότησε ένα σπουδαίο είδος της νεοελληνικής γραμματείας, τη γνωστή ταξιδιωτική λογοτεχνία. Ο όγκος του πληροφοριακού υλικού που συνέλεξαν οι ξένοι ταξιδιώτες κατά τον 19ο αιώνα και οι προσωπικές μαρτυρίες τους, αποτελούν σημαντική συμβολή στην ιστορική και λογοτεχνική γραμματεία της εποχής· μιας εποχής κατά την οποία ο ρομαντισμός συμπλέκεται με τον φιλελληνισμό και ο περιηγητισμός διασταυρώνεται με τον νεοκλασικισμό και την αρχαιομανία.[1]

Τότε παρατηρείται μεγάλη στροφή προς τις κλασικές σπουδές (φιλολογία, αρχαιολογία), ενώ η ενασχόληση γενικότερα με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο γίνεται για πολλούς ευρωπαίους – λογίους και όχι μόνο – ρεύμα, μόδα, συχνά και πάθος. [2] Μετά την απελευθέρωση και τη συγκρότηση του νεοσύστατου κράτους, η κίνηση προς την Ελλάδα γίνεται εντονότερη, αφενός για συστηματικότερη μελέτη των λειψάνων του αρχαίου πολιτισμού και αφετέρου για πληρέστερη πληροφόρηση γύρω από την κοινωνία, την εξουσία και τις δομές του νεοελληνικού κράτους. Ο θαυμασμός των ευρωπαίων ταξιδιωτών για την κλασική αρχαιότητα, η πρόσληψη του σύγχρονου κόσμου μέσα από την καθημερινή ζωή στην πόλη και την ύπαιθρο, από την οικονομία, την παιδεία, την ασφάλεια, τα τοπικά ήθη και έθιμα αλλά και η απόλαυση από την ομορφιά του ελληνικού τοπίου, διασταυρώνονται μεταξύ τους και αποτυπώνονται με αριστοτεχνικό τρόπο σε περιηγητικά βιβλία, σε επιστολές, σε άρθρα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις που δημοσιεύονται στον Τύπο της Ευρώπης.[3]

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Στους ευρωπαίους περιηγητές του ελλαδικού χώρου μπορούμε να συμπεριλάβουμε πλέον και δύο Γερμανούς λογίους, άγνωστους έως σήμερα στην ελληνική ταξιδιωτική γραμματεία. [4] Πρόκειται για τον ελληνιστή και λατινιστή καθηγητή Ernste Richard Schulze από την πόλη Bautzen της Σαξονίας [5] και τον διάσημο στην εποχή του καθηγητή γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου Eduard Engel, [6] οι οποίοι επισκέφθηκαν την ελεύθερη Ελλάδα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η γνώση μας για τους δύο αυτούς σπουδαίους διανοητές και την περιηγητική εμπειρία τους από την Ελλάδα οφείλονται στον εντοπισμό σειράς επιστολών τους προς τον Αργείο λόγιο του 19ου αιώνα Δημήτριο Βαρδουνιώτη, [7] οι οποίες περιέχονται στο αρχείο της ανέκδοτης έως σήμερα αλληλογραφίας του. [8]

Οι επιστολές του Engel – 6 τον αριθμό – χρονολογούνται από το 1886 έως το 1896 και του Schulze, πολύ περισσότερες, – 45 τον αριθμό -, από το 1898 έως το 1923, όταν ο Βαρδουνιώτης, ένα χρόνο πριν το θάνατό του, λαμβάνει την τελευταία επιστολή του Γερμανού φίλου και ομοτέχνου του. [9] Και οι δύο Ευρωπαίοι λόγιοι, στη διάρκεια του ταξιδιού τους [10] -άγνωστος ο χρόνος παραμονής τους στην Ελλάδα- επισκέφθηκαν το Άργος. O ένας εκ των δύο, ο Engel, κατά την επίσκεψή του στο Άργος γνώρισε τον Βαρδουνιώτη, τον λόγιο εκπρόσωπο της πόλης, όπως προκύπτει από τις επιστολές του, ενώ ο έτερος φαίνεται πως δεν τον γνώρισε προσωπικά, αλλά συνδέθηκε πνευματικά και φιλικά μαζί του, μέσω της αλληλογραφίας τους.

Γνώστες, λάτρεις και θαυμαστές της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς – γραπτής και πολιτιστικής -, οι δύο Γερμανοί διανοούμενοι, κατά την περιήγησή τους ανά την Ελλάδα, δεν περιορίστηκαν μόνο στην αναζήτηση των αρχαίων καταλοίπων. Το ενδιαφέρον τους στράφηκε και προς τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, στοιχεία της οποίας αναδεικνύουν μέσ’ από τις επιστολές τους. Παρατηρούν και καταγράφουν προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας κατά τη μετεπαναστατική περίοδο καθώς και τρέχοντα ζητήματα της πολιτικής ζωής στην ελεύθερη τότε Ελλάδα. Εστιάζουν στον Τύπο της εποχής εκείνης (αντικειμενικότητα, εγκυρότητα και γλώσσα ως μέσου ενημέρωσης και επικοινωνίας), στο επίπεδο της εκπαίδευσης και στα κενά του, στην οικονομική ανέχεια και την ανυπαρξία κοινωνικών δομών, στην καθυστέρηση δημιουργίας κρατικών δομών και θεσμών για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, στην ολιγωρία των αρχών για την εντατικοποίηση των αρχαιολογικών ανασκαφών και την προστασία των πολύτιμων ευρημάτων.

Παράλληλα, εκφράζουν τον απεριόριστο θαυμασμό τους για την απλόχερη ελληνική φιλοξενία και την ασύγκριτη ομορφιά του ελληνικού τοπίου. Αναγνωρίζουν επίσης την προσπάθεια του πνευματικού κόσμου ν’ αναδείξει τον αρχαίο πολιτισμό αλλά και να δημιουργήσει καινούργιο κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής.

Αν και οι αναφορές τους σχετίζονται κυρίως με το Άργος και την ευρύτερη περιοχή, είναι βέβαιο ότι οι παρατηρήσεις τους απηχούν τις γενικότερες εντυπώσεις που αποκόμισαν από την ελεύθερη Ελλάδα και τα μέρη που επισκέφθηκαν.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ωστόσο, έγκειται στο γεγονός ότι οι ίδιοι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των επιστολών τους, με σειρά δημοσιευμάτων τους κατά την επιστροφή τους στη Γερμανία, προσπάθησαν να συμβάλουν στην ενημέρωση της κοινής γνώμης για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, και κυρίως στην αποκατάσταση της εικόνας της. Σε μια επιστολή του προς τον Βαρδουνιώτη ο Eduard Engel, αναφερόμενος στην συγγραφή τού ταξιδιωτικού του πονήματος για την Ελλάδα, του εφιστά την προσοχή στο περί Άργους κεφάλαιο: έχετε ήδη βλέψει [δει] πώς άλλαξα στο κεφάλαιον περί του Άργους την « αλήθειαν». Αλλά το βιβλίον μου δεν το ήθελα να ήτο μία φωτογραφία της περιηγήσεώς μου αλλά μία ζωγραφία,-όπως ο Goethe ελάλησε την αυτοβιογραφίαν του: Αλήθεια και Ποίησις! Ήθελα να δείξω στους Γερμανούς, τους Έλληνας πώς τους έβλεπον με τα μάτια της ψυχής όχι μόνον με τα της κεφαλής.[11]

Κοινό στοιχείο στις επιστολές των δύο αγνώστων μεταξύ τους αλληλογράφων τού Βαρδουνιώτη, αποτελεί η δημοσιοποίηση και προβολή στον γερμανικό κόσμο της θετικής εικόνας του ελληνικού γίγνεσθαι εκείνης της εποχής ή τουλάχιστον μια προσπάθεια αλλαγής και βελτίωσης της ήδη υπάρχουσας. Στην πρώτη επιστολή του ο Engel, μαζί με τις ευχαριστίες του για την φιλοξενία στο σπίτι της οικογένειας Βαρδουνιώτη, διατυπώνει και την έμπρακτη αγάπη του για την Ελλάδα με την φράση που ακολουθεί: Έχω γράψει πολλά άρθρα περί της Ελλάδος δια τας γερμανικάς εφημερίδας. Και ο Έσπερος, εφημερίς με εικόνας εκδοθείσα εν Λειψία θα δημοσιεύσει όλα εις μετάφρασιν ελληνικήν. Σας στέλλω μόνον το ένα «περί της δημοσίας ασφαλείας εις την Ελλάδα«, δημοσιευθέν εις περισσότερον παρά [από] είκοσι εφημερίδας γερμανικάς και άλλας. Τοιουτοτρόπως ελπίζω ότι η γνώμη των ξένων περί «των ληστών της Ελλάδος» θ’ αλλάξη.[12]

Σε άλλη επιστολή του, εκφράζοντας τη μεγάλη του επιθυμία να επισκεφθεί εκ νέου την Ελλάδα και κυρίως το φιλόξενον Άργος πληροφορεί τον φίλο του Βαρδουνιώτη ότι δημοσιεύει συνέχεια άρθρα για την Ελλάδα, τόσο στον γερμανικό όσο και στον ελληνόφωνο Τύπο της πατρίδας του. [13] Στην ίδια επιστολή (29/4/1887), του ανακοινώνει την έκδοση του βιβλίου του «Εαριναί Ελληνικαί Ημέραι», [14] προϊόν της περιήγησής του στην Ελλάδα, στο οποίο αναφέρει ότι συμπεριέλαβε και ένα ξεχωριστό κεφάλαιο περί Άργους. [15] Στη συγκεκριμένη αναφορά της ανέκδοτης επιστολής του οφείλεται η αναζήτηση, ο εντοπισμός και η απόκτηση εν τέλει του προαναφερόμενου περιηγητικού βιβλίου, άγνωστου έως σήμερα στη σχετική ελληνική βιβλιογραφία.

Ο έτερος Γερμανός ελληνιστής και φιλέλληνας, ο Schulze, ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα λίγα χρόνια μετά τον Engel, [16] από τις πολυάριθμες επιστολές του προς τον φίλο του Βαρδουνιώτη φαίνεται να έχει δημιουργήσει μαζί του ένα δίαυλο μακράς και σταθερής επικοινωνίας σε πολλαπλά επίπεδα, με κορυφαίο το πνευματικό. Μεταφράζει στα γερμανικά λογοτεχνικά έργα του αλληλογράφου του και τα δημοσιεύει στον Τύπο της πόλης του· [17] διαβάζει τα συγγράματά του και διατυπώνει την κριτική του·[18] ενημερώνεται διαρκώς για την πνευματική κίνηση, την κοινωνική και πολιτική ζωή στο Άργος και τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, μέσω των ελληνικών εφημερίδων και των φιλολογικών-λογοτεχνικών περιοδικών που ανελλιπώς λαμβάνει από τον Βαρδουνιώτη και άλλους Έλληνες λογίους. [19] Με αφορμή την άποψη που εκφράζει για τον ελληνικό πολιτικό Τύπο της εποχής, [20] επισημαίνει την απουσία στοιχειώδους εκπαίδευσης και την αδυναμία των πολιτών να διαβάσουν εφημερίδες. Μεταφέρει στον Βαρδουνιώτη δύο σχετικές προσωπικές μαρτυρίες του: πολλοί Έλληνες φαίνεται να μη ηξεύρουν γράμματα· -δύο φοράς, και εις Ναύπλιον και εις Ολυμπίαν, στρατιώται μοι απεκρίθησαν «δεν ξέρω γράμματα», και έν κορίτσιον εις Χαρβάτι [Μυκήνες] μοι αφηγήθη ότι εις το σχολείον πηγαίνουν τα αγόρια αλλ’ όχι τα κορίτσια. [21]

 Με τον ακαταπόνητο Αργείο λόγιο ανταλλάσσει πληροφορίες επιστημονικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος και του αποστέλλει δυσεύρετα στην Ελλάδα βιβλία. Εκφράζει προς τον αλληλογράφο του τον απεριόριστο θαυμασμό του για το πολύπλευρο λογοτεχνικό έργο του, την πολυμάθεια και την εργατικότητά του· ακόμη για το ζωηρό ενδιαφέρον και την εμπλοκή του σε ζητήματα αρχαιολογίας, ανασκαφών στην περιοχή του Άργους και προστασίας των αρχαιοτήτων. Επίσης τον συγχαίρει για τα άρθρα του (τας διατριβάς, όπως λέει) στον Τύπο περί των ανασκαφών και περί του εν Άργει αρχαιολογικού μουσείου, τα οποία ανέγνωσε στον Τύπο μετά μεγάλου ενδιαφέροντος. [22] Πληροφορούμενος από εφημερίδες για τις νέες αρχαιολογικές έρευνες και την ανεύρεση τάφων στο Άργος, εκφράζει την ευχή όπως αυτοί μεταφερθούν στο σχεδιαζόμενο μουσείο του Άργους, γεγονός που, κατά την άποψή του, θα προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών περιηγητών. [23] Δυστυχώς, όπως λέει, δεν υπάρχει σχεδιάγραμμα της πόλης του Άργους ούτε στον ταξιδιωτικό οδηγό του Μπαίντεκερ, σε αντίθεση με τις Μυκήνες, το Ναύπλιο και τη Σπάρτη. [24] Και συνεχίζει με τη διαπίστωση ότι το Άργος παραμελείται από την Πολιτεία, παρά το γεγονός ότι αι ανασκαφαί αποδεικνύουν ότι ισοδύναμος είνε η πόλις του Διομήδους μετά των Μυκηνών.[25] Σε προγενέστερη επιστολή του μάλιστα είχε ζητήσει από τον Βαρδουνιώτη να του αποστείλει εικόνες του Άργους μετά της Λαρίσης (καρτ-ποστάλ, δηλαδή), καθώς αντίστοιχες του Ναυπλίου είχε αγοράσει ο ίδιος από τη συγκεκριμένη πόλη κατά την προ επτά ετών περιήγησή του στην Πελοπόννησο. [26] Επιθυμώ, όπως λέει, να αποκτήσω ταύτας, δια να τας δείξω εις τους μαθητάς του γυμνασίου, όταν μνημονεύεται το Άργος, ό συμβαίνει συχνάκις. [27] Αξιοσημείωτο είναι, όπως προκύπτει από άλλη απαντητική επιστολή του Schulze προς τον Βαρδουνιώτη, ότι ο τελευταίος παρά τους ακουράστους κόπους του, ερευνών εικόνας του Άργους σχεδόν εις την Ελλάδα όλην, δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει την επιθυμία τού εκλεκτού φίλου του.

Αυτά συμβαίνουν το 1901. Ένα χρόνο αργότερα, το 1902, ο Schulze, διαρκώς ανήσυχος για την πορεία των ανασκαφών στο Άργος, εκφράζει στον Βαρδουνιώτη τας απείρους ευχαριστίας του δια το σχεδιάγραμμα των επί του λόφου Ασπίδος ανασκαφών. [28] Τον Ιανουάριο του 1904, τον ευχαριστεί απείρως δια τας εφημερίδας και την επιστολήν που του απέστειλε μετά των εικόνων του Άργους, τις οποίες εκλαμβάνει ως πρωτοχρονιάτικον δώρον, συμπληρώνοντας μάλιστα ότι είναι κειμήλιον δι’ εμέ ός ενθυμούμαι σχεδόν καθ’ εκάστην το Άργος και τους φίλους μου οι οποίοι ζώσιν εις την πόλιν ταύτην. [29] Φαίνεται λοιπόν από την παρατιθέμενη πιο πάνω αλληλογραφία ότι οι πρώτες καρτ-ποστάλ της πόλης του Άργους κυκλοφόρησαν προς το τέλος του 1903.

Η αγάπη και το ενδιαφέρον τού Schulze για το Άργος και τα εκεί τεκταινόμενα εκδηλώνεται παντοιοτρόπως. Σε επιστολή του 1899 επαινεί με πολύ θερμά λόγια τον φίλο του Βαρδουνιώτη για τους αγώνες που δίνει προκειμένου να γίνει «η απόφραξις της υπώρυχος» από την Στυμφαλίδα λίμνη έως τον Ερασίνο ποταμό, το γνωστό μας σήμερα Κεφαλάρι. Ενθαρρύνει μάλιστα τον πολυπράγμονα Αργείο να συνεχίσει τις σχετικές προσπάθειες με τα παρακάτω λόγια: Σας συγχαίρω δια την δουλείαν ταύτην, ήν εκάμετε όχι μόνον εις την πατρίδα Σας αλλά και εις τους επιστήμονας. [30]

Με μια σύντομη αναφορά σε κάποια άλλη επιστολή του, εκφράζει τη χαρά του για την πρόοδο που έχει σημειώσει η γυμναστική στο Άργος, μέσω του γυμναστικού συλλόγου Αριστέας, φιλικά προσκείμενου προς τον λαϊκό φιλολογικό σύλλογο Ίναχο, τον οποίο ίδρυσε ο Βαρδουνιώτης, μετά την αποχώρησή του από το Δαναό. [31]

Χρήστος Παπαοικονόμος

Χρήστος Παπαοικονόμος

Σχετικά με το ζήτημα αυτό μεγάλο ενδιαφέρον για την πνευματική ζωή της πόλης του Άργους παρουσιάζουν οι μακρές αναφορές σε σειρά επιστολών και η θέση που παίρνει ο ίδιος ο Schulze στο ζήτημα της διάσπασης του Συλλόγου Δαναός, περί το 1900, μετά τη διάσταση που επήλθε ανάμεσα στους δύο κορυφαίους λογίους της πόλης και ιδρυτές του φιλολογικού και φιλανθρωπικού συλλόγου Δαναός, Χρήστο Παπαοικονόμο και Δημήτριο Βαρδουνιώτη. [32]

Αυτό που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το Γερμανό φιλέλληνα, μέσ’ από το σύνολο σχεδόν των επιστολών του, είναι η κοινωνική ευαισθησία και τα φιλανθρωπικά του αισθήματα απέναντι στα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η πόλη του Άργους και ευρύτερα η Ελλάδα. Ως επίτιμο μέλος του συλλόγου Δαναός, αποστέλλει ανελλιπώς τη συνδρομή του υπέρ της Σχολής των απόρων παίδων, την οποία θεωρεί ευεργικωτάτη για την εκπαιδευτική και κοινωνική προσφορά της. [33] Τη συνδρομή του (20 μάρκα επίσης) στέλνει και στον λαϊκό σύλλογο Ίναχο, ευθύς μετά την ίδρυσή του, προκειμένου να ενισχύσει το πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο του. [34] Για τον ίδιο σκοπό διαθέτει την αμοιβή που λαμβάνει από τον εκδότη της εφημερίδας Bautzen Nachrichten για τις μεταφράσεις των έργων του Αργείου ομοτέχνου του, με την παράκληση να τα διαθέσει εκείνος όπου επιθυμεί, είτε μέσω των δύο συλλόγων είτε κατά την προσωπική του κρίση προς όφελος πάντως των Αργείων. [35] Υπέρμαχος της κοινωνικής αλληλεγγύης, όταν πληροφορείται από την εφημερίδα «Μυκήναι» το θάνατο από ασιτία μιας Αργείας, της Παρασκευής Ζαήμη, στηλιτεύει με έκπληξη και θυμό την αδιαφορία των συμπολιτών και των γειτόνων της, και διερωτάται:

 

εις πόλιν δέκα χιλιάδων κατοίκων κανείς δεν ηυρέθη που να φροντίζη περί την πτωχήν ταύτην γυναίκα; Δεν έχετε φιλοπτώχους; Δεν ευσπλαχνίζεσθε τον πτωχόν και πεινασμένον γείτονα; Το κράτος, όπως λέει, αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί σε όλα, γι’ αυτό πρέπει να φροντίζη καθείς περί των γειτόνων … τουλάχιστον εις μικράν πόλιν, όπου οι άνθρωποι είνε ευσπλαγχνότεροι παρά οι μεγαλουπόλεων κάτοικοι.[36]

 

Σημαντικές είναι, επίσης, οι πληροφορίες που εμπεριέχονται στις επιστολές του Schulze για το έργο του Βαρδουνιώτη. Σε αρκετές επιστολές του ονοματίζει με τον τίτλο τους διηγήματα, ποιήματα και ιστορικά έργα του, μερικά γνωστά αλλά και κάποια άγνωστα ακόμη έως σήμερα, τα οποία θ’ αναζητήσουμε στον ελληνικό ημερήσιο και περιοδικό τύπο της εποχής.

Αναφορικά με τον Engel, τον έτερο των Γερμανών λογίων, τις περιορισμένες πληροφορίες που εμπεριέχονται στις ολιγάριθμες και σύντομες επιστολές του προς τον Βαρδουνιώτη, συμπληρώνει αναμφίβολα το περιηγητικό του βιβλίο, στο οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω με τον ποιητικό τίτλο, «Εαριναί Ελληνικαί Ημέραι». Περιλαμβάνει ειδικά κεφάλαια περί Άργους, Ναυπλίου, πολλών άλλων αρχαιολογικών τόπων και πόλεων της Πελοποννήσου, της Κέρκυρας και της Αθήνας. [37]

Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω το ρόλο του Αργείου Δημητρίου Βαρδουνιώτη, όπως προκύπτει από τη μονομερή αλληλογραφία που κατέχω. Ο Βαρδουνιώτης είναι αναμφίβολα ο πρωταγωνιστής αυτής της αμφίδρομης σχέσης με τους δύο Γερμανούς διανοητές-περιηγητές. Δεν γνωρίζουμε κάτω από ποιές συνθήκες ο Αργείος λόγιος γνώρισε, δέχθηκε και φιλοξένησε τους υψηλούς επισκέπτες της πόλης. Συνδέθηκε μαζί τους φιλικά και πνευματικά και στη συνέχεια δημιούργησε αυτό το σημαντικό δίαυλο επικοινωνίας, μέσω της αλληλογραφίας και της συνεχούς αποστολής πληροφοριακού υλικού, από βιβλία και φιλολογικά περιοδικά έως εφημερίδες -τοπικές και αθηναϊκές- αλλά και δικά του λογοτεχνικά και ιστορικά άρθρα. Γενικότερα, ας τονιστεί ότι η συμβολή αυτού του αδικημένου έως σήμερα πνευματικού ανθρώπου υπήρξε πολύ μεγάλη στο πνευματικό και ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής, όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο αλλά κυρίως σε εθνικό. [38]

 

 

Υποσημειώσεις


 

[1] H ταξιδιωτική λογοτεχνία του 19ου αιώνα είναι πολύ πλούσια. Παραθέτω επιλεκτικά ορισμένα αντιπροσωπευτικά του είδους βιβλία με αναφορά στην Ελλάδα γενικά, αλλά και ειδικότερα στην Πελοπόννησο: Κ. Σιμόπουλος Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800, τ. Β’ Αθήνα 1995· Τρεις Γάλλοι ρομαντικοί στην Ελλάδα: Λαμαρτίνος, Νερβάλ, Γκωτιέ, πρόλ. Π. Μουλλάς, μτφρ. Βάσω Μέντζου, Αθήνα 1990· Ο πυρετός των μαρμάρων (συλλ. τόμος), επιμέλεια-εισαγωγή Γ.Τόλιας, μτφρ. Γ. Δεπάστας – Βούλα Λούβρου, Αθήνα 1996, σσ. 27-30· F. Aldenhover, Itinéraire descriptif de l’Attique et du Peloponnése, Athènes 1841· K. Baedeker, Greece, Leipzig 1884· J. A. Buchon, La Gréce continentale et la Morée: voyage, séjour et études historiques en 1840 et 1841, Paris 1843

[2] H. Omont, Misssions archéologiques françaises en Orient aux XVII-XVIII siècles, Paris 1902· R. Baladie, Le Peloponnése de Strabon. Étude de Geographie historique, Paris 1980· E. Boblaye Puillion, Recherches geographiques sur les Ruines de la Morea, Paris 1836· J. A. Cramer, A geographical and historical description of ancient Greece, t. I-III, Oxford 1828· E. Dodwell, A classical and topographical Tour through Greece during the years 1801, 1805 and 1806, t. 2, London 1819.

[3] Βλ. R. Eisner, Travellers to an Antique Land: The History and Literature of Travel in Greece, Princeton 1991· Α. Ταμπάκη, Η μετάβαση από τον Διαφωτισμό στον ρομαντισμό στον ελληνικό 19ο αιώνα. Η περίπτωση του Ιωάννη και του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, Πρακτικά του Ε’ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου, τ. 4, Αργοστόλι 1991, σσ. 199-211· Α. Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα 1993· O. Augustinos, Greece in French Travel Literature from the Renaissance to the Romantic Era, Baltimore 1993· Ένας νέος κόσμος γεννιέται. Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στην γερμανική επιστήμη κατά τον 19ο αι., (έκδ.) Ευ. Χρυσός, Αθήνα 1996.

[4] Ορισμένοι από τους γνωστούς στην ελληνική βιβλιογραφία Γερμανούς λόγιους περιηγητές, οι οποίοι κατέγραψαν τις ταξιδιωτικές εμπειρίες τους από την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της Πελοποννήσου, κατά τον 19ο αιώνα, είναι οι παρακάτω: L. Ross, Reisen und Reiserouten durch Griechenland, I Reisen im Peloponnes, Berlin 1841· Er. Curtius, Peloponnesos. Eine historisch-geographische Beschreibung der Halbinsel, Gotha, t. I 1851, t. II 1852· Al. Philippson – E. Kirsten, Die griechischen Landschaften, Eine Landeskunde, t. III, 1 Der Peloponnes, Frankfurt am Main, 1959· C. Bursian, Geographie von Griechenland, t. II, Leipzig 1868-1872· L. Ross, Erinnerungen und Eindrücke aus Griechenland, Basel 1875· Al. Philippson, Der Peloponnes. Versuch einer Landes-Kunde auf geologischer Grundlage, Berlin 1892.

[5] Καθηγητής ελληνικής και λατινικής φιλολογίας σε Γυμνάσιο της πόλης Bautzen της Σαξονίας, συγγραφέας πολλών επιστημονικών βιβλίων, κυρίως της λατινικής φιλολογίας και γλώσσας (βλ. http://www.readings.com.au/search/results?query=Ernst%20Richard%20Schulze&author=1&books=1&m)

[6] Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και επικεφαλής της Υπηρεσίας Στενογραφίας του γερμανικού βασιλείου. Εκδότης του επιστημονικού περιοδικού «Magazin für die Literatur des Auslandes«, κριτικός έργων μεγάλων Ευρωπαίων λογοτεχνών, όπως του Emile Zola, του Edgar Alan Poe, του Théodor Fontane, κ. ά. Λογοτέχνης και συγγραφέας πολλών επιστημονικών έργων με κορυφαίο το «Geschichte der deutschen Literatur von der Anfangen bis zur Gegenwart«. Υπήρξε πολέμιος της μοντέρνας Λογοτεχνίας και ένθερμος υποστηρικτής της θεωρίας περί γλωσσικής καθαρότητας. Λάτρης της Ελλάδας και του ελληνικού πολιτισμού, το 1912 έγραψε το έργο «Η Πατρίδα του Οδυσσέα: Λευκάδα ή Ιθάκη» (Der Wohnsitz des Odysseus), ενώ πολύ νωρίτερα, μετά από την περιήγηση που πραγματοποίησε στην Ελλάδα, το έτος 1886 συνέγραψε το ταξιδιωτικό βιβλίο «Ελληνικαί Εαριναί Ημέραι» (Griechische Frullingstage), στο οποίο θ’ αναφερθώ αναλυτικότερα πιο κάτω. Το 1933, μετά την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον Eduard Engel λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, η οποία απέβη γι’ αυτόν μοιραία. Παρά τη φανατική σχεδόν υποστήριξή του στην καθαρότητα της γερμανικής γλώσσας, τού απαγορεύθηκε να δημοσιεύσει άλλα έργα, ενώ τα κορυφαία του βιβλία δυσφημίστηκαν και απαγορεύτηκε η επανέκδοσή τους. Επί πλέον του αφαίρεσαν τη σύνταξη και τον αποστέρησαν απ’ όλες τις νόμιμες πηγές εσόδων. Έζησε ως το θάνατό του (1938) πάμπτωχος με μόνη την αρωγή των φίλων του (βλ. https://de.wikipedia.org/wiki/Eduard Engel).

[7] Για την προσωπικότητα και το έργο του Βαρδουνιώτη διαθέτουμε δύο μόνο ad hoc παλαιές μελέτες: Γεωργίου Ξ. Λογοθέτου (Ίδμωνος), Κριτικό Σημείωμα, Δημήτριος Βαρδουνιώτης, Αθήναι 1928, σσ. 1-16 και Σπύρου Παναγιωτόπουλου, Δ. Βαρδουνιώτης, ο Ιστορικός: η ζωή και το έργο του, Ανάτυπο από την Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 1960, σσ. 74-82. Αναφορές, ωστόσο, στο λογοτεχνικό και ιστορικό έργο του υπάρχουν αρκετές στη νεότερη βιβλιογραφία

[8] Σχετικά με την ανέκδοτη αλληλογραφία τού Βαρδουνιώτη, βλ. Σοφία Πατούρα-Σπανού, Πνευματικές διαδρομές στο β’ μισό του 19ου αιώνα μέσα από την ανέκδοτη αλληλογραφία του Αργείου λόγιου και ιστορικού Δημητρίου Βαρδουνιώτη: πρόδρομη παρουσίαση, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Ελληνικότητα και Ετερότητα: πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις και εθνικός χαρακτήρας στον 19ο αιώνα (Αθήνα, 14-16 Μαΐου 2015, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών), Αθήνα 2015 (υπό εκτύπωση).

[9] Οι παραπομπές στις ανέκδοτες επιστολές των δύο Γερμανών αλληλογράφων του Βαρδουνιώτη ακολουθούν αύξοντα αριθμό με χρονολογική κατάταξη από το 1 έως το 6 για τις αναφορές στον Engel και από το 1 έως το 45 για τις αναφορές στον Schulze.

[10] Ο χρόνος επίσκεψης στην Ελλάδα των δύο λογίων Γερμανών δεν αναφέρεται με σαφήνεια αλλά προκύπτει έμμεσα μέσα από την αλληλογραφία τους. Ο Eduard Engel έστειλε την πρώτη επιστολή στον Βαρδουνιώτη στις 4/6/1886 με πολλές ευχαριστίες για την φιλοξενία που του παρέσχε ο δεύτερος κατά τις ημέρες του Πάσχα (ανέκδ. επιστ. 1 4/6/1886). Προκύπτει επομένως έμμεσα ότι η επίσκεψή του στην Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα στο Άργος, πραγματοποιήθηκε λίγο νωρίτερα, κατά την εορτή του Πάσχα, πιθανότατα Απρίλιο ή Μάϊο του 1886. Αναφορικά με τον Schulze, από δύο επιστολές του προκύπτει ότι δεν γνώρισε ποτέ προσωπικά τον Βαρδουνιώτη. Από την ανέκδ. επιστ. 1, 8/4/1898 φαίνεται ότι η γνωριμία τους δι’ αλληλογραφίας έγινε μέσω του κοινού τους φίλου συγγραφέα Παναγιώτη Τσίληθρα, ο οποίος έστελνε λογοτεχνικά έργα του Βαρδουνιώτη στον Schulze. Στην ανέκδ. επιστ. 7, 6/18/1898, ο Schulze εκφράζει τη χαρά του για την φωτογραφία του Βαρδουνιώτη που έλαβε σε επιστολή του, «η οποία«, όπως αναφέρει, «παρισταίνει άνδρα οριστικόν και δραστήριον«, πράγμα που σημαίνει ότι τότε, για πρώτη φορά, αντικρίζει τη φυσιογνωμία του μέσω της φωτογραφίας. Όσο για το έτος του ταξιδιού του στην Ελλάδα προκύπτει από σαφή αναφορά του στην ανέκδ. επιστ. 22, 15/4/1901, ότι αγόρασε προ επτά ετών φωτογραφία του Ναυπλίου, κατά την εκεί επίσκεψή του. Κατά συνέπεια το ταξίδι του στην Ελλάδα τοποθετείται στα 1894.

[11] Engel, ανέκδ. επιστ. 3, 5/11/87.

[12] Εngel, ανέκδ. επιστ. 1, 4/6/1886.

[13] Engel, ανέκδ. επιστ. 2, 29/4/1887.

[14] Eduard Engel, Griechische Frühligstage, Elibron Classics series, Adamant Media Corporation 2006 (ανατύπωση της έκδοσης του 1887, Hermann Costenoble, Jena).

[15] Στο ίδιο, σελ. 280-300.

[16] Βλ. πιο πάνω, σημ. 10.

[17] Στην ανέκδ. επιστ. 1 (8/4/1898), ο Γερμανός λόγιος ενημερώνει τον Βαρδουνιώτη ότι άρχισε τη μετάφραση του διηγήματός του «Επί του Ακροκορίνθου«, την οποία θα δημοσιεύσει τμηματικά ο φίλος του, εκδότης της εφημερίδας Bautzen Nachrichten της πόλης του Bautzen, κ. Mόνσε. Στην ανέκδ. επιστ. 14 (1/9/1900), τού ανακοινώνει τη μετάφραση του διηγήματός του «Επεισόδιον του βίου της Μαργαρίτας» (Μετέφρασα το «Επεισόδιον του βίου της Μαργαρίτας» και σήμερον πλέον τούτο αναγινώσκεται εις το Παράρτημα των Ειδήσεων του Μπάουτσεν).

[18] Στις ανέκδ. επιστ. 8 (25/8/1998), 9 (2/5/1899), 13 (16/2?1900), 21 (16/1/1901), 30 (15/7/1902), 35 (12/11/1903), 36 (20/12/1904), 39 (17/7/1905), 41 (22/12/ 1906), 43 (3/1/1914) ο Schulze αναφέρει συγκεκριμένα διηγήματα, άρθρα σε εφημερίδες και το ιστορικό βιβλίο του Βαρδουνιώτη «Η καταστροφή του Δράμαλη«, για τα οποία διατυπώνει πολύ θετική κριτική και τού εκφράζει τον απεριόριστο θαυμασμό του.

[19] O Schulze, σε πολλές από τις επιστολές του προς τον Βαρδουνιώτη, αναφέρει ότι λαμβάνει εφημερίδες και φιλολογικά περιοδικά από εκείνον αλλά και άλλους λογίους φίλους του από την Αθήνα, όπως για παράδειγμα, από τον κοινό φίλο τους, Π. Τσίληθρα.

[20] Schulze, ανέκδ. επιστ. 9, 2/5/1899. Σε αυτή την επιστολή ο Γερμανός λόγιος εκθέτει δια μακρών την άποψή του για τις ελληνικές εφημερίδες της εποχής, για τις οποίες δεν έχει την καλύτερη γνώμη!

[21] Schulze, ανέκδ. επιστ. 9, 2/5/1899. Για το επίπεδο της εκπαίδευσης στο Άργος του 19ου αιώνα, σημαντικές είναι δύο πρόσφατες σχετικά μελέτες, δημοσιευμένες στα Πρακτικά του Α’ Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα (Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004), Άργος 2009: α) Γ. Κόνδης, Εκδόσεις και αναγνωστικό κοινό στο Άργος του 19ου αιώνα, ό. π., σελ. 89-105 και β) Α. Τότσικας, Η εκπαίδευση στο Άργος τον 19ο αιώνα. Οργάνωση και προσανατολισμοί, ό. π., σελ. 421-431. Η εκπαίδευση των Θηλέων σε αστικά σχολεία, στο Άργος και το Ναύπλιο, καθιερώθηκε με το νόμο 770/1937 για να καταργηθεί δύο χρόνια αργότερα (βλ. Α. Σκορδά-Παπαγιαννοπούλου, Τα αστικά σχολεία Θηλέων Ναυπλίου και Άργους, Πρακτικά του ΣΤ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Τρίπολις 24-29 Σεπτεμβρίου 2000), τόμ. 3, Νεώτερος Ελληνισμός, Αθήναι 2001-2002, σελ. 360-368.

[22] Schulze, ανέκδ. επιστ. 30, 15/7/1902. Για την ιστορία του αρχαιολογικού μουσείου του Άργους, τις απαρχές της ίδρυσής του, σε εμβρυακή έστω μορφή, και τους αγώνες τού Βαρδουνιώτη για το σκοπό αυτό, βλ. τη μελέτη του Β. Δωροβίνη, 1961-2011: μισός αιώνας λειτουργίας του Μουσείου Άργους, Αργειακή Γη (Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση της Κοινωφελούς Επιχείρησης Δήμου Άργους-Μυκηνών), τεύχος 5, σελ. 17-44.

[23] Schulze, ανέκδ. επιστ. 30, 15/7/1902.

[24] Στο ίδιο.

[25] Στο ίδιο.

[26] Schulze, ανέκδ. επιστ. 22, 15/4/1901. Από την αναφορά αυτή προκύπτει ο χρόνος επίσκεψης του Schulze στην Ελλάδα, και ακριβέστερα στο Ναύπλιο και στο Άργος, που όπως φαίνεται πραγματοποιήθηκε το 1894.

[27] Στο ίδιο.

[28] Ανέκδ. επιστ. 32, 12/12/1902.

[29] Ανέκδ. επιστ. 37, 7/1/1904.

[30] Ανέκδ. επιστ. 10, 1/9/1899. Πρβλ. τη μελέτη του Κ. Ρωμαίου, Ο Ερασίνος ποταμός και ο ρόλος του για την προστασία του Άργους κατά την αρχαιότητα, Πρακτικά Β’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Άργος 30 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1986), Αθήναι 1989, σελ. 129-137.

[31] Ανέκδ. επιστ. 30, 15/7/1902.

[32] Βλ. Schulze, ανέκδ. επιστ. 15, 12/11/1900· 16, 13/11/1900· 18, 12/12/1900· 19, 2/1/1901.Σχετικά με την ίδρυση, την ιστορία και τους σκοπούς του Συλλόγου «Δαναός», βλέπε: Χρ. Παπαοικονόμος, «Δαναός», Ο εν Άργει σύλλογος των Αργείων, Αργολικόν Ημερολόγιον, εκδιδόμενον υπό του εν Αθήναις Συλλόγου των Αργείων του έτους 1910, Αθήναι 1910 (Αναστατικές εκδόσεις – 1, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού), σελ. 128-141· Ευάγγ. Στασινόπουλος, Σκοποί, πορεία, σταθμοί και προσανατολισμοί του «Δαναού», Πρακτικά του Β’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Άργος 30 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1986), Αθήναι 1989, σελ. 369-376. Για το ζήτημα της διάσπασης του συλλόγου δεν θα επεκταθώ περισσότερο στην παρούσα εργασία γιατί θ’ αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης με διεξοδικότερη έρευνα και στα αρχεία του Δαναού.

[33] Schulze, ανέκδ. επιστ. 18, 12/12/1900.

[34] Schulze, ανέκδ. επιστ. 19, 2/1/1901· 27, 16/10/1901·28, 8/5/1902· 32, 12/12/1902· 33, 26/2/1903· 34, 14/4/1903. Στην ανέκδοτη επιστολή του αρ. 38, 15/1/1905, ο Schulze μάς δίνει εμμέσως την πληροφορία ότι έχει διακοπεί η έκδοση της εφημερίδας «Ίναχος».

[35] Schulze, ανέκδ. επιστ. 17, 8/12/1900. Στην επιστολή αρ. 4, 18/5/1898 ο Schulze συστήνει στον Βαρδουνιώτη να διαθέσει τα χρήματα από τη μετάφραση ή υπέρ των δυστυχών θεσσαλών ή υπέρ των ταλαιπωρούντων προσφύγων. 

[36] Schulze, ανέκδ. επιστ. 36, 20/12/1904. Βλ. Ευρυδίκη Μπέσιλα-Βήκα, Η επιρροή του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη διαμόρφωση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής της τοπικής κοινωνίας του Άργους τον 19ο αιώνα, Πρακτικά του Α’ Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα» (Άργος 5 – 7 Νοεμβρίου 2004), Άργος 2009, σελ. 195-200.

[37] βλ. σημ. 14. Η μετάφραση και η πιθανή έκδοση του άγνωστου αλλά πολύτιμου για τη νεότερη ελληνική ιστορία βιβλίου τού Engel, θα συμβάλει στον εμπλουτισμό των γνώσεών μας γύρω από την ιστορία και την κοινωνία της Πελοποννήσου και όχι μόνο, στο β’ μισό του 19ου αιώνα, καθώς η περιηγητική λογοτεχνία αποτελεί πλέον πρωτογενές υλικό για τη μελέτη της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού.

[38] Σε τρεις επιστολές που είχαν αποσταλεί από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία προς τον Βαρδουνιώτη (περιλαμβάνονται στο σώμα της ανέκδοτης αλληλογραφίας του) αποκαλύπτεται η μεγάλη εθνική προσφορά τού Αργείου λογίου. Μέχρι το 1915 ο Βαρδουνιώτης είχε αποστείλει στην Εταιρεία 10.625 έγγραφα που αφορούσαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, πολύτιμα κειμήλια για τη μελέτη και συγγραφή της νεότερης ιστορίας μας.

Σοφία Πατούρα- Σπανού                     

Διευθύντρια Ερευνών/Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άργος, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Άρθρα, Αρχαιομανία, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Δημητρίος Βαρδουνιώτης, Ιστορία, Πατούρα Σοφία, Περιηγητές, Πολιτισμός, Φιλέλληνες, Vardouniotis Dimitrios

Παλιοί φωτογράφοι του Άργους

$
0
0

Παλιοί φωτογράφοι του Άργους


 

Σήμερα, που όλοι κρατάμε στα χέρια μας αυτόματες φωτογραφικές μη­χανές και βιντεοκάμερες, η τέχνη της φωτογραφίας μάς φαίνεται πολύ απλή. Δεν χρειάζεται να υπολογίσουμε το φωτισμό, την απόσταση και την ταχύτη­τα καθώς όλα εστιάζονται και νετάρονται αυτόματα.

Κατά τον ίδιο τρόπο διεκπεραιώνονται και η εμφάνιση με την εκτύπωση. Ο φωτογράφος δεν κλείνεται στο σκοτεινό θάλαμο για να εμφανίσει το φιλμ κι όταν στεγνώσει να ξαναμπεί για να κάνει εκτυπώσεις. Τώρα έχουμε το υπερσύγχρονο εμφανιστήριο που τα κάνει όλα. Τοποθετημένο μάλιστα σε εμφανές σημείο φαντάζει σαν διακοσμητικό έπιπλο. Η διεργασία γίνεται στο εσωτερικό του. Με το πάτημα κάποιων κουμπιών και σε ελάχιστο χρόνο σου βγάζει εμφανισμένο και στεγνό το φιλμ. Μετά πατώντας άλλα κουμπιά σου παραδίδει και τις φωτογραφίες.

Σαν έρθουμε και στην ψηφιακή τεχνολογία βλέπουμε ότι καταργείται και το φιλμ. Επιπλέον, η τεχνική αυτή έχει και την εξής δυνατότητα: Σου διορθώνει και σου φρεσκάρει τις παλιές φωτογραφίες. Ακόμα μπορεί να σου καλύψει και κάποια κενά. Αν έχει γδαρθεί το ένα μάτι ή λείπει το μισό πρό­σωπο επανέρχονται στην προτέρα φυσιολογική τους κατάσταση. Και μη ρω­τάτε πλέον το φωτογράφο να σας εξηγήσει αυτό το θαύμα. Το θέμα ανάγεται στις επιτεύξεις της τεχνολογίας και πιο αρμόδιος, για τις κατάλληλες ερμη­νείες, είναι ο κατέχων περισσότερο τα ηλεκτρονικά.

Στο φωτογράφο ωστόσο παραμένει το εξής βασικό προνόμιο: Η κατάλ­ληλη ματιά την ώρα της φωτογράφισης. Δηλαδή, από ποια οπτική γωνία πρέπει να γίνει η λήψη. Σαν έχει να κάνει και με πρόσωπα, θα επιδιώξει και την ανάλογη κλίση – σε σχέση με το σχήμα του αλλά και τον φωτισμό. Πρόκειται για βασικές λεπτομέρειες που δεν τις μπορεί ακόμη η τεχνο­λογία, γι’ αυτό και οι φωτογραφίες παλιών ταλαντούχων φωτογράφων πάντα θα ξεχωρίζουν.

 

Οι δικοί μας πρωτοπόροι

 

Ίσως, πριν απ’ αυτούς που πρόκειται να περιγράψουμε, να υπήρξαν και κάποιοι άλλοι χειριστές φωτογραφικών μηχανών. Και δεν μιλάμε για κανο­νικούς επαγγελματίες με οργανωμένο στούντιο και σε συγκεκριμένη διεύ­θυνση. Σκεπτόμαστε κάποιους ταξιδιώτες του εξωτερικού που λόγω οικονο­μικής άνεσης και κάποιας κοσμοπολίτικης αντίληψης ίσως να είχαν στη χρήση τους μια «κόντακ» ή μια «άκφα».

Έτσι, αν είναι να μας επισημανθεί μια τέτοια «παράβλεψη», δεν θα είναι βέβαια σκόπιμη αλλά μόνο από έλλειψη στοιχείων. Όπως, λόγου χάρη, με τους δυο πλανόδιους του πάρκου, που αν και δούλεψαν επί δεκαετίες στο κε­ντρικότερο σημείο του Άργους, κανείς σημερινός Αργείος δε θυμάται τα ονόματά τους και πολύ περισσότερο με ποια χρονολογία συνδέεται η αρχική τους εμφάνιση. Μερικοί σου λένε πως ήταν «ο Μήτσος από τη Νεμέα….» και πως ο άλλος ήταν Ελληνορώσος και άκουγε με τ’ όνομα Χρήστος.

Έτσι σταθήκαμε πολύ τυχεροί το ότι αυτά που μάθαμε για τους άλλους είναι από αφηγήσεις οικογενειακών προσώπων που ξέρουν να σου πουν λε­πτομέρειες και να σου δείχνουν μια σειρά από φωτογραφίες που εικονίζουν τους ίδιους τους φωτογράφους.

Αλλά για ποιους, ακριβώς, μιλάμε;

Πρόκειται γι’ αυτούς που αναγνωρίστηκαν επίσημα στο Άργος σαν πρωτοπόροι και σπουδαίοι καλλιτέχνες της φωτογραφίας. Και κατά χρονολογική σειρά ήσαν: ο Ανδρέας Φίλης, ο Γεώργιος Κυριακίδης και ο Αναστάσιος Μπίρης.

 

Ανδρέας Φίλης

 

Ο Ανδρέας Φίλης με την γυναίκα του Βασιλική.

Ο Ανδρέας Φίλης με την γυναίκα του Βασιλική.

Στην αργειακή κοινωνία ήταν περισσότερο γνωστός σαν δάσκαλος του 2ου Δημοτικού Σχολείου Άργους (προηγουμένως είχε διδάξει – σαν πρωτοδιοριζόμενος – και στου Σμυρνιωτάκη). Σχολείο και αυτό του Δημοσίου αλ­λά είχε την ονομασία «Σμυρνιωτάκη» από τον ιδιοκτήτη του οικήματος.

Ο Φίλης, γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του 1890, είχε έμφυτη την αγάπη του προς την καλλιτεχνία. Μ’ αυτή την αδυναμία του έπαιζε ωραίο βιολί και διάβαζε ό,τι αφορούσε τη φωτογραφία. Ντυνόταν καλαίσθητα και με γούστο ενώ σε ειδικές περιπτώσεις φορούσε και παπιγιόν. Συμπεριφερό­ταν με ευγενικούς διακριτικούς τρόπους και σε όποια παρέα βρισκόταν την ομόρφαινε με την παρουσία του.

Την κλίση του στη φωτογραφική την εκδήλωσε και στην πράξη, όταν εξασφάλισε στα χέρια του μια καλή φωτογραφική μηχανή – δώρο από δι­κούς του στην Αμερική. Οργανώθηκε με κανονικό στούντιο (που το έφτιαξε στο σπίτι του – Ζαΐμη 23) και μαζί με το δασκαλίκι του έγινε και μισο – επαγγελματίας φωτογράφος.

Αυτά από το 1916 και μετά. Και παρ’ ότι από τις πρώτες φωτογραφίες θαυμάστηκε σαν σπουδαίος τεχνίτης, δεν διαφημίστηκε ωστόσο ανάλογα. Πάντως εκείνοι που τον φέρνουνε κατά νου και τον κουβεντιάζουν στην κάθε θύμηση δεν βρίσκουν να του προσάψουν κανένα ψεγάδι. Κι αν ένας τρίτος ρωτάει για να μάθει, του λένε επιγραμματικά:

Ήτανε προικισμένος δάσκαλος, χαρισματικός φωτογράφος και υπο­δειγματικός συμπολίτης. Με το γάμο του ο Ανδρέας Φίλης απόχτησε πέντε παιδιά – γόνιμος δηλαδή κι εδώ: Τη Φούλη (η πρεσβυτέρα του παπα-Βαγγέλη Στασινόπουλου), τη Σωτηρία, το Γιώργο, τη Μαρία και το Θοδωρή.

 

Γεώργιος Κυριακίδης (Απελλής)

 

Είχε σπουδάσει τη φωτογραφική στην Πόλη σ’ έναν διακεκριμένο καλλι­τέχνη ονόματι Κουριώτης. Με τη μικρασιατική καταστροφή ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 22 ετών (είχε γεννηθεί το 1900). Άνοιξε το πρώτο φωτογραφείο στην Άμφισσα το 1922 με την επωνυμία -ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΟΝ – «ο Απελλής». Κι όπως λέει ο γιος του (Γιάννης Κυριακίδης) κατέφυγε στον αρχαίο ζωγράφο όχι από λόγους υπεροψίας. Δεν ήθελε να φαίνεται η προσφυγική του καταγωγή και επιπλέον θεώρησε το «Κυριακίδης» κακόηχο.

Αλλά οι περισσότεροι Έλληνες μη γνωρίζοντας τί εστί «Απελλής» μετέ­φεραν τον τόνο στην παραλήγουσα γιατί τους έπεφτε πιο εύκολο ν’ αποκα­λούν το φωτογράφο «Απέλη». Κατά τον ίδιο τρόπο σκέφτηκαν και οι Αργείτες, όταν ο Κυριακίδης άφησε την Άμφισσα και το 1924 ήρθε στο Άργος. Πίσω στη Άμφισσα, εκτός από τη φήμη του σαν καλός φωτογράφος έμεινε και μια τεράστια διαφημιστική ταμπέλα τοποθετημένη όξω από την Άμφισσα. Ακόμη και σήμερα οι κάτοικοι της περιοχής, όταν θέλουν να προσδιορί­σουν εκείνη τη συγκεκριμένη στροφή λένε: Στο βράχο του «Απέλη».

 

Ο Γεώργιος Κυριακίδης με την γυναίκα του Ουρανία.

Ο Γεώργιος Κυριακίδης με την γυναίκα του Ουρανία.

 

Στο Άργος

Όλη η καλλιτεχνική διαδρομή του – από το 1924 και ως το 1960 – σημα­τοδοτήθηκε από τρία φωτογραφεία: Το πρώτο λειτούργησε στη θέση που εί­ναι το καφενείο του «Φασαρία», το δεύτερο επί της Δεντροστοιχίας (Δαναού) και στο σημείο που ήταν το πρώτο υποκατάστημα της Πίστεως, ενώ το τρίτο επί της Βασιλίσσης Σοφίας 23 – στο τότε κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του Δ. Ρουσόπουλου.

Σύμφωνα με την πελατεία που τον προτιμούσε τού είχε αποδοθεί ο χαρα­κτηρισμός «ο οικογενειακός φωτογράφος του Άργους». Δούλευε με πολλή σχολαστικότητα το ρετούς και σαν ποικιλία, την καφέ φωτογραφία. Εμφά­νιζε και πράσινες φωτογραφίες, αλλά τελικά περιορίστηκε στη «σέπια» από επιμονή των πελατών.

Κατά τη φωτογράφηση χρησιμοποιούσε φυσικό φως. Όλη η βορεινή πλευρά της οροφής του φωτογραφείου ήταν τζαμένια και με διάφορες κουρ­τίνες που τις μετακινούσε συνεχώς έσπαζε το φως όπως ήθελε και πετύχαινε αυτό που επεδίωκε.

Στην πρώτη χρονολογική περίοδο χρησιμοποίησε γυάλινες πλάκες και μετά ζελατινένιες, ενώ για στάμπα είχε μια πρεσσούλα μεταλλική και η σφραγίδα έβγαινε ανάγλυφη. Το ρετούς τον απασχολούσε κάπου οχτώ ώρες την ημέρα κι όπως έκλεινε συνεχώς το ένα μάτι έδειχνε μικρότερο από το άλλο κι έμοιαζε ελαττωματικό.

Η αντίστροφη μέτρηση

Μια πρώτη κάμψη στη δουλειά του παρατηρήθηκε στην Κατοχή. Δύσκο­λα τα χρόνια, δεν περίσσευαν λεφτά και διάθεση για φωτογραφίες. Σαν έφυ­γαν όμως οι Γερμανοί – Ιταλοί αυξήθηκε πάλι η πελατεία καθώς οι ξενιτεμένοι συγγενείς γύρευαν επιμόνως φωτογραφίες των δικών τους. Όπου στο γύρισμα της δεκαετίας του 1950 επακολουθεί νέα πτώση. Αυτή τη φορά η αι­τία ήσαν οι στρασαδόροι (φωτογράφοι του δρόμου) που τραβούσαν όλους τους περιπατητές χωρίς να ρωτάνε. Σ’ αυτή τη νέα κατάσταση ο «Απελλής» δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί και το 1960 έκλεισε το φωτογραφείο του. Πέθανε στις 23 Ιουνίου 1992.

 

Αναστάσιος Μπίρης

 

Αναστάσιος Μπίρης

Αναστάσιος Μπίρης

Ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του Αντώνη Μπίρη από την Ανδρί­τσαινα. Με εξαίρεση τον Παναγιώτη, που ακολούθησε δικό του δρόμο, οι άλλοι τρεις αδερφοί έγιναν επαγγελματίες φωτογράφοι.

Ο Αναστάσιος Μπίρης ρίζωσε στο Άργος, ο Χαράλαμπος στην Κόρινθο και ο Ιωάννης στην Αθήνα. Ο τελευταίος διετέλεσε πρόεδρος των φωτορεπόρτερ της Αθήνας και ήταν ο επιλεγμένος φωτογράφος της βασιλικής οικο­γένειας. Ειδικευμένος στα μεγάλα πορτραίτα ήξερε να χειρίζεται καταλλή­λως τους προβολείς και να τονίζει τα σημεία εκείνα που κολάκευαν το κάθε πρόσωπο.

Αλλά και οι άλλοι Μπίρηδες (που δεν βρίσκουμε άκρη να τους αναφέ­ρουμε έναν προς έναν, καθώς αραδιάστηκαν ένα σωρό Αντώνηδες και Αναστάσηδες) δούλεψαν πολύ τις μπούστο φωτογραφίες. Μόνο που αυτοί σε άλ­λο επίπεδο δουλειάς κυνήγησαν το καθημερινό κέρδος με όλα τα είδη της φωτογραφίας: «Αναμνηστικές», ταυτοτήτων, πιστοποιητικών, όπως και με τις κατ’ οίκον παραγγελίες που αφορούσαν γάμους, βαπτίσεις, εκδρομές και κηδείες.

Ο Αναστάσιος Μπίρης, που μας αφορά ιδιαίτερα, είχε στήσει το φωτο­γραφείο του επί της οδού Βασιλίσσης Όλγας 15 – απέναντι από το μουσείο και όπου σήμερα είναι το χρυσοχοείο του Γ. Καπουράλου. Η μόστρα του φω­τογραφείου όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Είχε γεμίσει δυο παράθυρα του μπροστινού τοίχου με διάφορες φωτογραφίες, ενώ το υπόλοιπο – της επάνω επιφάνειας της πρόσοψης – το κάλυπταν η επιγραφή του φωτογραφείου «ΦΩΤΟ – ΜΟΔΕΡΝΟ» και τα είδη της εργασίας που εκτελούντο.

Σ’ αυτό το φωτογραφείο δούλεψε από το 1927 και για περισσότερο από τρεις δεκαετίες. Στο μεταξύ η δουλειά περνούσε διαδοχικά στο γιο του τον Αντώνη (ένας από τους τρεις γιους του) και σαν πέθανε έχουμε μετακόμιση και του φωτογραφείου. Μετεφέρθη στη Βασιλέως Γεωργίου 1 στο Πάρκο του Αγίου Πέτρου με την ονομασία «ΦΩΤΟ – ΗΡΑΙΟΝ». Ακολουθεί ο πρόωρος θάνατος και του Αντώνη, για να τον διαδεχθούν οι γιοι του αλλά και ο εγγονός – ένας άλλος Αντώνης. Όπου τώρα μαζί με τις φωτογραφίσεις έχουμε και τις βιντεοσκοπήσεις – κατά την παγκόσμια πλέον συνήθεια όλων των σημερινών φωτογράφων.

 

Παλιές και σημερινές επιγραφές

 

Εάν τις προσέξει κανείς – σε πανελλήνια κλίμακα και σε όλη την πορεία τους – θα παρατηρήσει ότι οι παλιοί φωτογράφοι προτιμούσαν τις φαντα­χτερές ονομασίες για τις επιγραφές τους: «ΦΩΤΟ – ΑΠΕΛΛΗΣ», «ΦΩΤΟ – ΜΟΔΕΡΝΟ», «ΦΩΤΟ – ΠΑΡΘΕΝΩΝ», «ΦΩΤΟ – ΛΟΥΞ», «ΦΩΤΟ – ΣΤΑΡ», «ΦΩΤΟ – ΑΙΓΛΗ», «ΦΩΤΟ – ΠΑΡΙΣ» θέλοντας έτσι να συνδυάσουν την τέ­χνη τους με κάτι το υψηλό, το ονειρικό και μεγαλειώδες. (Χρησιμοποιούμε τον κανόνα).

Στα επόμενα χρόνια, που η τέχνη της φωτογραφίας άπλωσε και πλήθυ­ναν κατά πολύ τα φωτογραφεία, εκδηλώνεται ένα τοπικιστικό πνεύμα, μέ­χρι που μερικοί το περιορίζουν στο ατομικό. Έχουμε δηλαδή «ΦΩΤΟ – ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ», «ΦΩΤΟ – ΗΡΑΙΟΝ», «ΦΩΤΟ – ΑΙΤΩΛΙΚΟΝ» αλλά και «ΦΩΤΟ – ΦΩΤΗΣ», «ΦΩΤΌ – ΜΙΧΑΛΗΣ», «ΦΩΤΟ – ΓΙΩΡΓΟΣ» «ΦΩΤΟ – ΚΑΖΑΣ» κλπ.

Επίσης, σαν περιοδεύσουμε σήμερα στις διάφορες πόλεις και κωμοπό­λεις, θα παρατηρήσουμε πως όλα τα νεοσύστατα φωτογραφεία, αντίς να ρεκλαμάρουν τις ειδικές ικανότητες του κάθε φωτογράφου, έχουν σαν κύρια προβολή τους τα μεγάλα εργοστάσια φωτογραφικών μηχανών, αυτομάτων εμφανιστηρίων και φίλμς που σαν ξέρεις να τα χειρίζεσαι, αυτομάτως χρήζεσαι και φωτογράφος. Όμως με την παλιά έννοια που ξέραμε – ουδεμία σχέση! Το εμπνευσμένο ταλέντο και το έμπειρο καλλιτεχνικό μάτι είναι προσόντα που δεν διδάσκονται με προσπέκτους και σε ειδικές σχολές, κι ού­τε αντικαθίστανται με το πάτημα κάποιων κουμπιών.

Είναι ζήτημα ευαισθησίας, ειδικού γούστου και ξόδεμα ψυχικής διάθεσης. Δηλαδή, χαρίσματα που διακρίνουν μόνο τον άνθρωπο.

 

Γιώργος Καραμάνος

 «Αργείων Πνεύμα», Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 3, Ιανουάριος 2002. 


Στο:Άργος, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Πρὀσωπα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Απελλής, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αναστάσιος Μπίρης., Ανδρέας Φίλης, Γεώργιος Κυριακίδης, Εικαστικά, Πολιτισμός, Σκοτεινός θάλαμος, Φωτογράφοι, Φωτογραφία, photographers

Ομιλία στο Δαναό με θέμα: « Ο ρόλος της διατροφής στην εμφάνιση και πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου».

$
0
0

Ομιλία στο Δαναό με θέμα: «Ο ρόλος της διατροφής στην εμφάνιση και πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου».


 

ΣΗΜΑ ΔΑΝΑΟΥO Σύλλογος Αργείων «O Δαναός» έχει την τιμή και την ευχαρίστηση να σας αναγγείλει, ότι  την Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016 και ώρα 6.30 μ.μ. στην αίθουσα διαλέξεων του Συλλόγου Αργείων «ο Δαναός» θα μιλήσει: η κ. Ευαγγελία Μανού Διαιτολόγος- Διατροφολόγος με θέμα: « Ο ρόλος της διατροφής στην εμφάνιση και πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου».

Θα προβληθούν σχετικές διαφάνειες και θα ακολουθήσει συζήτηση.

Η Ευαγγελία Μανού αποφοίτησε από το 2ο ΓΕΛ  Άργους, σπούδασε στο τμήμα Διατροφής και Διαιτολογίας ΑΤEI Θεσσαλίας και στο Παιδαγωγικό Τμήμα Σχολής ΑΣΠΑΙΤΕ  Άργους.

Πραγματοποίησε ερευνητική εργασία για την εκπόνηση της πτυχιακής εργασίας  με θέμα: «Ο ρόλος της διατροφής στην εμφάνιση και πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου». Έκανε την πρακτική της εξάσκηση σε ιδιωτικό διαιτολογικό γραφείο στην πόλη  Άργους και στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου.

Από το 2012 έως και σήμερα, έχει  αρθρογραφήσει σε τοπική εφημερίδα της πόλης Άργους (Αργειακό Βήμα) για θέματα διατροφής, στο επιστημονικό περιοδικό «Διατροφή», στο online περιοδικό topsecrets και στην προσωπική της σελίδα.

Από τον   Ιούνιο του 2014 διατηρεί το προσωπικό της γραφείο   στην πόλη του Άργους,  όπου ασχολείται  με περιστατικά  παχυσαρκίας, παθολογικών καταστάσεων, διατροφή για αθλητές, έγκυες κ.α .


Στο:Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Δαναός, Διάλεξη, Ειδήσεις, Πολιτισμός

Το Ορφανοτροφείο του Άργους

$
0
0

Το Ορφανοτροφείο του Άργους


 

Προλογικά

 

Όταν έγραφα με τους μαθητές μου τα οδωνύμια του Άργους, εκείνος που με βοήθησε ξεχωριστά ήταν ο μακαριστός π. Ευάγγελος Στασινόπουλος, ο οποίος μου υπέδειξε – συν τοις άλλοις – και ποιος ήταν ο Ιωάννης Λαλουκιώτης.[1]

Στην πορεία του χρόνου έτυχε να γίνω μέλος της Συντακτικής Επιτροπής (Σ.Ε.) του περιοδικού του Δήμου μας (2000). Και θεωρήσαμε σκόπιμο να ασχολούμαστε με τη μικροϊστορία του Άργους, όπως συμβαίνει άλλωστε σε πολλά περιοδικά τοπικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά μνημονεύω την εργασία του Βασίλη Ζάχου Χριστιανική Ένωση Άργους (ανδρών), [2] την οποία ετοίμασε ο αγαπητός συνάδελφος κατά παράκληση της Σ.Ε. Η πρόταση ανήκε στο μέλος της Σ.Ε. και αγαπητό συνάδελφο Γιώργο Τασσιά.

Πρόθεσή μου ήταν να φιλοξενήσω την εργασία μου για το Ορφανοτροφείο Άργους στο επόμενο τεύχος του περιοδικού, αλλά δυστυχώς αναστέλλεται επ’ αόριστον η επανέκδοσή του για οικονομικούς λόγους. [3] Όμως ο ερευνητικός λόγος, πριν ακόμη πάρει σάρκα και οστά, δεν μπορεί ν’ αναζητεί στέγη… Γι’ αυτό και συνεχίζω.

 

Ο ιδρυτής του Ορφανοτροφείου Ιωάννης Λαλουκιώτης [4]


Ιωάννης και Αρτεμισία Λαλουκιώτη, δεκαετία 1930. Αρχείο: Γηροκομείο Άργους.

Ιωάννης και Αρτεμισία Λαλουκιώτη, δεκαετία 1930. Αρχείο: Γηροκομείο Άργους.

Ο Ιωάννης Λαλουκιώτης γεννήθηκε στο Άργος το 1879 από γονείς αγρότες, τον Νικόλαο και την Ελισάβετ. [5] Ο βιογραφούμενος αποδήμησε στις ΗΠΑ για λίγα χρόνια και επιστρέφοντας ίδρυσε εργοστάσιο υφαντουργίας. Στην αρχή έδινε δουλειά σε γυναίκες, οι οποίες ύφαιναν στα σπίτια τους σε αργαλειούς, που τους κατασκεύαζαν οι τεχνίτες συνήθως εδώ στο Άργος. Στη συνέχεια, σε κτήριο της οδού Ζαΐμη 25, εγκατέστησε σιδερένιους ιστούς, οι οποίοι κινούνταν με ντιζελομηχανή. Αυτό έγινε πριν από τον πόλεμο. Πάντως, τη μεγάλη ανάπτυξη της υφαντουργίας δεν τη γνώρισε λόγω του θανάτου του. Το 1960 περίπου οι σιδερένιοι ιστοί θεωρούνται πια ξεπερασμένοι και ασύμφοροι. Οι παραπάνω αργαλειοί αντικαθίστανται από αυτόματους ηλεκτροκίνητους. [6] Μετά το θάνατο του Ι. Λαλουκιώτη ανέλαβε εξ ολοκλήρου την επιχείρηση ο γαμπρός του Γεώργιος Ρασσιάς (1909 – 1995), ο οποίος κατέφθασε στο Άργος από την Κεφαλονιά, εργάστηκε ως έμπορος – πλασιέ στο εργοστάσιο Λαλουκιώτη, και εκτιμώντας ο τελευταίος τις ικανότητές του, τον έκανε γαμπρό, δίνοντάς του τη θετή κόρη του Έλλη. Ο ίδιος, παντρεμένος με την Αρτεμισία, δεν είχε αποκτήσει παιδιά και είχε υιοθετήσει την ψυχοκόρη  του Έλλη Τσεκούρα. Ο Ιωάννης Λαλουκιώτης πέθανε στις 16 Μαρτίου 1951 σε ηλικία 72 ετών από καρκίνο.[7]

 

Η προσωπικότητα του Ι. Λαλουκιώτη

 

Οικογενειακή φωτογραφία. Αριστερά διακρίνεται ο Ιωάννης Λαλουκιώτης και μπροστά του (λίγο αριστερά) η θετή του κόρη Έλλη.

Οικογενειακή φωτογραφία. Αριστερά διακρίνεται ο Ιωάννης Λαλουκιώτης και μπροστά του (λίγο αριστερά) η θετή του κόρη Έλλη.

Ο Ιωάννης Λαλουκιώτης ήτανε φιλάνθρωπος, ξύπνιος και πολύ εργατικός, αλλά ταυτόχρονα ματαιόδοξος,  και  φιλάργυρος. [8] Η ματαιοδοξία του φαίνεται από το γεγονός ότι μετά το θάνατο της γυναίκας του Αρτεμισίας (1942), επάνω στο μαυσωλείο που δέχτηκε τη σορό της, τοποθέτησε δύο ολόσωμα αγάλματα, το δικό του (δεξιά) και της Αρτεμισίας (αριστερά από το δικό του). Και κάθε βράδυ έπαιρνε ταξί, από το σπίτι του (Ζαΐμη 19) για να επισκεφθεί το μαυσωλείο και να καμαρώσει τα δύο αγάλματα στο κοιμητήρι της Παναγίας. Όμως, συχνά κάποιοι λέρωναν τα αγάλματα, όχι μόνο το δικό του αλλά και της νεκρής Αρτεμισίας. Και ο Ι. Λαλουκιώτης αναρωτιόταν: Μα γιατί τα κάνουν όλα αυτά στον τάφο μου; Δε σκέφτονται ότι πολλές οικογένειες τρώνε ψωμί από το εργοστάσιό μου; Έβαλε τότε κάποιον βιομηχανικό εργάτη από τον Συνοικισμό, τον Γιώργη Β., να προσέχει τον τάφο και τα αγάλματα τη νύχτα, γιατί είχε την υποψία ότι οι δράστες ήτανε οι θαμώνες ενός ταβερνείου (σκυλάδικου) απέναντι από το νεκροταφείο, εκεί όπου βρίσκεται το βενζινάδικο του Λιλή. Το ταβερνείο το είχε ενοικιάσει η γριά Μηλιά και για τους νεαρούς έπαιζε μπουζουκάκι ο μπαρμπα – Διονύσης. Οι νεαροί ερχόντουσαν σε κέφι και οι υποψίες του Ι. Λαλουκιώτη ήταν βάσιμες. Φυσικά, το περιβάλλον γύρω από το ταβερνείο και στο νεκροταφείο ήταν αλλιώτικο. Τα αγάλματα προφανώς θεωρούνταν πρόκληση, τη στιγμή που υπήρχε ανέχεια και πολύ μεγάλη πείνα. Δεν γνωρίζω εάν τα αγάλματα τοποθετήθηκαν λίγο μετά το θάνατο της Αρτεμισίας, δηλαδή επί γερμανικής κατοχής. [9] Δεν μπόρεσα να εκμαιεύσω αυτή τη λεπτομέρεια, αν και κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να είχε σχέση με την απόφαση του Ι. Λαλουκιώτη να ιδρύσει ορφανοτροφείο.

 

Νεκροταφείο Παναγίας, τάφος οικογένειας Ιωάννου Ν. Λαλουκιώτη (+1951). Πάνω σε κιβωτιόσχημη βάση, που καλύπτει τον τάφο, και μπρος σε κατασκευή που μιμείται κλασσική πρόσοψη οικίας (πεσσοί, επιστύλιο) τα ολόσωμα αγάλματα των Αρτεμισίας I. Λαλουκιώτη (1887-1942) και Ιωάννου Ν. Λαλουκιώτη (1882-1951). Ανάμεσα στα δυο αγάλματα κυκλική πλάκα με τις μορφές κατά κρόταφο και σε ελαφρό ανάγλυφο γέροντα με φέσι και γερόντισσας με τσεμπέρι. Υπογραφή: «Ε. ΤΖΩΡΤΖΑΚΗΣ ΕΠΙΟΙΕΙ». (Κώστα Δανούση, Έργα τηνιακών έντεχνων και λαϊκών γλυπτών στα νεκροταφεία της Ελλάδας, Αθήνα 1988). Φωτογραφία: Ηλίας Αντωνάκος, 2015.

Νεκροταφείο Παναγίας, τάφος οικογένειας Ιωάννου Ν. Λαλουκιώτη (+1951). Πάνω σε κιβωτιόσχημη βάση, που καλύπτει τον τάφο, και μπρος σε κατασκευή που μιμείται κλασσική πρόσοψη οικίας (πεσσοί, επιστύλιο) τα ολόσωμα αγάλματα των Αρτεμισίας I. Λαλουκιώτη (1887-1942) και Ιωάννου Ν. Λαλουκιώτη (1882-1951). Ανάμεσα στα δυο αγάλματα κυκλική πλάκα με τις μορφές κατά κρόταφο και σε ελαφρό ανάγλυφο γέροντα με φέσι και γερόντισσας με τσεμπέρι. Υπογραφή: «Ε. ΤΖΩΡΤΖΑΚΗΣ ΕΠΙΟΙΕΙ». (Κώστα Δανούση, Έργα τηνιακών έντεχνων και λαϊκών γλυπτών στα νεκροταφεία της Ελλάδας, Αθήνα 1988). Φωτογραφία: Ηλίας Αντωνάκος, 2015.

 

Έκανα δηλαδή την εξής τολμηρή σκέψη: Μήπως η κακοποίηση των αγαλμάτων ήταν μία ενέργεια των δραστών, οι οποίοι διέκριναν ένα χάσμα ανάμεσα στην πλουτοκρατία και στον πεινασμένο λαό; Εάν αυτή τη σκέψη έκανε και ο Ι. Λαλουκιώτης, μήπως θα έπρεπε να αντιδράσει με μία δαπανηρή αγαθοεργία;

 

Νεκροταφείο Παναγίας, τάφος οικογένειας Ιωάννου Ν. Λαλουκιώτη (+1951), λεπτομέρεια. Φωτογραφία: Ηλίας Αντωνάκος, 2015.

Νεκροταφείο Παναγίας, τάφος οικογένειας Ιωάννου Ν. Λαλουκιώτη (+1951), λεπτομέρεια.
Φωτογραφία: Ηλίας Αντωνάκος, 2015.

 

Η φιλανθρωπία του φαίνεται από πολλά περιστατικά. Μνημονεύω το γεγονός ότι επί γερμανικής κατοχής έδινε στους εργάτες του (που ήταν όλοι σχεδόν από το Συνοικισμό, πολλοί Πόντιοι) ψωμί και κρεμμύδια και ό,τι άλλο είχε. Ήταν πολύ εργατικός, ιδιόρρυθμος και αυστηρός με τους βιομηχανικούς του εργάτες και έβαζε τους δείχτες του ρολογιού πίσω, για να τους ξεγελάει και να δουλεύουν περισσότερο χρόνο. Δεν υπήρχαν τότε ρολόγια χεριού. Σημειωτέον ότι το ορφανοτροφείο έκλεισε λίγο μετά το θάνατό του, γιατί αυτός το συντηρούσε σε τρόφιμα και ρουχισμό.

 

Το Λαλουκιώτικο Ορφανοτροφείο Άργους (1947 – 1952)

Έναρξη – Παύση

Πότε ακριβώς λειτούργησε το ορφανοτροφείο δεν γνωρίζουμε, γιατί είναι γνωστό ότι τα εγκαίνια ενός μεγάλου έργου γίνονται συνήθως αργότερα. Πιθανότατα να λειτούργησε τον Σεπτέμβριο 1947, αλλά τα εγκαίνια έγιναν ανήμερα του Αγ. Πέτρου, 3 Μαΐου 1948, όπως μας πληροφορεί η εφ. «Ασπίς» (30 – 4 -1950): Προ δύο ακριβώς ετών, ήτοι κατά την εορτήν του Πολιούχου μας Αγίου Πέτρου του έτους 1948 μία σεμνή και περίλαμπρος τελετή εχάρισεν εις την Αργολίδα και εις το κοινωνικό σύνολον εν έργον μεγίστης χριστιανικής και κοινωνικής σημασίας.[10] Και έκλεισε τον Ιούνιο 1952, όπως δείχνουν οι σημειώσεις στις φωτογραφίες και όπως μαρτυρούν πολλοί τρόφιμοι του Ορφανοτροφείου, που δέχτηκαν να μου παραχωρήσουν συνέντευξη.[11]

 

Εντοιχισμένη μαρμάρινη πινακίδα στο σημερινό Γηροκομείο. …Υπό την παρακολούθησιν των συγκινητικών βλεμμάτων πάντων των παρευρισκομένων παρέδωκεν (ο Ι. Λαλουκιώτης) τας κλείδας του ιδρύματος εις τον Μητροπολίτην Αργολίδος κ. Χρυσόστομον, ειπών ότι έχει την πεποίθησιν ότι υπό την άγρυπνον παρακολούθησίν του και το πατριωτικόν ενδιαφέρον του, το ίδρυμα τούτο θέλει καταστεί φωλεά χαράς, στοργής και περιθάλψεως εις τα τρυφερά εκείνα της φυλής βλαστάρια, τα οποία τόσον τα κτυπήματα της Μοίρας, όσον και η αστοργία ασυνειδήτων γονέων αφήνουν μακράν πάσης φροντίδος… (Από τα εγκαίνια του Λαλουκιώτειου Ορφανοτροφείου. Εντοιχισμένη μαρμάρινη πινακίδα του σημερινού Γηροκομείου).

Εντοιχισμένη μαρμάρινη πινακίδα στο σημερινό Γηροκομείο.
…Υπό την παρακολούθησιν των συγκινητικών βλεμμάτων πάντων των
παρευρισκομένων παρέδωκεν (ο Ι. Λαλουκιώτης) τας κλείδας του ιδρύματος
εις τον Μητροπολίτην Αργολίδος κ. Χρυσόστομον, ειπών ότι έχει την πεποίθησιν ότι υπό την άγρυπνον παρακολούθησίν του και το πατριωτικόν ενδιαφέρον του, το ίδρυμα τούτο θέλει καταστεί φωλεά χαράς, στοργής και περιθάλψεως εις τα τρυφερά εκείνα της φυλής βλαστάρια, τα οποία τόσον τα κτυπήματα της Μοίρας, όσον και η αστοργία ασυνειδήτων γονέων αφήνουν μακράν πάσης φροντίδος…
(Από τα εγκαίνια του Λαλουκιώτειου Ορφανοτροφείου. Εφ. «Σύνταγμα», φ. 2098/8-5-1948)

 

Το κτήριο

Το ορφανοτροφείο κτίστηκε στην Αγιά Σωτήρα, – ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος- νότια της πόλης του Άργους, δίπλα στο πάρκο του Ελληνοαμερικανικού Συλλόγου, το οποίον και αυτό κατά το πλείστον οφείλεται εις τον ίδιον κ. Ιωάννην Λαλουκιώτην. [12] Σύμφωνα με μαρτυρία Αργείου, εκεί όπου κτίστηκε το Ορφανοτροφείο, υπήρχε τούρκικο νεκροταφείο. Και οι τελευταίοι Τούρκοι πήρανε τα κόκαλα των πεθαμένων τους κατά την αναχώρησή τους. Το οικοδόμημα είχε κάτοψη ορθογώνια παραλληλόγραμμη, όχι Γ, και ήταν τριώροφο από μπετόν αρμέ με εξωτερική σκάλα. Τα παιδιά κοιμούνταν στον 2ο όροφο, ενώ στον 3ο όροφο έμενε καμιά φορά ο δεσπότης (Δεσποτικό). Στο ισόγειο υπήρχαν πλυντήρια, αποθήκες, ιματιοθήκες, λουτρά και τουαλέτες (δεν υπήρχαν τουαλέτες στους κοιτώνες), καθώς επίσης και αίθουσα εστιατορίου, ενώ στον 1ο όροφο υπήρχε αίθουσα υποδοχής «σαλονάκι» και αίθουσα επιστασίας. Τη Στέγην Ορφανών Μητροπόλεως Αργολίδος παρέδωσε ο Ι. Λαλουκιώτης στον Μητροπολίτη Χρυσόστομο Ταβλαδωράκη με πλήρη εξοπλισμό. Το οικοδόμημα με τον εξοπλισμό του στοίχισε στον δωρητή 2000 χρυσές λίρες περίπου.

 

Το Ορφανοτροφείο του Άργους

Το Ορφανοτροφείο του Άργους

Το διοικητικό και εκπαιδευτικό προσωπικό του Ορφανοτροφείου.

 

Διευθύντρια του ορφανοτροφείου ήταν η νεαρή τότε Μαγδαληνή Σικαλίδου, η οποία παντρεύτηκε το φθινόπωρο 1952 και έμεινε στην ιστορία του Άργους με το επώνυμο του άνδρα της (Τσιωτάκη). Η Μαγδαληνή Τσιωτάκη, λοιπόν, ανήκε στη Χριστιανική Ένωση Νεανίδων Άργους (ΧΕΝΑ) Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτις και ο Σύλλογος της ΧΕΝΑ τη διόρισε Διευθύντρια του ορφανοτροφείου.

 

Αναμνηστική φωτογραφία (1952). 1. Μαγδαληνή Σικαλίδου –Τσιωτάκη, Δ/τρια Ορφανοτροφείου, 2. Μαριγώ Σικαλίδου, μητέρα της Δ/τριας, 3. Δημήτρης Δρίτσας από την Άρια, 4. Ελένη Κιντζίρη, 5. Αδελφή της Ελένης Κιντζίρη.

Αναμνηστική φωτογραφία (1952). 1. Μαγδαληνή Σικαλίδου –Τσιωτάκη, Δ/τρια Ορφανοτροφείου, 2. Μαριγώ Σικαλίδου, μητέρα της Δ/τριας, 3. Δημήτρης Δρίτσας από την Άρια, 4. Ελένη Κιντζίρη, 5. Αδελφή της Ελένης Κιντζίρη.

 

Η μητέρα της Μαγδαληνής Τσιωτάκη κυρα – Μαριγώ Σικαλίδου ήταν η μαγείρισσα του ορφανοτροφείου. Η κυρα – Βάσω, η Βασιλική Παρασκευοπούλου, μοδίστρα στο επάγγελμα, ήταν η πλύστρα. Έπλενε και σιδέρωνε. Η μητέρα της κυρα – Ελένη βοηθούσε κι αυτή όσο μπορούσε. Στο (βοηθητικό;) προσωπικό ήταν ο Δημήτρης Δρίτσας από την Άρια. Εκτελούσε χρέη παιδονόμου και έτρεχε για εξωτερικές δουλειές. Η Ρόζα Τσεκούρα έκανε Γαλλικά στα ορφανά. Επίσης, δίδαξε η Φωτεινή Φίλη, η μετέπειτα σύζυγος του π. Ευάγγελου Στασινόπουλου. Επίσης, υποθέτω πως δίδαξε και η Σταυρούλα Σέρφα. (Δεν μπόρεσα να μιλήσω με την ίδια, αλλά ο άνδρας της Σπύρος Κυριάκου μου είπε: Ξέρω ᾽γω τι έκανε; Πήγαινε στο ορφανοτροφείο, αλλά δεν ξέρω τι έκανε εκεί πέρα. Η Σέρφα Σταυρούλα πέθανε τον Οκτώβριο 2015). Ακόμη, ας μνημονεύσω τη Σοφία Κλησιάρη (1921 -2015), τη γνωστή ράπτρια, η οποία έραβε παντελονάκια με λάστιχο και μπλουζάκια με υφάσματα από το εργοστάσιο Λαλουκιώτη ή με ρετάλια δικά της για τα ορφανά.

Το ορφανοτροφείο διοικείτο από 13μελές Συμβούλιο. Υπήρχαν 12 Σύμβουλοι και ένας ακόμη, ο τότε αρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος, μετέπειτα Δεσπότης ως Χρυσόστομος Β’. Μερικά ονόματα ήταν ο Νικόλαος Παπανικολάου, φαρμακοποιός, πατέρας του Άγγελου, ο Κωνσταντίνος Μποβόπουλος, καθηγητής καλλιτεχνικών, και ο Γεώργιος Βούλγαρης, έμπορος.[13]

Στην εφ. «Ασπίς» (22 – 4 – 1951) δημοσιεύονται για το Λαλουκιώτειον Εκκλησιαστικόν Ορφανοτροφείον Ι. Μητροπόλεως Αργολίδος δωρεές στη μνήμη Ιωάννου Λαλουκιώτη:

  • Κωνσταντίνος Καραλλής, δρχ. 100.000
  • Δήμος Λεβέντης (Δολλάρια 15), δρχ. 225.000
  • Εμμανουήλ Μαγκολέτσης (Θεσσαλονίκη), δρχ. 100.000
  • Αστέριος Αστεριάδης (Καβάλα), δρχ. 100.000
  • Εμπορικός Σύλλογος Άργους, δρχ. 200.000
  • Ανδρέας Ζέης (Ηράκλειο), δρχ. 200.000
  • Γεώργιος Ρασσιάς (δωρεά που αντιστοιχεί για την επένδυση των ορφανών του ιδρύματος) δρχ. 2.100.000
  • Σύλλογος Βιομηχάνων, δρχ. 500.000

Οι τρόφιμοι ήταν μόνο αγόρια και φοιτούσαν στο 1ο Δημοτικό (Καποδιστριακό) Άργους.

Δε θα ήταν δύσκολο να βρεθούν τα ονόματα όλων των τροφίμων, ίσως από το αρχείο του 1ου Δημοτικού Σχολείου. Όμως, με δυσφορία τους ανάγκαζα να θυμηθούν, γιατί όπως εύκολα διαπίστωνα, δεν ήθελαν να θυμούνται. Ποιο το όφελος για τους παλιούς τρόφιμους;

Όταν αποφοιτούσαν, έπρεπε να δουλέψουν για να ζήσουν. Πολλά παιδιά γίνανε πολύ καλοί τεχνίτες (επιπλοποιοί, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι). Δύο παιδιά βγήκαν τεχνίτες στο νησί της Λέρου, δύο άλλα παιδιά (αδέλφια, αφοί Τσολάκου) αποδήμησαν στον Καναδά. Φαίνεται πως κάποιος δικός τους άνθρωπος τους έκανε πρόσκληση, αλλά τα ναύλα ήταν υψηλά. Και ήταν ατυχία να μην τους συναντήσω το καλοκαίρι που μας πέρασε, γιατί η πληροφορία μου ήταν πως είχανε έρθει.

Μερικοί από τους τρόφιμους υιοθετήθηκαν στη συνέχεια. Να και μερικές υιοθεσίες, όσες μπόρεσα να επισημάνω: Πέτρος Κοτζιάς, Δημήτρης Λαμπρινός, Μιχάλης Τσαγκαρέλης, Γιάννης Δωρής.

 

Τα πριν

 

Το πρώτο ορφανοτροφείο στεγάστηκε στο 3ο Δημοτικό Σχολείο Άργους [14] στην οδό Γούναρη, λίγο νοτιότερα από το φούρνο του Τσαμπάση, το καλοκαίρι 1943. Ο πατήρ Χρυσόστομος, ο ιεροκήρυκας και αρχιμανδρίτης, ήταν αυτός που το ίδρυσε και η Διεύθυνση του 3ου Δημοτικού παραχώρησε ευγενώς το κτήριο για το σκοπό αυτό. Οι γυναίκες του Άργους φρόντιζαν τα παιδιά, γύρω στα 100, που ήταν ορφανά και απροστάτευτα.

Μετά τη μάχη του Αχλαδόκαμπου, όταν το ΕΑΜ κατέλαβε το Άργος, πήρε εντολή ο μακαριστός Δεληγιαννόπουλος να μεταφέρει το Ορφανοτροφείο στο κτήριο του Γ. Ρούσσου (1944). [15] Το οίκημα του φαρμακοποιού Γ. Ρούσσου κατεδαφίστηκε και στη συνέχεια κτίστηκε η καφετερία του Σπ. Μήλια, στην οδό 28ης Οκτωβρίου 4, που τότε δεν υπήρχε η οδός. Νότια ονομαζόταν πάροδος Καποδιστρίου και βόρια πάρ. Βασ. Γεωργίου Α’. Τα παιδιά υποθέτω πως πηγαινοέρχονται στο ορφανοτροφείο Δεληγιαννόπουλου από τη Βασ. Γεωργίου Α’, γιατί ο ενδιάμεσος χώρος ήτανε χωράφι. Η οδός ονομάστηκε σε οδό 28ης Οκτωβρίου με την αρ.244/1990 Πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου.

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι το εξής: ενώ στο Λαλουκιώτειο Ορφανοτροφείο υπήρχαν μόνο αγόρια, στο Ορφανοτροφείο Δεληγιαννόπουλου οι τρόφιμοι ήταν αγόρια και κορίτσια. Διευθυντής δεν υπήρχε. Εκείνος, ο οποίος εκτελούσε χρέη διευθυντή, ήταν ο τότε ιεροκήρυκας και αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος, η προσφορά του οποίου ήτανε πολύ μεγάλη.

Αρχιμ. Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος

Αρχιμ. Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος

Τα παιδιά που φιλοξενούνταν εκεί, στο Ορφανοτροφείο Δεληγιαννόπουλου, [16] ήταν πάρα πολλά, γύρω στα 100 (!), όπως μου είπαν πολλοί τρόφιμοι. Και φοιτούσαν στο 1ο (Καποδιστριακό) Δημοτικό Σχολείο. Έπιναν γάλα σε μορφή σκόνης και έτρωγαν κίτρινο τυρί, κονσέρβες, λουκάνικα και μακαρόνια με….σκουληκάκια. Καθημερινά έπαιρναν ένα καφέ χάπι, προφανώς για να μην αρρωσταίνουν. Και όταν έφτανε ο πατέρας Δεληγιαννόπουλος κατακουρασμένος, οι κοπέλες που πρόσεχαν και φρόντιζαν τα…ζουζούνια, έβγαζαν το άχτι τους, γιατί ο κ. Διευθυντής έβγαζε τη λούρα του και πού σε πονεί και πού σε σφάζει!

Μόνο μια υιοθεσία μπόρεσα να βρω, την υιοθεσία Παρασκευής Λειβαδίτου. Επίσης, μια κοπελίτσα, εννέα ετών τότε, η Μαρίκα Δωρή, όταν είδε το υπέροχο περιβάλλον στο Μοναστήρι του Αγίου Ανδριανού, αποφάσισε να μείνει εκεί. Και ήταν πολύ γνωστή στην Αργοναυπλία, γιατί έμεινε μόνη στο μοναστήρι ύστερα από τόσα χρόνια. Το μοναστικό της όνομα ήτανε Ζωή. Πέθανε το 2014.

 

Το Γηροκομείο Άργους, πρώην Ορφανοτροφείο. Φωτογραφία: Ηλίας Αντωνάκος, 2015.

Το Γηροκομείο Άργους, πρώην Ορφανοτροφείο. Φωτογραφία: Ηλίας Αντωνάκος, 2015.

 

Ο Δήμος Άργους, τιμώντας τον ευεργέτη του, του χάρισε μια οδό, από Τριπόλεως 56 έως Σταδίου, στο σημερινό Γηροκομείο. Το 1981 το άλλοτε Ορφανοτροφείο λειτουργεί ως Γηροκομείο, αφού προστέθηκε και νέα πτέρυγα, η οποία κτίστηκε κυρίως από εθελοντικές προσφορές σε χρήματα και οικοδομικά υλικά. Από το 1953 έως το 1981 γίνονταν διάφορες χριστιανικές εκδηλώσεις ή φιλοξενούνταν παιδιά για θερινές διακοπές. [17]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Γνωριμία με το Άργος (οδοί, πλατείες, προτομές, διατηρητέα μνημεία, έκδ. Δήμου Άργους, 1997, εξαντλημένο. Επανέκδοση με τον τίτλο Άργος το Πολυδίψιον, εκδ. Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

[2] Αργειακή Γη, τχ. 5, σσ. 163 -170.

[3] Στα Διονύσια Άργους (14-5-2015) είπα κατ΄ ιδίαν στον κ. Δήμαρχο: «Ντροπή για το Δήμο μας, να μην μπορούμε να εκδώσουμε την «Αργειακή Γη», μια και ο Δήμαρχός μας επανεξελέγη με τόσα ποσοστά επιτυχίας!» Και αυτός μου απάντησε: «Αφού δεν υπάρχουν λεφτά!» Ήταν η τελευταία μας κουβέντα. Ας μην επεκταθώ σε όσα είχαν προηγηθεί, γιατί δεν είναι το αντικείμενο της εργασίας μου.

Παρεμπιπτόντως, ας μου επιτραπεί να εκφράσω την άποψή μου, ότι πρόθεσή μου ήταν να παραιτηθώ λόγω ηλικίας και για λόγους υγείας και να αναλάβουν κάποιοι νεότεροι και αξιότεροί μου. Το να επιμένεις να κατέχεις μία θέση τόσο σημαντική – ασήμαντη ίσως για τους ιθύνοντες – και μάλιστα ύστερα από….διορισμό, αποτελεί «’Υβριν». Πέραν τούτου, θεωρώ προσωπικά ότι η Σ.Ε. απέτυχε, γιατί στόχο μας ήταν να αποδεσμεύσουμε το περιοδικό του Δήμου από την πολιτική και ο Δήμος να είναι απλώς υποχρεωμένος για την έκδοσή του. Φαίνεται πως το είχαμε επιτύχει λίγο, μια και δεν υπήρξε εκ μέρους της ΚΕΔΑΜ αντίδραση στη σύσταση νέας Συντακτικής Επιτροπής. Αλλά αυτό συνέβη προφανώς όχι από παραχώρηση δικαιωμάτων και απεξάρτηση από την πολιτική, αλλά από αδιαφορία των ιθυνόντων. Λυπάμαι πολύ γι’ αυτή την εξέλιξη. Αφού πρώτα ζητήσω συγγνώμη από τους συγγραφείς και συνεργάτες του περιοδικού μας, ξαναβυθίζομαι στη σιωπή μου.

[4] Απαραίτητη διευκρίνιση. Πριν μπω στο θέμα μου, οφείλω να διευκρινίσω ότι η εργασία μου, καθαρά – θα έλεγα – ερευνητική, καθυστέρησε πολύ για διάφορους λόγους και κυρίως γιατί οι δυσκολίες που αντιμετώπισα ήταν πολλές. Και ενώ έχω δώσει δείγματα καλής γραφής και δεν έχω θίξει ποτέ και κανέναν, – δεν ασχολούμαι για το Άργος πρώτη φορά – αυτοί που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν δεν το έκαναν, λες και εγώ θα γινόμουν πλουσιότερος. Η εργασία μου, λοιπόν, που ακολουθεί είναι ελλιπέστατη και αφήνω περιθώρια στον μελλοντικό ερευνητή να τη συνεχίσει και να με διορθώσει, αν χρειαστεί. Ευχαριστώ πάντως όσους μου έδωσαν λιγοστές πληροφορίες για το Ορφανοτροφείο Άργους, – και δεν είναι λίγοι – τα ονόματα των οποίων δεν δημοσιεύονται για λόγους ευνόητους. Την ευθύνη των όσων καταγράφονται παρακάτω την έχω εξ ολοκλήρου εγώ. Επίσης, σχεδόν πέντε χρόνια έψαχνα να εντοπίσω κάποιον φάκελο με το αρχείο του Ορφανοτροφείου. Δυστυχώς, δεν υπάρχει. Και είναι μάταιο να ψάχνει και ο μελλοντικός ερευνητής. Και η εργασία μου βασίστηκε σε συνεντεύξεις.

[5] Από τη Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου (Λ.Π.Θ.). Θα έπρεπε οι γονείς του τουλάχιστον να κατάγονται από τον Λάλουκα (πρβλ. Λεβιδιώτης από το Λεβίδι Αρκαδίας, Αλωνιστιώτης από την Αλωνίσταινα, Τριπολιτσιώτης από την Τρίπολη). Πάντως οι Λαλουκιώτηδες κατάγονταν από τα Βίτολα της Σερβίας ή Μοναστήρι (Σκόπια). Βλ. Οδ. Κουμαδωράκη, Στα χνάρια του χθες, εκδ. Εκ Προοιμίου, σ. 203. Η όμορφη πόλη των Βιτόλων ή Μπιτόλων, με τα πολλά και όμορφα παραδοσιακά κτίσματα, απέχει λίγα μόνο χιλιόμετρα από τη Φλώρινα. Και σήμερα πολλοί Βορειοελλαδίτες την επισκέπτονται για ψώνια επειδή είναι φτηνά!

[6] Βλ. Οδ. Κουμαδωράκη, Στα χνάρια του χθες, εκδ. Εκ Προοιμίου σ. 175. Στο βιβλίο αυτό υπάρχει εκτενές αφιέρωμα για την κλωστοϋφαντουργία Άργους και για το εργοστάσιο Λαλουκιώτη – Ρασσιά (σσ. 168-191).

[7] Προφανώς, αυτό εννοεί η «Ασπίς» (22 – 4 -1951), γράφοντας: Ατυχώς όμως η επάρατος νόσος του έκοψε το νήμα της ζωής. Πάντως, στη Λ.Π.Θ. πιστοποιεί ο ιατρός Φ. Πετρόπουλος ότι ο θάνατός του επήλθεν εκ Γριππώδους Βρογχοπνευμονίας.

[8] Όταν εξέφρασα την ανησυχία μου για το αποτέλεσμα της έρευνάς μου σε μια κυρία (φίλη μου), πήρα την εξής αποστομωτική απάντηση: Και λοιπόν; Πού είναι το πρόβλημά σου; Έπρεπε να το περιμένεις. Η γιαγιά μου π.χ. ήταν πολύ τσιγκούνα. Όμως, κατάφερε να φτιάξει διαμερίσματα για όλα τα παιδιά της…

[9] Στη βάση των αγαλμάτων, στο νότιο τμήμα, υπάρχει η επιγραφή Ε. Τζωρτζάκης εποίει, αλλά χωρίς χρονολογία. Για τον Εμμανουήλ Τζωρτζάκη ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε. Πιθανότατα είναι τηνιακής καταγωγής. Στον Πύργο της Τήνου μαρτυρείται οικογένεια Τζωρτζάκηδων με μαρμαρογλυπτική παράδοση και σώζεται μέχρι σήμερα το σπίτι της (θαυμάσια μαρμάρινη πορτοσιά και υπέρθυρο). Φοίτησε στην Α.Σ.Κ.Τ. και έλαβε μέρος στις εκθέσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών στα 1916 και 1917. (Κώστα Δανούση, Έργα τηνιακών έντεχνων και λαϊκών γλυπτών στα νεκροταφεία της Ελλάδας, Αθήνα 1988).

[10] Απαραίτητη διευκρίνιση: Ο Σύλλογος «Δαναός» δεν λειτουργούσε τότε. Το σημειώνω αυτό, γιατί όλες οι αρχές παρευρίσκονταν στα εγκαίνια του Ορφανοτροφείου. Ο «Δαναός» ξαναλειτούργησε στις 30 Οκτωβρίου 1949 με ομιλητή τον τότε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χρυσόστομο Ταβλαδωράκη, έπειτα από σιγήν εννέα ολοκλήρων ετών, δηλαδή 1940 – 1949. (Από το βιβλίο των ομιλητών του Δαναού).

[11] Ας μου επιτραπεί ένα πικρό σχόλιο: για τα εγκαίνια ασχολήθηκε ο Τύπος, αναφερόμενος με ιδιαίτερη γλαφυρότητα στα εγκαίνια της τελετής, παρόντων όλων των επισήμων. Για την παύση της λειτουργίας δε γίνεται καθόλου λόγος. Γιατί; Δεν υπήρξε «Δελτίο Τύπου» για τις εφημερίδες;

[12] Εφ. «Ασπίς», φ. 480/39 Κυριακή 30 Απρ. 1950.

[13] Μαρτυρία Μαγδαληνής Τσιωτάκη (μέσω τρίτου προσώπου. Η ίδια αρνήθηκε να μου παραχωρήσει συνέντευξη). Θα έλεγα πως κάθε τρόφιμος είχε τη δική του τύχη.

[14] Διονυσίου Χ. Στραβόλεμου, Ο Αργολίδος Χρυσόστομος ο Β’ ( Δεληγιαννόπουλος), βίος και προσφορές του, έκδ. Χριστ. Αδελφότητος Άργους Η «Αγία Μακρίνα», Θεσσ/κη 1985, σ. 148.

[15] ό.π. σ. 148

[16] Η ονομασία του ορφανοτροφείου είναι δική μου.

[17] Οδ. Κουμαδωράκης, Άργος το πολυδίψιον, εκδ. Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

 

Άργος 14 Νοεμβρίου 2015

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άργος, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Ευεργέτες, Ιωάννης Λαλουκιώτης, Κοινωνία, Ορφανοτροφείο

Κωτσονόπουλος Επαμεινώνδας (1831-1904)

$
0
0

Κωτσονόπουλος Επαμεινώνδας (1831-1904)


 

Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος (1831-1904) - Αρχείο: Νίκος Κωτσονόπουλος.

Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος (1831-1904) – Αρχείο: Νίκος Κωτσονόπουλος.

Ο Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1831, πιθανόν με καταγωγή από την Τρίπολη στην οποία είχε γεννηθεί ο πατέρας του Μιχαήλ. Ήταν γιατρός στο επάγγελμα και διατέλεσε δήμαρχος Ναυπλιέων κατά τα έτη: 1866-1878 και 1883-1890. Ο Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος, εργάστηκε πολύ για τον εξωραϊσμό της πόλης και επί της δημαρχίας του τοποθετήθηκε στην Ακροναυπλία το ρολόι που ήταν δωρεά του βασιλέως Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα.

Δήμαρχος για τρίτη συνεχόμενη περίοδο, τον Οκτώβριο του 1877 ήταν αυτός που συνέλαβε την ιδέα ανέγερσης του μνημειακού έφιππου ανδριάντα του ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, Θεόδωρου Kολοκοτρώνη, που δεσπόζει στο κέντρο του πάρκου Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο. Είναι το πρώτο έφιππο άγαλμα (1901) της νεοελληνικής γλυπτικής.

Το Δημοτικό Συμβούλιο υπερψήφισε την πρόταση και προκηρύχτηκε καλλιτεχνικός διαγωνισμός για την κατασκευή του ανδριάντα. Στο διαγωνισμό η επιτροπή ενέκρινε το σχέδιο του Λάζαρου Σώχου, στον οποίο τον ίδιο χρόνο ανατέθηκε η δημιουργία του μνημείου.

Ναύπλιο, Πάρκο Κολοκοτρώνη. Στο κέντρο ο Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος, γιατρός, δήμαρχος Ναυπλιέων και πρόεδρος της επιτροπής για την κατασκευή του ανδριάντα του Κολοκοτρώνη, περ. 1901. Αρχείο: Νίκος Κωτσονόπουλος.

Ναύπλιο, Πάρκο Κολοκοτρώνη. Στο κέντρο ο Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος, γιατρός, δήμαρχος Ναυπλιέων και πρόεδρος της επιτροπής για την κατασκευή του ανδριάντα του Κολοκοτρώνη, περ. 1901. Αρχείο: Νίκος Κωτσονόπουλος.

Το γύψινο πρόπλασμα  του  Σώχου  βράβευσε η Ακαδημία της Pώμης, ενώ εκτέθηκε επίσης στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1900, όπου και πήρε το πρώτο βραβείο. O Henri Jouin μάλιστα, γραμματέας της Σχολής Kαλών Tεχνών του Παρισιού, εξέδωσε σε ειδικό φυλλάδιο λόγο που του ενέπνευσε το έργο αυτό και ο οποίος δημοσιεύτηκε τότε στην εφημερίδα «Eστία».

Το έργο αποπερατώθηκε το 1894 στο Παρίσι, μεταφέρθηκε στην Ελλάδα το 1895 και παρέμεινε πέντε χρόνια στις αποθήκες του Οπλοστασίου του Ναυπλίου.

Τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα έγιναν στις 23 Απριλίου του 1901, όταν Δήμαρχος Ναυπλίου ήταν ο πατέρας του γνωστού Ναυπλιώτη λογοτέχνη, θεατρικού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Άγγελου Τερζάκη, δικηγόρος Δημήτριος Τερζάκης (1899-1903), που διατέλεσε και βουλευτής, γερουσιαστής και αργότερα νομάρχης Αργολίδος. Τοποθετήθηκε στο Βοτανικό Κήπο του Ναυπλίου, που από τότε ονομάστηκε Πάρκο Κολοκοτρώνη.

 

Πηγές


  • Αλέξης Τότσικας, «Οι έφιπποι ανδριάντες του Κολοκοτρώνη – Η υπαίθρια γλυπτική».
  • Γιάννης Μακρής, «Ο Ανδριάντας του Γέρου του Μωριά – Οδοιπορικό στην πραγματοποίηση του πόθου των Αναπλιωτών».
  • Βίκυ Ελενοπούλου, «Δήμαρχοι  Ναυπλιέων (από 1835 έως 1998)», Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙV, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, τόμος IV (2000).

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Ναύπλιο, Πρὀσωπα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Δήμαρχος, Δήμαρχοι Ναυπλίου, Ιατρός, Κωτσονόπουλος Επαμεινώνδας, Ναύπλιο, Πρόσωπα

Κέντρο Ελληνικών Σπουδών – «Οικολογία και οικονομία: Ο κήπος ως κόσμος και μικρόκοσμος»

$
0
0

Κέντρο Ελληνικών Σπουδών – «Οικολογία και οικονομία: Ο κήπος ως κόσμος και μικρόκοσμος»


 

  «Events Series 2016»

«Παγκοσμιοποίηση και τοπικά ιδιώματα: πολιτισμικές

και θεσμικές αλληλεπιδράσεις»

 

 Harvard

Harvard

Την Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016 και ώρα 7.00 μ.μ. στην Αίθουσα Τέχνης & Πολιτισμού «Μέγας Αλέξανδρος» στο Άργος, Αγίου Κωνσταντίνου 29, θα δώσει διάλεξη η Φαίη Ζήκα, Επίκουρη Καθηγήτρια Φιλοσοφίας και Θεωρίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Συνομιλήτρια της θα είναι η Ελεάνα Γιαλούρη, Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου.

Θέμα της ομιλίας, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων και εκδηλώσεων «Events Series 2016», θα είναι: «Οικολογία και οικονομία: Ο κήπος ως κόσμος και μικρόκοσμος».

 

Σύντομη περίληψη της διάλεξης

Μετά από μια σειρά περιπετειών στο παγκοσμιοποιημένο τοπίο του 18ου αιώνα, ο Καντίντ του Βολταίρου τελειώνει με την προτροπή «πρέπει να καλλιεργήσουμε τον κήπο μας». Ενώ ο Βολταίρος χρησιμοποιεί τον κήπο ως κριτική αντιπαράθεση στα δεινά μιας παγκοσμιοποίησης, η ομιλία μου στοχεύει να αναδείξει πώς, μέσω της μετανάστευσης των φυτών και της καλλιέργειας, ο μικρόκοσμος του κήπου συνδέει το τοπικό με το παγκόσμιο, την εσωστρεφή ενασχόληση με τα του οίκου (οικονομία) με ένα άνοιγμα στον ευρύτερο κόσμο και τη φύση εν γένει (οικολογία).

Φαίη Ζήκα

Η Φαίη Ζήκα είναι επίκουρη καθηγήτρια φιλοσοφίας και θεωρίας της τέχνης στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Μεταξύ 1991 και 2008 ήταν καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Αμερικανικό Κολλέγιo Ελλάδας/ Deree College. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν τις αισθήσεις και το χρώμα, ζητήματα ταυτότητας και φύλου, τη σχέση τέχνης και φύσης, τη σχέση της φιλοσοφίας με τις τέχνες και τις επιστήμες. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά, σε συλλογικούς τόμους και σε καταλόγους εκθέσεων. Έχει επιμεληθεί το βιβλίο του David Batchelor Χρωμοφοβία (Άγρα 2013) και τη συλλογή κειμένων Τέχνη, Σκέψη, Ζωή: Η αισθητική φιλοσοφία του Αλέξανδρου Νεχαμά (Οκτώ 2014).


Στο:Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Harvard, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Διάλεξη, Ειδήσεις, Κέντρο Ελληνικών Σπουδών, Οικολογία, Οικονομία, Πολιτισμός, Φαίη Ζήκα

Η Βδέλλα – Η Εμπορία της Επί Όθωνα και τα Προβλήματα των Απροσέκτων

$
0
0

Η Βδέλλα – Η Εμπορία της Επί Όθωνα και τα Προβλήματα των Απροσέκτων


 

Η βδέλλα, κοινώς αβδέλλα, «είναι σκώληξ υδρόβιος, προσκολλόμενος και απομυζών, δίκην παρασίτου». Η λέξη παράγεται από το «βδάλλω» που ση­μαίνει αρμέγω. Είναι γένος ζωνοσκωλήκων της οικογένειας των γναθοβδελλιδών. Οι Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αναφέρονται συχνά στον ζωνοσκώληκα αυτόν, επομένως οι βδέλλες ήταν γνωστότατες από τα αρχαία χρόνια.

Οι βδέλλες έχουν σώμα επίμηκες που συστέλ­λεται, μαλακό, ανώμαλα κυλινδρικό και πεπιε­σμένο στο πρόσθιο μέρος, όπου και η κεφαλή των, που καταλήγει στην στοματική κοιλότητα, η οποία είναι δίχειλη, με επίμηκες το άνω χεί­λος. Οι σιαγόνες είναι τρεις, μεγάλες, αιχμηρές και πολυοδοντωτές στο ελεύθερο άκρο των. Οι οφθαλμοί, ανάλογα με το είδος των βδελλών, διαφέρουν κατά τον αριθμό. Συνήθως είναι δέκα, ανά ζεύγη, σε κυρτή γραμμή, κατά το πρόσθιο τμήμα του σώματος. Ακριβώς στο αντίθετο μέρος του σώματος βρίσκεται το άνοιγμα της έδρας. Και τα δύο άκρα της βδέλλας, στόμα και έδρα, χρησιμεύουν ως όργανα σύλληψης, κα­θώς και για να προσκολλάται αυτή στα διάφορα έμψυχα ή άψυχα αντικείμενα.

Οι βδέλλες είναι ζώα «ανδρόγυνα». Τα γεν­νητικά των όργανα, αρσενικά και θηλυκά, βρί­σκονται κατά το πρόσθιο τμήμα του ιδίου αυτού ζώου. Το χρώμα τους είναι άλλοτε μελανό, άλλοτε φαιοπράσινο… Τις συναντάμε σχεδόν σε όλη την επιφάνεια της γης.

Οι βδέλλες γενικά τρέφονται σε βάρος των άλλων ζώων (μαλακίων, κλπ), των οποίων απορροφούν το αίμα ή τα τεμαχίζουν και τα κα­ταπίνουν.

Αυτά, από την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλο­παίδεια (Μ.Ε.Ε. – 1930), όπως και τα επόμενα.

 

Η βδέλλα στην Ιατρική:

 

Μεταξύ των διαφόρων ειδών της βδέλλας, βρίσκεται και η «βδέλλα η ιατρική», που χρησι­μοποιήθηκε για μικρές αφαιμάξεις (αφαίρεση αίματος). Πρώτος την αναφέρει ο Νίκαρχος.

Η βδέλλα, όταν χορτάσει αίμα, αποκολλάται, δηλαδή πέφτει μόνη της. Για την επιτάχυνση της πτώσης βρέχεται με άλμη (αλατόνερο) το μέρος στο οποίο έχει προσκολληθεί. Με τον ίδιο τρόπο αποκολλάται η βδέλλα, αν, κατά την πό­ση νερού από πηγή, τύχει να εισέλθει στο στό­μα και να προσκολληθεί στον ανθρώπινο λαιμό. Αν πέσει στο στομάχι, χορηγείται εμετικό. Αν εισδύσει στο «ορθόν», ενεργούνται αλατούχοι υποκλυσμοί. Αν δεν αποκολλάται, διαιρείται με το ψαλίδι. Η βίαιη απόσπασή της αποφεύγε­ται…

Αξίζει να σημειωθεί ότι: Σε στήλες που βρί­σκονται στο Μουσείο της Επιδαύρου, αναφέρο­νται 43 ιάματα (θεραπευτικά), μεταξύ των οποί­ων και ίαμα κατά της κατάποσης βδελλών. Να προστεθεί ότι μία εύρωστη βδέλλα, απο­μυζά περί τα 16 γραμμάρια αίματος. Για μια μέ­τρια αφαίμαξη χρειάζονται 8-10 βδέλλες. Στο εμπόριο «φέρονται οι βδέλλες υπό πέντε διάφορες κατηγορίες… Από τινων ετών η τιμή των βδελλών ηύξησε καταπληκτικός».

 

Βδελλοκομία:

 

Λόγω της εξαφάνισης βδελλών από πολλά φυσικά τέλματα (λιμνάζοντα νερά), άρχισαν να καλλιεργούνται οι βδέλλες σε τεχνητά. Η μεγαλύτερη εξαγωγή βδελλών γίνεται από την Ασιατική Τουρκία και την Περσία, όπου η βδελλοκομία, κατά τα τελευταία χρόνια, έλαβε καταπληκτική ανάπτυξη.

Τελικά, να σημειωθεί ότι: Η χρήση βδελλών για αφαιμάξεις, μειώθηκε σημαντικά κατά τα τελευταία χρόνια (ΜΕ.Ε. – 1930). Να σημειωθεί επίσης ότι: Αφαιμάξεις γίνο­νταν και στα κουρεία και στα κομμωτήρια.

 

Θεσσαλονίκη, πωλητές βδελλών, 1914. Το επάγγελμα του αβδελά ξεκινάει τον 19ο αιώνα και η ακμή του φτάνει μέχρι το 1953-54.

Θεσσαλονίκη, πωλητές βδελλών, 1914. Το επάγγελμα του αβδελά ξεκινάει τον 19ο αιώνα και η ακμή του φτάνει μέχρι το 1953-54.

 

1836: Το εμπόριο βδελλών επί Όθωνα.

 

Διάταγμα

Περί εξαγωγής βδελλών.

ΟΘΩΝ ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

Έχοντας σκοπό να περιορίσει την μεγάλη εξα­γωγή βδελλών έξω από το κράτος, για να μην εξα­ντληθεί ένα από τα πλέον αναγκαία θεραπευτικά μέσα·

Επειδή νομίζει ότι η ελεύθερη και απεριόριστη, από τον κάθε τυχαίο, και μάλιστα από εταιρείες που σχηματίσθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό, εξαγωγή των ζωυφίων αυτών, μπορεί να προκαλέσει γρήγο­ρα την υπερτίμησή των·

Για να αποφύγει, αφ’ ετέρου, την χρήση απαγο­ρευτικών μέσων νια την γενική εξαγωγή τους, για να μην αφαιρέσει από το εμπόριο ένα αντικείμενο, του οποίου η μέτρια διαχείριση μπορεί να αποφέ­ρει όφελος στο δημόσιο ταμείο, πόρο και μέσον ανταλλαγής με άλλα κράτη· (για όλα αυτά),

Στην πρόταση, της επί των Οικονομικών Γραμ­ματείας (του τότε Υπουργείου Οικονομικών), διατάζει τα ακόλουθα:

  1.  Η αλιεία, για εσωτερική χρήση είναι απολύ­τως ελεύθερη στον καθένα μέσα στις λίμνες, οι οποίες βρίσκονται κοντά στα λιμάνια, των οποίων η εξαγωγή παραχωρήθηκε αποκλειστικά σε κά­ποιους, με ενοικίαση.
  2.  Το δικαίωμα εξαγωγής βδελλών έξω από το κράτος, από λίμνες που γειτονεύουν σε διάφορα λιμάνια του βασιλείου, θα εκτεθεί σε δημοπρασία και θα παραχωρηθεί σ’ αυτόν πουθα πλειοδοτή­σει. Η διαίρεση των λιμνών κατά λιμάνια, θα προσδιορισθεί από την επί των Οικονομικών Γραμματεία…
  3.  Η ενοικίαση του δικαιώματος αυτού θα γίνει προς το παρόν για δύο μόνο χρόνια.
  4.  Ο ενοικιαστής είναι υποχρεωμένος να προμη­θεύει τα δημόσια και δημοτικά νοσοκομεία με την προσδιορισμένη, από τον ιατρό του Νομού, ποσό­τητα βδελλών, με τιμή που δε θα υπερβαίνει τα δύο λεπτά την μία. Στην ίδια τιμή υποχρεούται να πωλεί και σε όλους σε περίπτωση έκτακτης επιδη­μίας… (Με μια τρύπια δεκάρα αγόραζαν 5 βδέλ­λες).
  5.  Οι εξαγόμενες από τον ενοικιαστή βδέλλες, είναι ελεύθερες από κάθε τελωνειακό δικαίωμα.
  6.  Απαγορεύεται στο εξής η εξαγωγή βδελλών, η οποία θεωρείτο λαθρεμπόριο, όσες φορές ο έμπορος που εξάγει, δεν είναι εφοδιασμένος με επίσημο έγγραφο…, με το οποίο να αναγνωρίζεται ενοικιαστής του δικαιώματος της εξαγωγής.
  7.  Η λαθραία εξαγωγή των βδελλών, υπόκειται στις περί λαθρεμπορίου διατάξεις. «Η συλληφθείσα ποσότης βδελλών είναι προς όφελος του ανακαλύπτοντος». (Παραχωρούσε, λοιπόν, κίνητρα, για την δίωξη του λαθρεμπορίου).
  8.  Όσες φορές μεταφέρονται βδέλλες από ένα λιμάνι του βασιλείου, προς άλλο λιμάνι, για εσω­τερική χρήση, δίνεται εγγύηση στο Τελωνείο του πρώτου… Συγχρόνως ειδοποιείται το Τελωνείο του δευτέρου, με φροντίδα του ενοικιαστή, και για το όνομα του πλοίου και για το ποσόν και το μέγε­θος των δοχείων με τις βδέλλες.
  9.  Όσες φορές ανακαλυφθεί ότι οι βδέλλες δεν έφθασαν στο λιμάνι του προορισμού των, ούτε σε άλλο λιμάνι του βασιλείου…, η εγγύηση που δό­θηκε, κατάσχεται προς όφελος του ενοικιαστή των λιμνών, στις οποίες αλιεύθηκαν οι βδέλλες, εκτός των εκτάκτων περιπτώσεων της ανάγκης.
  10.  Η εγγύηση που θα δίνεται θα ανέρχεται στο 8πλάσιο της αξίας των βδελλών…
  11.  Παρακαταθήκη ή εγγύηση είναι περιττή, εάν οι βδέλλες που πρόκειται να μεταφερθούν σε κάποιο μέρος του βασιλείου, δεν ξεπερνούν τις πεντακόσιες (500).
  12.  Το παρόν διάταγμα θέλει δημοσιευθεί δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο Ημέτερος Γραμματεύς της Επικρατείας Δρό­σος Μανσόλας παραγγέλλεται να προσυπογράψη, το δε Ημέτερον Υπουργείον των Οικονομικών να δημοσιεύση και εκτελέση αυτό.

 Εν Αθήναις τη 19 Φεβρουαρίου (2 Μαρτίου) 1836.

 ΟΘΩΝ

 ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓ                                        ΔΡ. ΜΑΝΣΟΛΑΣ

Αρχιγραμματεύς της Επικρατείας              Γραμμ. της Επικρατείας επί των Εσωτερικών

Γ. ΛΑΣΑΝΗΣ

επιφορτισμένος την επιμέλειαν της διευθύνσεως των Οικονομικών

Το, με 19 Φεβρουαρίου του 1836 με το πα­λαιό ημερολόγιο, 2 Μαρτίου με το νέο, και από 12 άρθρα αποτελούμενο, διάταγμα αυτό του Όθωνα, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυ­βερνήσεως στις 3 Μαρτίου, με α/α 8, από το «δικό» του Υπουργείο των Οικονομικών.

 

Οι βδέλες στην Τήνο

 

Το εάν οι βδέλλες, στα χρόνια εκείνα του Όθωνα, αποτελούσαν και στην Τήνο αντικείμε­νο εμπορίου, αυτή την στιγμή δεν το γνωρίζω. Θυμάμαι, όμως, πολύ καλά από τα παιδικά μου χρόνια, αφού και εγώ απέκτησα τότε προ­σωπικές εμπειρίες, ότι οι βδέλλες αποτελούσαν πρόβλημα για τους ευρισκόμενους στα κτήματά των Τηνιακούς, καθώς και για τα ζώα των.

Συγκεκριμένα: Στις εξοχές της Τήνου υπήρ­χαν και υπάρχουν πηγές με ποτίστρες για τα ζώα. Σε μερικές υπήρχε και «ξυνάρι» για τους ανθρώπους. Σε κάποιες από τις άλλες πηγές, υ­πήρχε «κρατούνι», φλασκί, κονσερβοκούτι ή άλλο αντικείμενο, από το οποίο έπιναν οι άν­θρωποι νερό, που το έπαιρναν από τις ποτίστρες των ζώων. Όπου δεν υπήρχαν αυτά, ο διψασμένος έσκυ­βε ή γονάτιζε και έπινε νερό από τις ποτίστρες των ζώων, πράγμα γνωστό και συνηθισμένο. Όμως, εάν το νερό της πηγής δεν ήταν αρκε­τό, για να ανανεώνεται συνέχεια και καλά, και στο τυχόν κοίλωμα – γούβα του ξυναριού και στις ποτίστρες των ζώων, τότε το νερό «έπιανε» βδέλλες.

Και θυμάμαι ότι σε πολλές ποτίστρες εξοχι­κών πηγών, οι γείτονες, εάν είχαν, έλιωναν ασβέστη μέσα στις ποτίστρες, για να τις εξοντώ­σουν. Όμως αυτό δεν συνέβαινε πάντοτε. Έτσι τα ζώα, συχνά – πυκνά, κατά το καλο­καίρι, «έπιναν» βδέλλες, πράγμα που γινόταν αντιληπτό από το αίμα που παρουσιαζόταν στα ρουθούνια των βοειδών. Και τότε, όπως και εγώ είδα αρκετές φορές, ο ένας κρατούσε ανοικτά τα χείλη ή το στόμα του ζώου, και ο άλλος με ένα φύλλο συκιάς στο χέρι, γιατί το φύλλο της συ­κιάς είναι «αδρύ» από τη κάτω πλευρά του, έ­πιανε την βδέλλα με προσοχή και την αποσπού­σε, αφαιρούσε, όπως γνωρίζουν και οι μεγάλης ηλικίας Τηνιακοί, που προέρχονται από γεωργι­κές οικογένειες. Βέβαια, κάποιες φορές, βδέλλες «έπιναν» και οι άνθρωποι.

 

1886: Θάνατος από βδέλλα

 

Την Κυριακή, 11 Αυγούστου 1886, απεβίωσε στο χωριό Τριαντάρος ο 12ετής Ματθαίος, γιος του Αντωνίου Ν. Σανταμούρη. Ο μικρός Ματ­θαίος είχε καταπιεί μικρή βδέλλα, 12 ημέρες πριν τον θάνατό του, που προσκολλήθηκε στο λάρυγγά του και από την οποία προήλθε ο θάνα­τός του «υπό τα φαινόμενα πνιγμονής, διότι η εξαγωγή αυτής (της βδέλλας) υπήρξεν εντελώς αδύνατος δια των συνήθων μέσων».

Η είδηση από την εφημερίδα «Η Ηχώ της Τή­νου» (φ. 173/17.8. 1886) που εύχεται το δυστύ­χημα να γίνει μάθημα στους γονείς, οι οποίοι πρέπει να απαγορεύουν στα παιδιά των να σκύ­βουν και να πίνουν νερό απ’ ευθείας από τις πο­τίστρες, «ως κτήνη».

Είναι αλήθεια, γράφει στην συνέχεια, ότι ένε­κα της κακής αυτής συνήθειας, πολλοί στην Τή­νο καταπίνουν βδέλλες που εκβάλλονται τυχαία ή τεχνητά, ή πέφτουν στο στομάχι, χωρίς να προξενήσουν κάποια βλάβη. Συνιστά μεγάλη προσοχή σ’ αυτούς που έχουν την κακή συνήθεια, και καταλήγει: «Οι παλαιοί είχον εις όλα τα φρέατα των εξο­χών δοχεία κατάλληλα, επί τω σκοπώ του να αποφεύγωσι την κατάποσιν βδελλών».

Εγώ σ’ αυτά να προσθέσω ότι ήταν απλά θέ­μα τύχης. Και ότι μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, που καλλιεργούνταν εντατικά η Τήνος, δεκάδες Τηνιακοί κάθε μέρα, μικροί και μεγά­λοι, ευρισκόμενοι στα κτήματά των, αν και γνώ­ριζαν τον κίνδυνο, έσκυβαν και έπιναν νερό για να ξεδιψάσουν, κατά τους καλοκαιρινούς μή­νες.

Σχετικά με τον άτυχο μικρό Τριανταρίτη του 1886, να σημειώσω πιο απλά, ότι, η βδέλλα επί 12 ημέρες προσκολλημένη στο λαιμό του, απο­μυζούσε το αίμα του, αναπτύχθηκε και τελικά τον έφραξε…

 

Επέμβαση στα Υστέρνια

 

Το «Εγχώριο» αυτό της «Ηχούς» του 1886, είχα μεταφέρει στο «Κυκλαδικόν Φως» τον Ιού­νιο του 1996, δηλαδή 110 χρόνια μετά και πριν 12 χρόνια από σήμερα (2008), με τα «Εγχώρια» του χρόνου εκείνου. Και είχα πρόσθεσα τότε, στο «Κυκλαδικόν Φως», και την δική μου παιδική περιπέτεια, που με την άδειά σας. θα την μεταφέρω και εδώ:

Μεγάλωσα στα Υστέρνια, κοντά στους γονείς της μητέρας μου, όπου έμεινα μέχρι τα 12 χρό­νια μου ως μαθητής του δημοτικού σχολείου των Υστερνίων, και ευτυχώς, έχοντας δάσκαλό μου τον Κωνσταντίνο Καρδαμίτση, στον οποίο οφείλω πολλά.

Παρά τις συστάσεις, έσκυβα και εγώ και έπι­να νερό, όπως και όλα τα παιδιά του χωριού, από τις εξοχικές πηγές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, πριν δη­λαδή από 75 χρόνια περίπου, εμφανίσθηκε αίμα στα ρουθούνια μου, ενώ ένιωθα και μιαν ενό­χληση στον λαιμό, που μεγάλωνε μέρα με τη μέ­ρα. Όταν διαπιστώθηκε ότι αιτία ήταν μία βδέλ­λα, μου έδιναν αλατόνερο και έκανα συνεχώς γαργάρες με αυτό για να αποκολληθεί.

Οι μέρες περνούσαν. Εγώ συνέχιζα τις γαργά­ρες με το αλατόνερο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Και απ’ ό,τι θυμάμαι, χωρίς να έχω συναίσθηση του κινδύνου που διέτρεχα. Και ακόμη, χωρίς να μου κινήσουν την υποψία οι χαμηλόφωνες συζητήσεις του παππού, της γιαγιάς και της θεί­ας. Τελικά, μία μέρα ο παππούς με πήγε στο σπί­τι της Αγγελικής, συζύγου του Λευτέρη του Αθανάση, όπως τον έλεγαν, Ρήγος το επώνυμο, που είχε το σιδηρουργείο και το ελαιοτριβείο στα Υστέρνια, κοντά στην εκκλησία της «Ευβλεπούσας». Στο σπίτι της Αγγελικής, που ήταν, ανηφορί­ζοντας στον κεντρικό δρόμο των Υστερνίων δε­ξιά, πριν στρίψουμε αριστερά προς το ιερό της Αγίας Παρασκευής έγινε η … «επέμβαση».

θυμάμαι, λοιπόν, ότι η Αγγελική, με την στε­νή άκρη ενός κουταλιού που κρατούσε, πίεζε την γλώσσα μου προς τα κάτω. Με μία «τσιμπί­δα» στο άλλο χέρι, από αυτές που χρησιμο­ποιούν οι γυναίκες για να αφαιρούν τρίχες από τα φρύδια τους κατόρθωσε, μετά από αρκετή ώρα και πολλές και επίμονες προσπάθειες, να πιάσει επί τέλους την βδέλλα και να την απο­σπάσει από τον λαιμό μου, η οποία είχε αναπτυ­χθεί αρκετά, απομυζώντας το αίμα μου. Και ασφαλώς, κάποια στιγμή, θα έφραζε τον λαιμό μου, οπότε θα είχα και εγώ την τύχη του άτυχου Τριανταρίτη, του 1886, εάν…

«Ξανασκέπτομαι την περίπτωσή μου και κατα­λήγω στο απλό συμπέρασμα: Ή εγώ ήμουν πολύ τυχερός ή η Υστερνιώτισσα Αγγελική, σύζυγος Ελευθερίου Ρήγου, κόρη του Κων/νου Παλαμάρη ή Καΐρη, ήταν πανάξια. Την θυμάμαι πάντα με ευγνωμοσύνη».

Με αυτήν την φράση έκλεινα το «Εγχώριο» στον «Κυκλαδικόν Φως» το 1996. Σήμερα, 2008, περίπου 75 χρόνια μετά από ε­κείνη την παιδική μου περιπέτεια, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή, και ταλαιπωρώ και σένα… απομυζώντας αρκετό από τον ελεύθερο χρόνο σου, φίλη, φίλε, αναγνώστη…

 

Στέφανος Νικ. Δελατόλας*

Τηνιακά Σύμμεικτα, τεύχος 9ο, Ιούνιος – Σεπτέμβριος, 2008.  

* Ο Στέφανος Δελατόλας (1924 – 2011) ασχολήθηκε με την ιστορία και τον πολιτισμό της Τήνου.


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Υγεία Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Όθωνας, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αφαίμαξη, Βδέλλα, Εκκλησιαστική Ιστορία, Στέφανος Δελατόλας, Τήνος, Τηνιακά Σύμμεικτα, Υγεία, Leech

Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, Επισκόπου Μύρων της Λυκίας (Κατεδαφισμένος)

$
0
0

Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, Επισκόπου Μύρων της Λυκίας (Κατεδαφισμένος)


 

Στην πλατεία Ομονοίας, [1] όπως τότε λεγόταν η σημερινή πλατειά Αγίου Πέτρου Άργους, στο δυτικό τμήμα της βόρειας πλευράς της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου σε ελαφρώς λοξή θέση και σε κυμαινόμενη απόσταση 6,30 – 3,50 μ. από τα δυτικά προς τα ανατολικά, βρισκόταν ο ναός του Αγίου Νικολάου Επισκόπου Μύρων της Λυκίας, του Θαυματουργού. Ο ναός αυτός είχε κτισθεί τα χρόνια της Τουρκοκρατίας από τη γνωστή σημαντική οικογένεια Περούκα και κατεδαφίσθηκε το 1865, όταν κτίσθηκε η νέα μεγάλη εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Μάλλον, για το λόγο αυτό, το βόρειο κλίτος της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου είναι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Λαμβάνοντας υπόψη το όνομα του τιμώμενου Αγίου, πιθανόν να κτίσθηκε από το Δημογέροντα και Βεκίλη, Νικόλαο Περούκα, [2] ο οποίος πέθανε το 1822.

Είχε μήκος 14 μέτρα, πλάτος 7 μέτρα και ύψος 3,5 μέτρα, χωρίς τρούλο ενώ για να εισέλθεις κατέβαινες 3 σκαλιά. [3] Πιθανότατα ήταν Βυζαντινού ρυθμού. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς κτίστηκε. Διέθετε ξύλινο καμπαναριό και υπόστεγο με κεραμίδια προς την ανατολική πλευρά του καθώς και πέτρινο πεζούλι.  Γύρω από την Εκκλησία υπήρχαν ξύλινα κιγκλιδώματα και προς τον βορρά βρισκόταν το ηλιακό ημερολόγιο η γνωστή «Ημεριδιάνα». Ο Ναός του Αγίου Νικολάου συνδέεται και με τα σκληρά γεγονότα της 4ης Ιανουαρίου 1833, ημέρα της μεγάλης σφαγής των Αργείων από τους Γάλλους, οι οποίοι ετάφησαν σε λάκκο στα ανατολικά του Αγίου Νικολάου, της σημερινής πλατείας του Αγίου Πέτρου καθώς και στα ΒΔ της εκκλησίας του Αγιάννη. Ο ναός χρησίμευε και ως νεκροταφείο της οικογένειας Περούκα.

Τα εγκαίνια του Καθεδρικού Ιερού Ναού Αγίου Πέτρου, έγιναν στις 18 Απριλίου 1865, από τον Αρχιερέα  Γεράσιμο Παγώνη. Μέχρι τότε, λειτουργούσε  κανονικά ο Ναός του Αγίου Νικολάου, γιατί οι κάτοικοι αισθάνονταν βαθύτατο προς την ιερότητα του σεβασμό και κανείς δεν έπαιρνε την ευθύνη να τον κατεδαφίσει. Βλέποντας  αυτό ο Αρχιερέας Γεράσιμος, αφού ανέβηκε στην οροφή του Ναού, έκανε το σταυρό του και είπε: «Εγώ ο ανάξιος και αμαρτωλός δούλος Σου, Κύριε, κρημνίζω τον υπάρχοντα μικρόν και ταπεινόν τούτον Ναό Σου. ίνα ανοικοδομήσω μεγαλύτερον και μεγαλοπρεπέστερον». [4] Συγχρόνως, αφαίρεσε  τρία κεραμίδια από την στέγη. Τότε μόνον οι Αργείοι άρχισαν την κατεδάφιση του παλαιού Ναού μέχρι τα θεμέλια, χωρίς να εκσκαφούν αυτά. [5] Τα ιερά σκεύη και άμφια, μεταφέρθηκαν στο Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου.

 

Το δάπεδο της ιστορικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.

Το δάπεδο της ιστορικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.

 

Ο Τσακόπουλος για τον ναό του Αγίου Νικολάου

 

Ο Αναστασίος Τσακόπουλος, το 1953, στο βιβλίο του «Συμβολαί εις την ιστορίαν της Εκκλησίας Αργολίδος» έγραφε για τον κατεδαφισμένο ναό του Αγίου Νικολάου:

 

Χάριν της ιστορίας της Εκκλησίας Αργολίδος, σημειούμεν περί του ναού του Αγίου Νικολάου, ουχί των νεκροταφείου, αλλά του προϋπάρξαντος τοιούτου εν τη κεντρική πλατεία, προτού κτισθή ο μεγαλοπρεπής και πάνσεπτος ναός του πολιού­χου Άργους Αγίου Πέτρου, του θεοσόφου και θαυματουργού.

Ο ναός ούτος, αφιερωμένος εις την μνήμην του εν αγίοις Πατρός ημών Νικολάου επισκόπου Μύρων της Λυκίας του θαυματουργού, ου η μνήμη εορτάζεται εις τας 6 Δεκεμβρίου, κατά βάσιμον παράδοσιν ήτο οικογενειακός ναός της επιφανούς και ιστορικής οικογενείας Μπερρούκα, άγνωστον όμως πότε εκτίσθη. Ήτο καθ’ όλα όμοιος με τον του Αγίου Δημητρίου, απέχων περί τα 6-7 μέτρα εκ της βορείου θύρας του ήδη ναού· του Αγίου Πέτρου, προς την πλατείαν. Η είσοδός του ήτο εκ της Β. αυτού πλευράς και ο εισερχόμενος κατήρχετο δια τριών βαθμίδων εντός του ναού. Είχεν ούτος μήκος 14 μ., πλάτος 7 μ. και ύψος 3 1/2μ., άνευ τρούλλου, πιθανώτατα Βυζαντινού ρυθμού. Εις το Β. Δ. μέρος ήτο το ξύλινον κωδωνοστάσιον, ου ο κώδων είναι ο σημερινός μικρός του Αγίου Πέτρου.

Προς Ν. είχεν υπόστεγον εκ κεράμων, κατά την τότε συνήθειαν των ναών, είχε και μικρόν πεζούλι ή πεζούλα, (=τοιχίσκος λιθόκτιστος, χρησιμεύων ως κάθισμα), όπου μετά την θείαν λειτουργίαν οι εκκλησιαζόμενοι, καθήμενοι, συνεζήτουν διάφορα ζητήματα είτε ατομικά είτε κοινοτικά, όπως και σήμερον γί­νεται τούτο εις πλείστα χωρία.

Παράθυρα είχε τέσσαρα, 2 προς Βορράν και 2 προς Νότον, θύρας δε τρεις, μίαν προς Β., εξ ης ή είσοδος, άλλην προς Δ., και την του ιερού προς Νότον.

Ο ναΐσκος περιεβάλλετο δια ξυλίνων κιγκλιδωμάτων. Εις τον περίβολον τούτου ήσαν ολίγαι μορέαι και τίνες κυπάρισσοι. Προς Β. αυτού ήτο και η «ημεριδιάνα» δηλ. ηλιακόν ημερολόγιον, το οποίον διετηρήθη εις άλλην θέσιν μέχρι του 1895. Τώρα, άχρηστον πλέον, ευρίσκεται εις το Αρχαιολογικόν Μουσείον Άργους. Όπισθεν του ιερού υπήρχε και πηγάδι, το οποίον απε­καλύφθη το 1932 κατά την επισκευήν της πλατείας, ολίγα βή­ματα προς Ν. της προς Α. σημερινής ηλεκτρικής στήλης.

Το εικονοστάσιον ή τέμπλον, αι εικόνες, τα Ιερά σκεύη και λοιπά έπιπλα του ναού, μετά τα εγκαίνια του ναού του Αγίου Πέτρου, μετεφέρθησαν εις αυτόν, και όταν ανεκαινίσθη ούτος μετεφέρθησαν ταύτα εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Κωνσταν­τίνου, ένθα σώζονται μέχρι σήμερον εξ αυτών, μία εικών του Αγίου Νικολάου επισκόπου Μύρων της Λυκίας (0,99Χ 0,60μ.) 1824, δύο μανουάλια 1,35 μ. ύψος εκ λευκού μαρμάρου, άτινα προς το άνω μέρος φέρουν τρεις αγγέλους και προς το κάτω 3 χερου­βείμ. Προσέτι δε σώζεται και προσκυνητάριον εξ εκλεκτού λευκού μαρμάρου, το οποίον φέρει ένθεν και ένθεν καλλιτεχνικωτάτους κύκνους.

Εχρησίμευεν ο ναός ούτος και ως νεκροταφείον, ένθα ανα­παύονται και τα οστά όλων των αποβιωσάντων μελών της με­γάλης και αρχαίας οικογενείας Μπερρούκα. Εν τω αυτώ ναώ και όπισθεν του ιερού ετάφη και ο τελευταίος γόνος της ιστορι­κής οικογενείας Δημήτριος Μπερρούκας, δολοφονηθείς τη 12-13 Νοεμβρίου 1851. Η κηδεία του εγένετο πάνδημος την μ.μ. της 13ης Νοεμβρίου.

Ο εν λόγω ναός εκτός της αρχαιολογικής αυτού σημασίας συνδέεται και με τα γεγονότα της νεωτέρας ιστορίας. Διότι, φονευθέντες πλέον των 250 αθώων Αργείων, υπό των Γάλλων, κατά την αποφράδα εκείνην ημέραν της 4 Ιανουαρίου του 1833 ετάφησαν εκεί. Ο απαισίας μνήμης Γάλλος διοικητής Νώδ εφάνη τόσον θηριώδης, ώστε όχι μόνον δεν επέτρεψε την συνάθροισιν των τεθλιμμένων συγγενών αλλά και αυστηρώς απηγόρευσε πάσαν νεκρώσιμον ακολουθίαν και εκκλησιαστικήν πομπήν. Τα πτώματα αυτών ετάφησαν ή μάλλον ερρίφθησαν ακήδευτα, δίκην κυνών, εις δύο παμμεγέθεις λάκκους εξ ων ο εις ανεώχθη όπισθεν του ιερού του ειρημένου ναού και προς το Α. μέρος της πλατείας και ο άλλος εις το Β. Δ. μέρος του περιβόλου του ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.

Από της μεσημβρίας της ημέρας εκείνης, μέχρι της δύσεως του ηλίου διήρκεσεν η απάνθρωπος και αγριωτάτη σφαγή, καθ’ ην κατά θετικωτέρους υπολογισμούς, εκτός των τραυματισθέντων, εφονεύθησαν άνω των διακοσίων πεντήκοντα.

Εν τη συγχύσει όμως ταύτη και ταραχή, κατά την μοιραίαν εκείνην ημέραν ανεφάνη, ως από μηχανής σωτήρ της πόλεως ο εκτελών χρέη τοποτηρητού, ο πρώην Ηλιουπόλεως (Επισκο­πής Εφέσου) Άνθιμος ο Κομνηνός. Ήτο μεγαλοπρεπής, επι­βλητικός, νοήμων και πλήρης σθένους και θάρρους ανήρ. Ο φιλάνθρωπος και φιλόπατρις ούτος ιεράρχης, βλέπων παρατεινόμενον το ανήκουστον κακόν, περιεβλήθη την μεγάλην αρχιερατικήν του στολήν, έλαβε μεθ’ εαυτού τον διάκονόν του φέροντα λευκόν μανδήλιον επί της ράβδου του και εξελθών της οικίας του, μετέβη κατ’ ευθείαν εις τον στρατώνα εν μέσω των ανά τας οδούς πυρο­βολισμών, αλαλαγμών, θρήνων και κοπετών. Εγένετο αμέσως δεκτός παρά τω Γάλλω διοικητή Νώδ, εις όν μετά παρρησίας ωμίλησε και εξήγησε την αθωότητα της σφαζομένης πόλως κατά τας θηριωδίας των Γάλλων στρατιωτών, επικαλεσθείς την δικαιοσύνην και την φιλανθρωπίαν του. Λέγεται ότι ωμίλει απταίστως την Γαλλικήν. Ο Γάλλος διοικητής τόσον εξεπλάγη και ελυπήθη εξ όσων έμαθεν εκ του στόματος του σεβασμίου ποιμενάρχου, ώστε ευθύς διέταξε γενικήν αποχώρησιν. Οι Γάλλοι στρατιώται επανήλθον εις τον στρατώνα και ούτω η πόλις απηλλάγη της περαιτέρω σφαγής. Επήλθε δε η νυξ και εκάλυψεν αυτήν σιγή και πένθος!!….

Και όλη αυτή η τραγωδία εγίνετο ένεκα παρεξηγήσεως και παρανοήσεως των Γάλλων στρατιωτών. Τας λεπτομέρειας και τα αληθή αίτια τα προκαλέσαντα την άδικον επίθεσιν και σφαγήν των δυστυχών Αργείων αποφεύγομεν ν’ αναφέρωμεν δια λόγους πολιτικής σκοπιμότητος, διότι τούτο είναι και εκτός του θέμα­τός μας. Η εν Άργει σφαγή υπήρξεν μία ανεξίτηλος και ανεξάλειπτος ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΗΛΙΣ δια τούς πεπολιτισμένους Γάλλους.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου διετηρήθη εν καλή καταστάσει και ελειτουργείτο μέχρι της 18ης Απριλίου του έτους 1865, ότε εγένοντο τα εγκαίνια του ήδη υπάρχοντος Μητροπολιτικού τοι­ούτου του Αγίου Πέτρου.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Εφ. «Η Αργολίς», φ. 108/1870.

[2] Ο Αρχαιολόγος Χρήστος Πιτερός στην αδημοσίευτη μελέτη του «Τοπογραφία και μνημεία του νεότερου Άργους» γραφεί: Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Άργους σώζεται η μαρμάρινη επιτύμβια πλάκα, διαστ. 1,54 Χ 0,61 Χ 0,08 μ., της Αγγελικής Περούκα, συζύγου του Νικολάου, με επιτύμβιο επίγραμμα σε δακτυλικό εξάμετρο και αρχαϊζουσα γλώσσα. Η Αγγελική το γένος Ιωάννου Συλλιβέργου είχε συγγένεια με τη σημαντική οικογένεια των Νοταράδων της Κορινθίας, γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1756 και απεβίωσε στο Άργος την 8η Μαρτίου 1836. Η επιτύμβια πλάκα φέρει επίγραμμα με κεφαλαία γράμματα, είκοσι στίχων, ύψος γραμμάτων 3,5 εκ. και διάστιχο 1,5 εκ. με το εξής κείμενο: «Τύμ­βε τιν ὧ­δε κέ­κευ­θας’ ἰ­αὺ / ονθ’ἐς μα­κρὸν ὕ­πνον / οἵ­ης τ᾽αὖ γε­νε­ῆς ἥ δ᾽ ἀ­ρε / τῆς ὁ­πό­σης; / Ἀγ­γε­λι­κὴ μὲν ἔ­ην τήδ᾽ / οὔ­νο­μα ξεῖ­νε ἀ­γλα­ὸν / Κερ­νο­τέ­ων Νο­τα­ρῶν εὒ­χετ᾽ / ἔ­μεν προ­γό­νων / Νι­κο­λέ­ων δ᾽ ἔ­χει Περ­ρού­κα / πό­σιν ἒ­ξοχ᾽ ἄ­ρι­στον / ἀν­δρῶν ὅσσ᾽ Ἄρ­γους ἐν­νά­ε / ται γε λά­χον. / Αὐ­τὰρ ἀρ᾽εὐ­σε­βί­ης τρὸ/φι­μος πέ­λεν ἀ­σκέ­ε ταύ­τιν / ἔρ­νος ἐ­οῦσ᾽ ἀ­ρε­ταῖς θὲ / σπε­σί­η­σι βρῖ­θον. / Ἐ­σθλοῖς δ᾽ ἐν πολ­λοῖ­σι κα / κῶν ἅ­λις οὐκ ἀ­μέ­θε­κτος / ἐς χεί­ρας τήν ψυ­χήν παρ / κα­τέ­θη­κε Θε­οῦ». « Ἐ­γεν­νή­θη τὴν 1η Μαρ­τί­ου 1756 καὶ ἐτελεύτησε τήν 8η Μαρ­τί­ου 1836.» Μετάφραση: «Τάφε αυτός που εσύ καλύπτεις και αναπαύεται σε βαθύ ύπνο / από ποια γενιά κατάγεται και πόση είναι η αρετή του; / Αγγελική ξένε είναι το όνομά της το ένδοξο / και τους πλούσιους Νοταράδες καυχιέται ότι έχει προγόνους. / Τον Νικόλαο Περούκα έχει έξοχο σύζυγο / τον πιο άριστο / από όλους τους άνδρες, που έτυχε να κατοικούν στο Άργος. / Αυτή πάλι μεγάλωσε με ευσέβεια, με πολλή φροντίδα, / όντας ένα κλαδί γεμάτο με θεσπέσιες αρετές. / Έζησε μέσα σε πολλά καλά, / αλλά δεν έμεινε αμέτοχη πλήθους συμφορών / και παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού».

[3] Εκείνο τον καιρό, τους Ναούς τους έκτιζαν ημιυπόγειους προκειμένου να εμποδίζουν την βεβήλωση τους από  έφιππους Τούρκους.

[4] Ζεγκίνης ό.π. 336

[5] Ο Αρχαιολόγος Χρήστος Πιτερός στην αδημοσίευτη μελέτη του «Τοπογραφία και μνημεία του νεότερου Άργους» σημειώνει: Με αφορμή την προσεχή ανάπλαση της πλατείας του Αγ. Πέτρου, προτείναμε την αποκάλυψη και αποτύπωση του σημαντικού μνημείου του Αγίου Νικολάου και το σχήμα και η θέση του ναού να υποδηλωθεί στη νέα διαμόρφωση της πλατείας. Η άποψή μας αυτή έγινε δεκτή με αποτέλεσμα ένα αφανισμένο μνημείο της πόλης να αναδειχθεί.

 

Πηγές


 

  •  Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη, «Το Άργος δια μέσου των Αιώνων», Έκδοσις Τρίτη, Αθήνα 1996.
  • Αναστασίου Τσακόπουλου, «Συμβολαί εις την Ιστορίαν της Εκκλησίας Αργολίδος», τεύχος Ά, Έκδοσις «Χρονικών του Μοριά», Αθήνα, 1953.
  • Χρήστος Πιτερός, «Τοπογραφία και μνημεία του νεότερου Άργους», αδημοσίευτη μελέτη.
  • Βασίλης Τσιλιμίγκρας, «Ιστορική γενεαλογία στην Τουρκοκρατία. Οι πρόδρομες σχέσεις της κοινωνικής συγκρότησης του Άργους», Δαναός ΙΙΙ, 2003.

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άργος, Εκκλησιαστική Ιστορία αφορώσα στην Αργολίδα, Ναοί Αργολίδας Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Church, Church of St. Nicholas, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση 21, Εκκλησιαστικά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ιστορία, Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, Ιεροί Ναοί, Ορθοδοξία, Περρούκας

Jacques Lacarièrre (1925-2005) – Ο Μεγάλος ελληνιστής και φιλέλληνας παραμένει για πάντα στην Ελλάδα

$
0
0

Jacques Lacarièrre (1925-2005) – Ο Μεγάλος ελληνιστής και φιλέλληνας παραμένει για πάντα στην Ελλάδα


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Με αφορμή το αφιέρωμα μνήμης* στον μεγάλο Γάλλο Ελληνιστή Jacques Lacarièrre, το Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016, στο Βουλευτικό Ναυπλίου, δημοσιεύουμε στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του Δρ. Γεωργίου Κόντη με θέμα:

«Jacques Lacarièrre (1925-2005) – Ο Μεγάλος ελληνιστής και φιλέλληνας παραμένει για πάντα στην Ελλάδα».

 

Η Ελλάδα του είναι μεγαλύτερη από την Ελλάδα. Είναι η πατρίδα μιας γλώσσας αιώνιας, των αρχαίων φιλοσόφων, των βυζαντινών μυστικιστών και των περιπλανώμενων ναυτικών. Μια γλώσσα που άνοιξε τις πόρτες της ζωής, της περιπέτειας, της γνώσης και του θανάτου, εκείνη που έδωσε στους ανθρώπους ένα οικουμενικό λεξιλόγιο ώστε να μιλήσουν για τη δημοκρατία και την ελευθερία.

                                                                                        Daniel Rondeau [1]

 

Όταν ο μεγάλος ιταλός σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελλίνι στην κινηματογραφική του ταινία «Και το πλοίο φεύγει» (E la nave va), παρουσιάζει ένα ειδικά οργανωμένο ταξίδι στο Αιγαίο με σκοπό το διασκορπισμό της τέφρας μιας μεγάλης ελληνίδας αοιδού (ντίβας), ίσως πέρα από την δυναμική του συμβολισμού να μη σκεπτόταν πως κάποτε η ίδια σκηνή θα επαναλαμβανόταν πραγματικά στα ίδια γαλάζια νερά. Να ακολούθησε άραγε το σενάριο αυτό ο Ζακ Λακαριέρ, ώστε να ζητήσει να διασκορπιστεί η τέφρα του στα ελληνικά νερά διατηρώντας αιώνια το δεσμό του με την Ελλάδα;

 

Jacques Lacarièrre (1925-2005)

Jacques Lacarièrre (1925-2005)

Ο Λακαριέρ, ο πιο Έλληνας από τους Γάλλους συγγραφείς, «εραστής των ελληνικών γραμμάτων» [2] και του πνεύματος, της αρχαίας Ελλάδας αλλά και της σύγχρονης, πέθανε σε ηλικία 79 ετών, σε νοσοκομείο του Παρισιού το Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2005. Η Ελλάδα φαίνεται να έχασε έναν από τους σημαντικότερους πρεσβευτές της, όμως η τελευταία του επιθυμία της αποτέφρωσης και του διασκορπισμού της τέφρας του στην ελληνική θάλασσα, κάλυψε το κενό της σωματικής απουσίας : ο Ζακ Λακαριέρ θα παραμείνει για πάντα στην Ελλάδα.

Γεννήθηκε στη Γαλλία, στη Λιμόζ (Limoges), στις 2 Δεκεμβρίου 1925. Ένα ταλαντούχο όσο και ανήσυχο πνεύμα, έσπρωχνε τον άνθρωπο σε μια διαρκή κίνηση, σε συστηματική αλλαγή θέσης, στην απόλυτη γνωριμία με τα αντικείμενα και τους ανθρώπους που αγάπησε, το μυστικισμό της Ανατολής, την ελληνική σκέψη, τα τοπία, την ποίηση και την καθημερινότητα. «Ο δρόμος προς τη γνώση είναι το ίδιο σημαντικός όσο και η ίδια η γνώση» [3], επαναλάμβανε πάντα ο συγγραφέας και με αυτή την πεποίθηση πορεύτηκε σε όλη του τη ζωή. Περνάει τα παιδικά του χρόνια στην Ορλεάνη και αρχίζει τις σπουδές του στη Νομική την οποία εγκαταλείπει για να αφοσιωθεί στις κλασσικές φιλολογικές και φιλοσοφικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι. Ταυτόχρονα μαθαίνει ελληνικά και ανατολικές γλώσσες (κυρίως hindi) στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών. Ανακαλύπτει τη δημοσιογραφία στην οποία αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της πνευματικής του δύναμης ασκούμενος σε διάφορες μορφές της (χρονικογράφος, ανταποκριτής, κριτικός, κτλ) και συνεργάζεται από το 1953 με μεγάλα γαλλικά έντυπα όπως οι ημερήσιες Combat, Le Monde, Le Matin, τα εβδομαδιαία περιοδικά L’Express, le Nouvel Observateur και τα μηνιαία Realite, Geo, le Magazine Litteraire, Caravane, κ.α.

Το ταλαντούχο πνεύμα του εκφράζεται σε περισσότερα από 40 έργα : από κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων σε λογοτεχνικά και από συλλογές έργων τέχνης και φωτογραφίας σε σημαντικές μεταφράσεις ιδιαίτερα Ελλήνων συγγραφέων. Με το βιβλίο του «Κάνοντας Δρόμο: χίλια χιλιόμετρα διασχίζοντας με τα πόδια τη Γαλλία», θα καθιερωθεί ως ένας από τους καλύτερους περιηγητές και εξαίρετος περιπατητής. Όμως δεν θα αρκεστεί σ’ αυτό! Θα γίνει και δεινός περιηγητής στους δρόμους του πνεύματος! Ο Ζακ Λακαριέρ θα βραβευτεί για το έργο του από τη Γαλλική Ακαδημία το 1991 και με το Βραβείο Λογοτεχνίας «Πρίγκιπας Πέτρος του Monaco» το 1995.

 

Jacques Lacarièrre (1925-2005)

Jacques Lacarièrre (1925-2005)

 

Ένας ατελείωτος έρωτας για την Ελλάδα

 

Η αγάπη του για την Ελλάδα αρχίζει ήδη από το Λύκειο της Ορλεάνης στο οποίο φοιτά επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα, τη μυθολογία και την ιστορία. Όταν το 1947, ως μέλος της φοιτητικής θεατρικής ομάδας της Σορβόννης, φτάνει στην Επίδαυρο εκστασιάζεται μπροστά στο θέαμα του Αρχαίου Θεάτρου και η αγάπη του για την Ελλάδα μετατρέπεται σε ένα συναρπαστικό έρωτα. Το 1952 φτάνει στην Ελλάδα και διαμένει μέχρι το 1966 κάνοντας πράξη το όνειρό του να γνωρίσει το πνεύμα, την ιστορία, την καθημερινότητα του Έλληνα. Η εμπειρία και οι γνώσεις που θα αποκτήσει θα τον οδηγήσουν στη συγγραφή και έκδοση του «Ελληνικού καλοκαιριού», το 1976, ένα βιβλίο που θα τον αναδείξει παγκοσμίως, θα συσφίξει ακόμα περισσότερο τη σχέση του με την Ελλάδα και θα μεταφέρει τα πρόσωπά της σε χιλιάδες αναγνώστες. «Ακόμα και σήμερα» γράφει ο Olivier Delcroix, «το σημαντικό αυτό έργο παραμένει σίγουρα το πιο αληθινό και το πιο εκπληκτικό πορτρέτο που μπορεί να δοθεί για την Ελλάδα μιας καθημερινότητας τεσσάρων χιλιάδων χρόνων».

 

«Σούρουπο στις Μυκήνες. Καρδιά ενός τοπίου ξερού προς το βοριά, που γλυκαίνει όμως προς το νότο και τον κόλπο του Άργους, σε σημείο να φαίνονται συστάδες πράσινες πριν από τη θάλασσα: στη μέση της χρυσωμένης γαλήνης της πεδιάδας, τις σειρές των καλλιεργειών, της υπομονετικιάς εργασίας που μαντεύεις στα γύρω για να σχηματιστούνε ταράτσες κι αυλάκια, η ακρόπολη αποκαλύπτεται σαν ένας προκατακλυσμιαίος βράχος, ένας πρωτόγονος μονόλιθος απομονωμένος μέσα στην ελληνική μνήμη. Μοναδική κηλίδα χρώματος πάνω στον έντονο γκρίζο βράχο μικρά κυκλάμινα στραμμένα στον ήλιο». (Το Ελληνικό καλοκαίρι, σ. 142)

Ο Λακαριέρ καλλιεργεί όλο και περισσότερο τη σχέση του με την ελληνική γλώσσα. Θα είναι ο πρώτος που θα μεταφράσει έργα των Βασιλικού, Ταχτσή, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου, Φραγκιά, Πρεβελάκη και πολλών άλλων για να τα κάνει γνωστά στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό της Γαλλίας. Ο ίδιος δεν διαχωρίζει τη γνώση από την καθημερινότητα, την παιδεία από τις ανθρώπινες σχέσεις, την έμπνευση από το βουητό του κόσμου. Το ένα συνδέεται με το άλλο. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Γράφει ο ίδιος για τη σχέση αυτή :

«Όλα τα χρόνια ανάμεσα στο 1957 και το 1963 ήταν χρόνια όπου θεμελίωνα τις ελληνικές φιλίες μου. Καθώς μιλούσα τη γλώσσα, καθώς μετέφραζα και ενεργούσα για την έκδοση στη γαλλική γλώσσα των έργων που αγαπούσα ή με ενδιέφεραν, ζούσα μια ζωή όπου δουλειά και απόλαυση είχαν γίνει συνώνυμα. Συνήθως διάλεγα για να μεταφράζω ή να δουλεύω τα καφενεία στις κάτω γειτονιές της Αθήνας, μακριά απ’ το κέντρο, προς το Θησείο ή το Μοναστηράκι. Δούλευα, εκεί, μέσα στη σπαρταριστή κίνηση της αγοράς, στις φωνές του δρόμου, στις κουβέντες των καφενείων, και όλα αυτά σταλάζανε μέσα μου μια καθημερινή, αδελφική μου Ελλάδα. (…) Στο διάστημα αυτών των χρόνων συνάντησα πολλούς συγγραφείς, πολλούς ποιητές των οποίων μετέφρασα το έργο. Και λίγο-λίγο μυόμουν στη γλώσσα, στη λογοτεχνική έκφραση της Ελλάδας, σ’ αυτή τη γλώσσα μάρτυρα της ελληνικής πραγματικότητας και της ελληνικής ταυτότητας». (Το ελληνικό καλοκαίρι, σ.297)

Η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967 θα τον υποχρεώσει να επιστρέψει στη Γαλλία. Είναι τόσο σκληρός ο αποχωρισμός από τη χώρα που αγαπάει ώστε να γραφτεί πως ο Λακαριέρ «εξορίστηκε στη Γαλλία» [4].

Η επιστροφή του στην Ελλάδα θα σηματοδοτήσει μια νέα γόνιμη περίοδο για τα ελληνικά γράμματα. Ο συγγραφέας που είχε αποφασίσει να μη γράψει τίποτα πλέον για την Ελλάδα, δεν μπορεί να κρατήσει την υπόσχεσή του. Οι γνωστικοί (1975), Οι Ένθεοι (1977), Ο Ηνίοχος (1982), Συγγραφική πορεία : Από το ημερολόγιο ενός φιλέλληνα (1992), Με τα φτερά του Ικάρου (1995), Τα παιδικά χρόνια του Ικάρου και άλλα ποιήματα (1997), για να σημειώσουμε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του.

Το 2001 ένα «περίεργο» Λεξικό τυπώνεται και κυκλοφορεί : «Ερωτικό Λεξικό της Ελλάδας» (ελληνική έκδοση 2002) (Dictionnaire amoureux de la Grece). Σε συνέντευξη που παραχωρεί στο γαλλικό περιοδικό «Lire», ο Ζακ Λακαριέρ θα πει πως πρόκειται «για ένα μεγάλο γράμμα αγάπης για την Ελλάδα» [5]. Ο Β. Βασιλικός θα γράψει πως «σαράντα χρόνια μετά το Ελληνικό Καλοκαίρι, έχουμε τώρα το Λεξικό, που κατ’ αλφαβητική σειρά παρουσιάζει σε σύντομα περιεκτικά κείμενα, τις «αγάπες» του Λακαριέρ για τη χώρα μας… Στο δύσπιστο ξένο, που αναρωτιέται συχνά τι σχέση έχει η αρχαία με τη νέα Ελλάδα, στις άδικες περιγραφές των περιηγητών του 19ου αιώνα που τόνιζαν αυτό το χάσμα, ο Λακαριέρ έρχεται να δώσει τη δική του ερμηνεία, με τον πιο έξυπνο τρόπο, πως τέτοιο χάσμα δεν υπήρξε ποτέ» [6].

Το 2003 θα παρουσιάσει τέλος, ακόμα ένα ταξίδι στη ματωμένη Κύπρο. Στο «Λευκωσία : η νεκρή ζώνη» παρά τη συγκινησιακή φόρτιση, ο Λακαριέρ θα μεταφέρει μια εικόνα του διαμελισμού της πόλης και του νησιού, απόλυτα αντικειμενική.

Ο θάνατος ενός μεγάλου ανθρώπου των γραμμάτων και φιλέλληνα αποτελεί μια οδυνηρή απώλεια για τη χώρα και την ελληνική κοινωνία. Όμως, ο Ζακ Λακαριέρ θέλησε να μείνει για πάντα στην Ελλάδα. Την τέφρα του αγκάλιασαν τα ελληνικά νερά όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Ίσως το μεγαλύτερο ευχαριστώ που θα μπορούσε να πει κανείς να είναι η υπενθύμιση σε όλους μας των λόγων του για την ελληνική γλώσσα, όταν στην ερώτηση «Ο δρόμος για τα ελληνικά, είναι λοιπόν ακόμα προσβάσιμος;» [7], ο Ζακ Λακαριέρ απάντησε :

«Ναι, αλλά δεν τον διευκολύνουν πλέον. Το να μαθαίνεις ελληνικά πριν τον πόλεμο, ήταν πολύ απλό, περίπου ένας μαθητής στους δυο μάθαινε αφού δεν υπήρχαν παρά δυο προσανατολισμοί. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια στην οποία δεν υπήρχε ούτε ένα βιβλίο, ο πατέρας μου ήταν λογιστής και η μητέρα μου μοδίστρα. Το ότι έμαθα ελληνικά και λατινικά είναι θαύμα, αλλά την εποχή εκείνη ήταν ακόμα δυνατό: εάν ένας μαθητής αγαπούσε τα γράμματα, μπορούσε να τα μάθει, πράγμα που προϋπόθετε τη γνώση ελληνικών και λατινικών. Στην εποχή μας ούτε η κοινωνία, ούτε και οι οικογένειες δε διευκολύνουν αυτό τον προσανατολισμό, γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνιστείς. Εξακολουθώ δε να πιστεύω πως οι δυο πυλώνες της δημιουργίας της προσωπικότητας στο επίπεδο της κατανόησης του Κόσμου είναι τα μαθηματικά και τα αρχαία ελληνικά τα οποία, αντίθετα με ότι πιστεύουμε, είναι απολύτως αδιαχώριστα. (…) Στις μέρες μας, είναι σαφές πως η ελληνική γλώσσα διδάσκεται : αλλά εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία, είναι να γνωρίζουμε ποια θα είναι η θέση που της επιφυλάσσουμε και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως θα πρέπει να αγωνιστούμε γι’ αυτό».

 

Γεώργιος Κόνδης

 

* Αφιέρωμα μνήμης στη ζωή και το έργο του μεγάλου Γάλλου ελληνιστή Jacques Lacarriere, οργανώνει και θα πραγματοποιήσει ο δήμος Ναυπλιέων και ο Δημοτικός Οργανισμός Πολιτισμού το Σάββατο 20 Φεβρουαρίου, στις 7:30 το βράδυ στην αίθουσα του Βουλευτικό, στο Ναύπλιο.

Την παρουσίαση της εκδήλωσης θα κάνει ο Γεώργιος Κόνδης και η Βίκυ Σωτηροπούλου, ενώ θα ακολουθήσει μουσικό αφιέρωμα με την Τυνήσια τραγουδίστρια Lamia Bedioui και τη συνοδεία της Caroline Page στο πιάνο και του Γιώργου Θεοδωράκου στο κοντραμπάσο.

Θα παρουσιαστούν μια σειρά από γνωστά κι αγαπημένα Γαλλικά τραγούδια της Edith Piaf, του Charles Aznavour, του Georges Brassens, του Jacques Brel, της Mistinguett του Enrico Ma, που θα ταξιδέψουν το κοινό σε μια άλλη νοσταλγική εποχή στο Παρίσι, την περίοδο 1930 – 1960.

 

Υποσημειώσεις


 

1 « Le pays des buveurs d’Histoire », Βιβλιοπαρουσίαση στο περιοδικό L’ Express (Livres), 21 Σεπτεμβρίου 2005.

2 Τίνα Βαλαούρα , «Έφυγε ο φιλέλληνας Ζακ Λακαριέρ», Αφιέρωμα στην ΕΡΤ, 20 Σεπτεμβρίου 2005.

3 Olivier Delcroix, «Jacques Lacarriere, a ciel ouvert», εφημερίδα Le Figaro, Culture et Spectacles, 19 Σεπτεμβρίου 2005.

4 Renaud Donnedieu de Vabres, Hommage a Jacques Lacarriere, 19 Σεπτεμβρίου 2005 : «Exile en France, ce marathonien semble apprecier son pays en patrie neuve et a la marche ».

5 Alexie Lorca, Questions a…Jacques Lacarriere, Ιούνιος 2001.

6 «Λεξικό αγάπης», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 17 Απριλίου 2001.

7 Συνέντευξη στους Francois CRIQUI και Marc PAQUIEN. στο “Idees”, Μάιος 1999.


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ελεύθερο Βήμα Tagged: Άρθρα, Γεώργιος Κόνδης, Ελεύθερο Βήμα, Ελληνιστές, Περιηγητές, Φιλέλληνες, Jacques Lacarièrre

Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος ή η εμμενής νεότητα

$
0
0

Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος ή η εμμενής νεότητα



Μνήμη Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου,

του Βασίλη Κ. Δωροβίνη,

από το «Ελεύθερο Βήμα»

της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού.

 

Πριν μερικές μέρες αποχαιρετίσαμε οριστικά, για το μεγάλο ταξίδι του, τον φιλόσοφο, καθηγητή και ακαδημαϊκό Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, με τον οποίο με συνέδεε μακρά φιλία, πάνω από σαράντα ετών. Σύμπασα η Ελλάδα, όπως φάνηκε από όλα τα μέσα ενημέρωσης, κάθε παράταξης και πολιτικής κατεύθυνσης, τίμησε τον τεθνεώτα με εκτεταμένα άρθρα, εκπομπές και αναφορές, όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Αυτή η ανταπόκριση και αντίδραση αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, ιδιαίτερα σε μία χώρα όπου πάθη, συμπάθειες και αντιπάθειες υπερτερούν όταν πρόκειται να αποτιμηθεί η ζωή και η προσφορά πνευματικών ανθρώπων, που όμως θέλησαν να έχουν συνεχή και ενεργητική συμμετοχή στα κοινά.

Για όσους θέλησαν να μάθουν ποιός ήταν ο Δεσποτόπουλος άφθονες υπήρξαν οι πληροφορίες που κυκλοφόρησαν αυτόν τον καιρό. Γι αυτό και στο σημείωμα που συντάσσω προτιμώ να ακούσω και να μεταφέρω τη «μέσα φωνή μου» για τον άνδρα, δηλαδή και τελικά ό,τι καταστάλαξε στον εσωτερικό κόσμο μου γι αυτόν. Και να δημοσιεύσω μαζί με αυτό μία φωτογραφία που γνωστοποιήθηκε μια και μοναδική φορά μέχρι σήμερα, σε αυτοβιογραφική εκπομπή στην τηλεόραση, πριν πολλά χρόνια, από τον ίδιο. Ήταν στις αρχές του χειμώνα του 1968, όταν με χιόνια, μια μικρή ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών με τον Δεσποτόπουλο, περπατούσαμε στο πάρκο της διεθνούς Πανεπιστημιούπολης του Παρισιού. Στη λεζάντα της φωτογραφίας αναφέρονται τα ονόματά τους. Από αυτούς έφυγαν πρόωρα ο Βασίλης Κεραμίδας και η Γιούλη Σπαντιδάκη. Από τους υπόλοιπους, η Λίντα Παπαγαλάνη, ο Κώστας Σπαντιδάκης και εγώ συνδεθήκαμε από τότε με αδελφική φιλία, μια φιλία που μας συνέδεε και με τον Δεσποτόπουλο, αδιάλειπτα μέχρι το θάνατό του.

 

Από αριστερά προς τα δεξιά: Βασίλης Κεραμίδας, Ντόρα Μαμαρέλη, Κωνστ. Δεσποτόπουλος, Γιούλη Σπαντιδάκη, Κώστας Σπαντιδάκης, Λίντα Παπαγαλάνη, Βασίλης Δωροβίνης, Μάχη Βαΐτση. Αρχείο: Βασίλη Δωροβίνη.

Από αριστερά προς τα δεξιά: Βασίλης Κεραμίδας, Ντόρα Μαμαρέλη, Κωνστ. Δεσποτόπουλος, Γιούλη Σπαντιδάκη, Κώστας Σπαντιδάκης, Λίντα Παπαγαλάνη, Βασίλης Δωροβίνης, Μάχη Βαΐτση. Αρχείο: Βασίλη Δωροβίνη.

 

Ο Δεσποτόπουλος είχε εκπατρισθεί αμέσως μετά το πραξικόπημα της Χούντας, ώστε να αποφύγει μια δεύτερη (και βέβαιη) Μακρόνησο. Έφτασα στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1967 και ήταν από τα πρώτα πρόσωπα που γνώρισα. Αυτός στο Ελληνικό Περίπτερο και εγώ στο Ιταλικό, όπως είχα ζητήσει στον αλησμόνητο Κ. Γεωργούλη, διευθυντή του Ελληνικού, από τον οποίο περνούσαν οι εισδοχές των Ελλήνων φοιτητών στην Πανεπιστημιούπολη. Υπήρξαμε από τους «τακτικούς» ακροατές του καθηγητή, για να διαπιστώσουμε καταρχήν το ήθος και την ακεραιότητά του, ιδιότητες ιδιαίτερα πολύτιμες στη χώρα μας μετά τον τυφώνα του υπέρ καταναλωτισμού, της διαφθοράς και του αμοραλισμού, που ζήσαμε και κατά ένα μέρος εξακολουθούμε να ζούμε και στις μέρες μας.

Ήταν εντυπωσιακή, και παρέμεινε μέχρι και τα 103 χρόνια του, η μνήμη του: είχε αποστηθίσει και ανέφερε εκτεταμένα χωρία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ιδίως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αλλά και λογοτεχνών της νεότερης Γραμματείας μας, ενώ δεινός ήταν και με την απαγγελία χωρίων από τη Γερμανική Γραμματεία, όπως του Γκαίτε και του Φίχτε. Τούτο δεν εμπόδιζε την ανάπτυξη μιας οξύτατης κρίσης, τόσο στον χώρο της φιλοσοφίας, όπως και σε εκείνον ευρύτερα των κοινωνικών επιστημών, της πολιτικής και της νομικής.

Πολύ νωρίς και πριν την αποδημία του στο Παρίσι, έδειξε και το μέτρο της πρωτοποριακής κρίσης του, μάλιστα σε τρία καίρια και καυτά θέματα, όπου διατύπωσε ριζικές προτάσεις (και ριζοσπαστικές, σε σχέση με τα κρατούντα). Πρόκειται για τις προτάσεις του, τεκμηριωμένες νομικά και αρδευόμενες από ένα πνεύμα βαθύτατου ανθρωπισμού, για την κατάργηση της θανατικής ποινής, για την κατάργηση της υποχρεωτικής ορκοδοσίας στα δικαστήρια και για ένα σύστημα επωνύμων, που θα έθετε σε ίση μοίρα τον προσδιορισμό αρρενογονίας και θηλυγονίας.

Για την κατάργηση της θανατικής ποινής χρειάστηκαν σχεδόν σαράντα χρόνια μετά το σχετικό άρθρο του Δεσποτόπουλου (έγινε με τον νόμο 2172 του 1993, με Υπουργό Δικαιοσύνης τον Γ. Α. Μαγκάκη, και το 2004, με τον νόμο 3289, που επικύρωσε το Ευρωπαϊκό Πρωτόκολλο για την κατάργησή της «σε όλες τις περιστάσεις»). Θυμάμαι ότι ο Δεσποτόπουλος μου τηλεφώνησε το 1981, όταν είχα δημοσιεύσει στο «Νομικό Βήμα» μελέτη για την εισαγωγή της θανατικής ποινής και την εφαρμογή της στη νεότερη Ελλάδα- επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, πόσο η ελληνική κοινωνία είχε αποδοκιμάσει την εφαρμογή της-, για να μου πει ότι συνέβαλα στην κίνηση και τον αγώνα για την κατάργηση της ποινής αυτής.

Η κατάργηση της υποχρεωτικής ορκοδοσίας έγινε σε πολύ πρόσφατο χρόνο ενώ το σύστημα επωνύμων, παρά το ότι σχετικό άρθρο του Δεσποτόπουλου δημοσιεύθηκε και στη γαλλική Επιθεώρηση Αστικού Δικαίου και συγκέντρωσε πολύ ευνοϊκές κριτικές, παρέμεινε στο θεωρητικό επίπεδο, ίσως διότι θεωρήθηκε (κακώς) πολύπλοκο και, πάντως, εκτός κρατουσών συνηθειών.

Ο Δεσποτόπουλος έδωσε το μέτρο της διεισδυτικότητάς του ιδίως στον τομέα της Φιλοσοφίας του Δικαίου και στην ανάλυση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, επιμένοντας ιδιαίτερα στην πολιτική φιλοσοφία του πρώτου και ανατρέποντας την κρατούσα γνώμη για την «αντιδραστικότητά του» – πράγμα που τον έφερε μέχρι τέλους σε αντίθεση με τον κατά τα άλλα πολύ φίλο του Καστοριάδη.

Πάνω απ’ όλα κρατώ τη διόλου εύκολη στάση του, μάλιστα στις εποχές όπου έζησε, να μείνει νηφάλιος συμμέτοχος στην πολιτική ζωή δίχως, όμως, να ενταχθεί σε κομματικές παρατάξεις, αποτιμώντας τους πολιτικούς κυρίως ως προς ό,τι θετικό είχε παρουσιάσει ο καθένας και μη διστάζοντας να υπογραμμίσει τη συμβολή ανθρώπων που ακόμα μέχρι και σήμερα έχουν βρεθεί στο περιθώριο (όπως ο Γ. Καρτάλης). Αυτή ίσως η τάση του τον ώθησε σε ριζικές (ανα)θεωρήσεις κάποιων πολιτικών που η κατά το μάλλον ή ήττον ψύχραιμη και «αντικειμενική» ιστοριογραφία έχει κατατάξει σε σωστή θέση (όπως τον Ιω. Μεταξά και τον Παν. Κανελλόπουλο).

Η ίδια αυτή τάση του, όμως, τον χαρακτήριζε και στις προσωπικές σχέσεις και φιλίες του. Διέβλεπε ό,τι πιο θετικό είχε καθένας, εκεί «εστίαζε», πάνω εκεί συμβούλευε και   ενθάρρυνε, με άπειρη καλοσύνη και ενδιαφέρον. Αυτό ακριβώς δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, όπως και κάτι άλλο, που «χρωμάτιζε» την όλη συμπεριφορά του. Πρόκειται για αυτό που ονομάζω «εμμενή νεότητα», μια φρεσκάδα της σκέψης, μια ικανότητα να καταδύεται ακόμα και στα πιο «δύσκολα» κείμενα της αρχαίας Γραμματείας, στα απώτερα γεγονότα της ιστορίας, και με διαύγεια και μαχητικότητα να αναλύει και να επιχειρηματολογεί. Αυτό το κράτησε μέχρι τέλους, μέχρι και τη σύνταξη των τελευταίων, πριν το θάνατο, μελετών του.

Η παρουσία του Δεσποτόπουλου, το παράδειγμά του, η οντότητά του θα είναι για τους φίλους του ένα ζωντανό κεφάλαιο της δικής τους ζωής. Θέλω να πιστεύω ότι και για τη χώρα μας θα έχει την ίδια αξία και μάλιστα σε ένα ευρύτερο, όσο κι αν παρουσιάζεται σήμερα προβληματικό, ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπου η πνευματική διαδρομή του Δεσποτόπουλου άνετα ανελίχθηκε.

Για τα βιογραφικά του Δεσποτόπουλου οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μπορούν να συμβουλευθούν τους τρεις τόμους, σχεδόν σε σχήμα τσέπης, των δικών του «Αναπολήσεων», στις εκδόσεις Παπαζήση (Α’ τόμος, εκδ. 2005, περίοδος μέχρι το 1940, Β’ τόμος 1940-1960, εκδ. 2006, Γ’ τόμος 1961-2013, εκδ. 2013).

Ο Δεσποτόπουλος έφυγε την παραμονή των 103 γενεθλίων του, στον ύπνο του.

 

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

Αθήνα 17.2. 2016


Στο:Ελεύθερο Βήμα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, despotopoulos, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Ακαδημαϊκός., Δωροβίνης Κ. Βασίλης, Ελεύθερο Βήμα, Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, Πρόσωπα, Πολιτισμός, Φιλόσοφος

Ο Παπά-Ευθύμ, η Ανακήρυξη «Τουρκορθόδοξης εκκλησιάς» και οι συνέπειες αυτής

$
0
0

Ο Παπά-Ευθύμ, η Ανακήρυξη «Τουρκορθόδοξης εκκλησιάς» και οι συνέπειες αυτής


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του κυρίου Χρήστου Ι. Δρούγκα με θέμα:

«Ο Παπά-Ευθύμ, η Ανακήρυξη «Τουρκορθόδοξης εκκλησιάς» και οι συνέπειες αυτής».

 

Πρόλογος    

 

Η Τουρκία, από την εποχή της διακυβέρνησής της από τον Μουσταφά Κεμάλ, κατέβαλε πολλές προσπάθειες για την κατασκευή «Κοινότητας Ορθοδόξων Τούρκων» προκειμένου να ενταχθούν σ’ αυτήν οι πληθυσμοί της κεντρικής κυρίως Μ. Ασίας (Καππαδοκίας), οι οποίοι, ήσαν Ρωμηοί αλλά μιλούσαν την Τουρκική γλώσσα και ήσαν γνωστοί ως Καραμανλήδες. Όμως, όλες αυτές οι προσπάθειες των Κεμαλιστών, απέβησαν άκαρπες.

Στις ημέρες μας αναζωπυρώνονται οι κινήσεις γύρω από αυτή την πολιτική της Τουρκίας, που δεν έπαυσε να υπάρχει. Οι μηχανισμοί της γειτονικής χώρας πραγματοποίησαν στην πόλη Νίγδη – στις 3 Ιουνίου 2014 – επιστημονικό συνέδριο, με παράλληλη έκθεση φωτογραφιών, προκειμένου να αναγνωρισθούν, από επιστημονικής πλευράς, οι ισχυρισμοί των Τούρκων επιστημόνων περί των Καραμανλήδων ως τούρκικου φύλλου, (Συνέδριο στην Καππαδοκία για τους ορθόδοξους τούρκους !!) – εφημερίδα «Ανατολή», τεύχος Ιουνίου 2014.

Παπα-Ευθύμ Καραχισαρίδης

Παπα-Ευθύμ Καραχισαρίδης

Η προσπάθεια αυτή για την κατασκευή «Κοινότητας Ορθοδόξων Τούρκων» και της υιοθέτησης των Καραμανλήδων της Καππαδοκίας ως Τούρκων δεν είναι κάτι το νέο στην πολιτική της γειτονικής μας χώρας. Τέτοιες προσπάθειες έχουν γίνει και άλλες φορές κατά το παρελθόν, όπως προαναφέρθηκε. Η σοβαρότερη είναι εκείνη που έγινε κατά το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα με τις «ευλογίες» του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος βρήκε πρόθυμο σύμμαχο στην επιδίωξή του για τη δημιουργία μιάς «Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας» τον Έλληνα ιερέα – Πόντιο την καταγωγή που υπηρετούσε σε ενορία της Καππαδοκίας – Ευθύμιο Καραχισαρίδη, που έμεινε γνωστός ως «παπά-Ευθύμ».

Το σαθρό αυτό κατασκεύασμα των μηχανισμών της Κεμαλικής κυβέρνησης προσπάθησε να λειτουργήσει ως πολιορκητικός κριός για την άλωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την διάλυση του ιστού του Γένους των Ρωμηών. Όμως το σύνολο – πλήν ολίγων – των τουρκόφωνων Καππαδοκών είχαν και εξακολουθούν να έχουν – Ρωμαίικη συνείδηση και δεν ακολούθησαν τον παπά – Ευθύμ στην τυχοδιωκτική του πολιτική με την ανακήρυξη « Αυτοκέφαλου Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου». Έτσι το κατασκεύασμα αυτό της συνεργασίας Κεμαλικής κυβέρνησης και εξωμότη Ευθυμίου Καραχισαρίδη, αφού δημιούργησε πολλές πληγές στο σώμα της Μ.τ.Χ. Εκκλησίας, δεν κατόρθωσε να σταθεί όρθιο και κατέρρευσε.

Σήμερα κάποιοι κύκλοι της Τουρκίας επανέρχονται και προσπαθούν να «βαπτίσουν» τους Ρωμηούς Καππαδόκες σε … «Ορθόδοξους Τούρκους»!! Είναι μία κίνηση η οποία δεν πρόκειται να αποδώσει καρπούς, επειδή οι Καραμανλήδες έχουν ανεπτυγμένο το αίσθημα της Ρωμαίικης καταγωγής των. Απόδειξη τούτου είναι η στάση των κατά την περίοδο της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1924. Τότε, όλοι οι Καππαδόκες έκλεισαν τ’ αυτιά στους ήχους των σειρήνων του «παπά-Ευθύμ», που τους καλούσαν να προσχωρήσουν στο «Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο», ώστε να παραμείνουν στις πατρογονικές εστίες των. Προτίμησαν να ακολουθήσουν το δρόμο της σκληρής προσφυγιάς στην Ελλάδα από την άρνηση της Ρωμαίικης συνείδησής των και της παραμονής των στους κόλπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η προσπάθεια της Κεμαλικής κυβέρνησης να ιδρύσει το προαναφερόμενο «Πατριαρχείο», καθώς και οι συνέπειες αυτού του γεγονότος, έχουν μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον. Πρέπει να μελετηθούν – ιδιαίτερα σήμερα – που οι διάφοροι μηχανισμοί στους κόλπους της Τουρκικής Δημοκρατίας καταβάλλουν προσπάθειες, ανάλογες με εκείνες της Κεμαλικής κυβέρνησης κατά την δεκαετία του 1920 και μετέπειτα.

 

Εισαγωγή

 

Σεβγκί Ερενερόλ

Σεβγκί Ερενερόλ

Το «ζήτημα παπά – Ευθύμ» και οι συνέπειες αυτού είναι σχεδόν άγνωστες στο μεγαλύτερο μέρος του Γένους των Ρωμηών. Οι περισσότεροι γνωρίζουν μόνον για «τις εκκλησίες του παπά – Ευθύμ στο Γαλατά» και, τα τελευταία χρόνια, για την εγγονή του παπα – Ευθύμ, Σεβγκί Ερενερόλ από την «υπόθεση Ergenecon».   Όπως είναι γνωστόν η Σεβγκί Ερενερόλ, μαζί με Στρατηγούς έ.ά του Στρατού, Αστυνομίας και Χωροφυλακής, Πανεπιστημιακούς, δικηγόρους, τον αρχηγό της νεολαίας των Γκρίζων Λύκων κ.ά, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για συνωμοσία κατά της Τουρκικής Δημοκρατίας. Κέντρο της συνωμοσίας ήταν ένας από τούς Ναούς που κατακρατούν οι απόγονοι του παπά- Ευθύμ στο Γαλατά, αυτός της Παναγίας της Καφατιανής. Οι απόγονοι του παπά – Ευθύμ κατακρατούν, μέχρι και σήμερα, τους τρείς Ναούς του Γαλατά που απέσπασαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μαζί με τα κτίσματα και τα εξαρτήματα αυτών. Για την παράνομη και άδικη αυτή κατακράτηση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει προσφύγει στα Δικαστήρια της Τουρκίας και αναμένει την κρίση των.

Για πληρέστερη κατανόηση των όσων συνέβησαν στην Μ. Ασία πριν από εκατό περίπου χρόνια, της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του πρωταγωνιστού της άσχημης αυτής περιπέτειας, που βίωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι Εκκλησίες της Μ. Ασίας, είναι απαραίτητη η καταχώρηση δύο αποσπασμάτων από το βιβλίο του Μητροπολίτου Μύρων Δρος Χρυσοστόμου Καλαϊτζή «Ο ΔΙΑΒΟΗΤΟΣ ΠΑΠΑ-ΕΥΘΥΜ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤ’ ΑΥΤΟΝ, 2013», όπου ο παπά – Ευθύμ σκιαγραφείται αριστοτεχνικά. Προηγουμένως ο συγγραφέας έχει διαχωρίσει τους ανθρώπους που «γράφουν ιστορία» σε εκείνους που είναι «καλοί και αγαθοί» και οι οποίοι, προσφέροντας υπηρεσίες στο Γένος, δόξασαν την καταγωγή τους και στους άλλους, οι οποίοι αποτελούν εξαίρεση – ευτυχώς λίγοι – και δεν φέρθηκαν καλά, σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής.

«[…] Ένας τέτοιος, αινιγματικός τύπος, «ανικανοποίητος» κατά τα κοινώς παραδεχούμενα, ήταν και ο υπό εξέταση, διαβόητος στην κυριολεξία της λέξης, παπά – Ευθύμ, που το πάθος του για την προϊσταμένη του αρχή τον οδήγησε σε πολλά και διάφορα άτοπα, απαρνηθείς και μη υπακούσας συνείδηση και καταγωγή, προσκόμισε μύρια όσα κακά στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η οποία τώρα και ένα ολόκληρο, περίπου, αιώνα υφίσταται μεγάλα δεινά! Το να χαρακτηρίσουμε τον υπό εξέταση ως «προδότη» είναι λίγο και πολύ σχετικό, γιατί είναι κάτι περισσότερο από αυτό, μόνο που δεν υπάρχει στη γλώσσα μας κατάλληλη λέξη για να χαρακτηρισθεί».

«[…] Ένα άλλο σημείο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει είναι ότι ο παπά – Ευθύμ ήταν ένας μεγάλος χρηματοθήρας! Δεν είχε ούτε πιστεύω ούτε ιδανικά. Ήταν ένας μεγάλος αγύρτης…. Το μάτι του ήταν στα χρήματα του Πατριαρχείου και σ’ αυτά απέβλεπαν και οι καταληψίες και οι καταλήψεις των Πατριαρχείων, αλλά και των Ναών του Γαλατά, απ’ όπου αντλούσε τα προς το ζείν και βύζαινε το αίμα της Ρωμιοσύνης, όπως η βδέλλα το αίμα των ζωντανών !…».

 

Ιστορικη αναδρομή των γεγονότων

 

Την περίοδο του πολέμου στη Μ. Ασία το 1919-1922 οι Τούρκοι εθνικιστές με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ ίδρυσαν στην Καππαδοκία μία «Ανεξάρτητη Τουρκορθόδοξη Εκκλησία». Επιδίωξή τους ήταν να διασπάσουν την Ορθόδοξη Κοινότητα, στην οποία υπήρχαν και Χριστιανοί Τουρκικής καταγωγής, με απώτερο σκοπό να την αποσπάσουν από την ελληνική επιρροή. Της «εκκλησίας» αυτής ηγήθηκε ο παπά – Ευθύμ (papa Eftim), κατά κόσμον Παύλος Καραχισαρίδης ή Καραχισαρίογλου και αργότερα Ζεκί Ερενερόλ, ο οποίος γεννήθηκε στο Αγκτάγκ Μαντέν (Σαμπίν Καραχισάρ) του Πόντου.

Ο Παπα-Ευθύμ Καραχισαρίδης. Φωτογραφία του 1919.  Ο Παπα-Ευθύμ (κατά κόσμον Παύλος Καραχισαρίδης) πρωτοστάτησε στην προσπάθεια δημιουργίας αυτοκέφαλης τουρκορθόδοξης Εκκλησίας, σε σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο – το οποίο μετά το 1919 είχε ταχθεί πλέον καθαρά στο πλευρό του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Συνεργάστηκε στενά με τους κεμαλικούς και κατάφερε να σώσει αρκετά μέλη της κοινότητάς του από διωγμούς κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτό φαίνεται ότι τον βοήθησε να πετύχει κάποια λαϊκή στήριξη για το εγχείρημά του, το οποίο πάντως με το τέλος του πολέμου δεν είχε πολλή τύχη.

Ο Παπα-Ευθύμ Καραχισαρίδης. Φωτογραφία του 1919. Ο Παπα-Ευθύμ (κατά κόσμον Παύλος Καραχισαρίδης) πρωτοστάτησε στην προσπάθεια δημιουργίας αυτοκέφαλης τουρκορθόδοξης Εκκλησίας, σε σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο – το οποίο μετά το 1919 είχε ταχθεί πλέον καθαρά στο πλευρό του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Συνεργάστηκε στενά με τους κεμαλικούς και κατάφερε να σώσει αρκετά μέλη της κοινότητάς του από διωγμούς κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτό φαίνεται ότι τον βοήθησε να πετύχει κάποια λαϊκή στήριξη για το εγχείρημά του, το οποίο πάντως με το τέλος του πολέμου δεν είχε πολλή τύχη.

Ο Παύλος Καραχισαρίδης κατά τα έτη 1911-12 παρακολούθησε μαθήματα στην Εμπορική Σχολή της Άγκυρας. Μετά τις σπουδές του άνοιξε δικό του σαγματοποιείο, το οποίο έκλεισε με την οικονομική κρίση που ξέσπασε παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και εργάσθηκε ως υπάλληλος σε μεγάλη εταιρία παραγωγής υφασμάτων. Από το γάμο του με τη Μαρία Καλφόγλου απέκτησε τρείς κόρες και δύο γιούς. Το 1914 , για να μην επιστρατευθεί, κατέφυγε στην πατρίδα του, τον Πόντο και αργότερα πήγε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Εκεί, ζήτησε από τον Μητροπολίτη Νικόλαο Β’ (Σακκόπουλο) να χειροτονηθεί ιερέας. Πράγματι, χειροτονήθηκε ιερέας με το όνομα Ευθύμιος τον μήνα Μάρτιο 1918 και διορίσθηκε στην ενορία Κέσκιν, πόλη κοντά στην Άγκυρα, στη θέση του ιερέα Παναγιώτη Παπαδόπουλου, ο οποίος ασθένησε και ανεχώρησε για την Κωνσταντινούπολη.

Μετά τη Συνθήκη του Μούδρου, τον Οκτώβριο του 1918, που υπογράφηκε μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο παπά – Ευθύμ συμμετείχε στον Ελληνικό Σύλλογο της πόλης Κέσκιν.

Την εποχή εκείνη το Κεμαλικό Εθνικιστικό Κίνημα αναπτυσσόταν ραγδαία. Ο παπά – Ευθύμ κατάλαβε ότι θα είχε όφελος να προσεγγίσει ανθρώπους του Κεμαλικού Κινήματος. Έτσι, συνδέεται με τον βουλευτή Ανδριανούπολης Μεχμέτ Σερέφ και μία από τις πρώτες ενέργειές του ήταν η συγκέντρωση 1300 τουρκικών λιρών από τους προύχοντες της Κοινότητας. Το ποσό αυτό παρέδωσε στον έμπιστο του Κεμάλ Μουσταφά, τον Αλή Φουάτ.

Η επιστροφή στο Κέσκιν του π. Παναγιώτη Παπαδόπουλου και η διεκδίκηση της θέσης του αποτέλεσε καθοριστικό γεγονός για την περαιτέρω πορεία του παπά – Ευθύμ. Η Κοινότητα διχάσθηκε και το θέμα έφθασε, για την επίλυσή του, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο δικαίωσε τον ιερέα Παναγιώτη Παπαδόπουλο. Χολωμένος ο παπά – Ευθύμ από την απόφαση κατηγόρησε το Φανάρι και διέκοψε τη σχέση του με το Πατριαρχείο. Δεν έμεινε όμως στο γεγονός της διακοπής των σχέσεών του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εξανάγκασε τους Καππαδόκες, μεταξύ των οποίων είχε μεγάλη επιρροή, να εκλέξουν Κεμαλικό βουλευτή στις εκλογές που έγιναν, τον Ρεζά , ο οποίος ήταν από το Κέσκιν.

Επειδή όμως ο παπά – Ευθύμ έβλεπε ότι χάνεται το έδαφος κάτω από τα πόδια του, προσέτρεξε στην εκζήτηση βοήθειας από τον ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ. Έτσι, πήγε στην Άγκυρα και τον συνάντησε. Η συνάντηση αυτή με τον Κεμάλ γίνεται η απαρχή της συνεργασίας των, καθ’ όσον οι πρωτοβουλίες του «σαϊτάν-παπά», διαβολόπαπα, όπως τον αποκαλούσε ο Κεμάλ, τον ενδιέφεραν πολύ.

Η πρώτη αναφορά για την ίδρυση Αυτοκέφαλης Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας συναντάται το 1921 σε Κεμαλική εφημερίδα στην Άγκυρα. Πράγματι, την άνοιξη του 1921 άρχισαν οι πρώτες κινήσεις για την ίδρυση «Ανεξάρτητης Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας». Οι Κεμαλικοί σχεδίασαν τη σύγκλιση Εθνοσυνέλευσης Τ/Ορθοδόξων. Σ’ αυτήν ο παπά – Ευθύμ δεν έλαβε μέρος, λόγω μειωμένων προσόντων από πλευράς εκπαίδευσης, αλλά υποστηρίχθηκε σθεναρά από το Κεμαλικό Κίνημα και ιδιαίτερα από τον φίλο του Μεχμέτ Σερέφ. Υποστήριξη όμως είχε και από δυτικούς παράγοντες με επικεφαλής τον Φρανκλίν Μπουγιόν, μεσολαβητή της Γαλλίας στην Άγκυρα.

Την εποχή εκείνη εκλέγεται Οικουμενικός Πατριάρχης ο Μελέτιος ο Δ’ (Μεταξάκης), φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Ο Δημ. Μαυρόπουλος, Διευθυντής της Εφημερίδας των Αθηνών «Η Φωνή της Εκκλησίας», στο βιβλίο του «Πατριαρχικαί Σελίδες», Εν Αθήναις 1960, σχολιάζοντας την εκλογή του Μελετίου σημειώνει: «[…] Η Κυβέρνησις της Άγκύρας εν τω προσώπω του εκλεγέντος Μελετίου αντιμετώπισε την εκλογήν όχι ως εκλογή Θρησκευτικού Αρχηγού αλλά ως φανατικού οργάνου μιάς πολιτικής μερίδος [1], εις την οποίαν και απέδιδε την κυρίως υπαιτιότητα της επιδιωχθείσης καταλύσεως του Τουρκικού Κράτους. Ο Μουσταφά Κεμάλ εν ενί λόγω την εκλογήν ταύτην εθεώρησεν ως πρόκλησιν». Και συνεχίζει ο Δ. Μαυρόπουλος με την άποψιν «συνετών και αντικειμενικώς κρινόντων» οι οποίοι πίστευαν ότι «εάν εν Κωνσταντινουπόλει επεκράτουν μετριοπαθέστεραι και νηφαλιώτεραι σκέψεις μεταξύ των Ταγών της Εκκλησίας και των εκεί Βενιζελικών παραγόντων, εξελέγετο δε Οικουμενικός Πατριάρχης είς εκ των Ιεραρχών του Θρόνου, ως λ.χ. […] ή τέλος είς εκ των τότε Συνοδικών Μητροπολιτών, ασφαλώς η θέσις των εν Μ. Ασία ομογενών θα ήτο πολύ διάφορος, επαρκώς βελτιουμένη, οι δε πλείστοι των Κωνσταντινουπολιτών δεν θα κατεδικάζοντο εις αειφυγίαν εκ της πόλεως του Βύζαντος. […]».

Η απάντηση της Κεμαλικής Κυβερνήσεως εις «την πρόκλησιν» της εκλογής του Μελετίου ήταν άμεση. Με κρυπτογραφική διαταγή της Άγκυρας προς τους Νομάρχες της Τουρκίας, απαγορεύθηκε στους ζώντες στην Μ. Ασία Επισκόπους, ιερείς και εν γένει κληρικούς να μνημονεύουν το νέο Οικουμενικό Πατριάρχη στις εκκλησίες των. Απείθεια στην διαταγή αυτή θα θεωρείτο ως εσχάτη προδοσία με ανάλογες κυρώσεις.

Η μυστική αυτή διαταγή της Κεμαλικής Κυβέρνησης έδωσε αφορμή στον παπά – Ευθύμ, ο οποίος διέμενε στην Άγκυρα, να εκδηλώνει, αναφανδόν πλέον και με τρόπο θορυβώδη, αισθήματα πίστεως και αφοσιώσεως προς το καθεστώς του Κεμάλ.

Το Νοέμβριο 1921, με εγκύκλιό του γραμμένη στα τουρκικά, δήλωνε «Γενικός Επίτροπος των Τουρκορθοδόξων Χριστιανών» και έδινε εντολή στους ιερείς να αναπέμπονται δεήσεις στο τέλος των Λειτουργιών υπέρ της μακροημερεύσεως του Κεμάλ και της Κυβερνήσεως καθώς και υπέρ της επικρατήσεως του Εθνικού Όρκου (Μισάκ-ι-μιλλή). Αμέσως κάλεσε τις χριστιανικές Κοινότητες της Μ. Ασίας να στείλουν αντιπροσώπους στην Καισάρεια για την συγκρότηση «Ορθοδόξου Συμβουλίου». Πολλά χωριά ευθυγραμμίσθηκαν μαζί του, εκτός αυτών που ήσαν στα κατεχόμενα από τον Ελληνικό Στρατό εδάφη. Την 1η Μαΐου του έτους αυτού πάνω από 2.700 τουρκόφωνοι Ορθόδοξοι της Σαφράμπολης, δυτικά του Πόντου, με επικεφαλής 10 προκρίτους και τον ιερέα Γερμανό, ζήτησαν την ίδρυση «Αυτοκέφαλου Τουρκικού Πατριαρχείου». Μεταξύ των πιστών που έσπευσαν ήταν τουρκόφωνοι του Πόντου, γνωστοί ως Μπαφραλήδες, αρκετοί Λαζοί Χριστιανοί και πολλοί τουρκόφωνοι Χριστιανοί της Καππαδοκίας και του Ικονίου, γνωστοί ως Καραμανλήδες.

Για να έχει ο παπά – Ευθύμ την υποστήριξη των Κεμαλικών, προχώρησε σε μία σειρά «καλών χειρονομιών» προς το Κίνημα: α) διέψευσε τα εγκλήματά τους κατά των Χριστιανών, β) ζήτησε από τους ιερείς να αναπέμπονται δεήσεις για τον Μουσταφά Κεμάλ και γ) συγκέντρωνε χρήματα κατά τις περιοδείες του στην Καππαδοκία για την οικονομική ενίσχυση του Κινήματος των Κεμαλικών. Κατά την επιστροφή του στην Άγκυρα σύστησε «Γραφείο διεκπεραίωσης θεμάτων της μειονότητας». Από εκεί άρχισε η διαβόητη δράση του: α) έκλεισε 68 Ορθόδοξα Εκπαιδευτήρια, β) απαγόρευσε στους ιερείς να φέρουν άμφια εκτός του Ναού, γ) απαίτησε να μιλούν – όλοι – την τουρκική γλώσσα και να έχουν τουρκική υπηκοότητα και άλλα. Ακόμα προχώρησε στην έκδοση εντύπου με τον τίτλο: «Φωνή της Τουρκορθοδοξίας» και την Άνοιξη του 1922 συνεκάλεσε «Προσωρινή Επιτροπή» στην Καισάρεια. Εκεί, διόρισε α ν τ ι κ α ν ο ν ι κ ά ως Μητροπολίτη Καισαρείας τον, μέχρι τότε, Επίσκοπο Πατάρων Μελέτιο (Χρηστίδη) στη θέση του Μητροπολίτη Νικολάου Β’ (Σακκόπουλου), ο οποίος κατέφυγε στο Φανάρι.

Το τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο.

Το τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο.

Έτσι ο παπά – Ευθύμ απέκτησε την εμπιστοσύνη των Κεμαλικών, οι οποίοι με ικανοποίηση ενέκριναν αμέσως την ίδρυση της «Ανεξάρτητης Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας» . Σε ένδειξη δε της ικανοποίησής των αποφυλάκισαν 30 Καππαδόκες και επέτρεψαν την επιστροφή στα χωριά των 1.300 εξορίστων. Το «Συμβούλιον των Καππαδόκων», το οποίο συνήλθε το Καλοκαίρι 1922, διόρισε τον παπά – Ευθύμ Μέγα Οικονόμο με αρμοδιότητες διαμεσολαβητή μεταξύ Άγκυρας και Ορθοδόξων της Καππαδοκίας. Ο Μητροπολίτης Ικονίου Προκόπιος (Λαζαρίδης) διαφώνησε με όλες αυτές τις ενέργειες και τα πονηρά σχέδια του παπά – Ευθύμ. Οι Τούρκοι πίεζαν αφόρητα για την εφαρμογή των αποφάσεων του Συνεδρίου και για να αποφευχθεί οριστική ρήξη των Καππαδόκων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακηρύχθηκε, «Αυτοκέφαλο Πατριαρχείο» με επικεφαλής τον Προκόπιο. Απομονωμένος ο παπά – Ευθύμ από τους άλλους Καππαδόκες Ιεράρχες επέστρεψε στην Άγκυρα.

Μετά την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στην Μ. Ασία, ο παπά – Ευθύμ, κατά τις επαφές του με τουρκόφωνους Χριστιανούς, τους διαβεβαίωνε ότι, μέσα στους κόλπους της  «Ανεξάρτητης Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας» δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν. Όταν ξεκίνησε η διαδικασία ανταλλαγής των πληθυσμών έκανε πολλές προσπάθειες να πείσει την Τουρκική Κυβέρνηση να εξαιρέσει από την ανταλλαγή τους τουρκόφωνους Ορθοδόξους από τους Ελληνορθοδόξους. Μάταια, όμως. Ο ίδιος δεν διώχθηκε, ως ανταλλάξιμος, κάτι που συνιστούσε αναγνώριση της προσήλωσής του στον τουρκικό εθνικισμό και της προστασίας που του παρείχε ο ίδιος ο Κεμάλ Μουσταφά.

Η κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Καππαδοκία με την αποδοχή, από μέρους του Προκοπίου, του τίτλου του «Πατριάρχου» και η ενδοτική στάση του Οικουμενικού Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη – τον οποίο δεν ήθελε το Κεμαλικό Καθεστώς λόγω του φιλικού δεσμού του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο – κατά την Συνεδρία της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου της 14.1.1923, όπου εκδηλώθηκε η πρόθεση του Πατριάρχου Μελετίου να ενδώσει στην δύσκολη κατάσταση της Ανατολής, δημιούργησε αναταράξεις στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναγκασθεί ο Πατριάρχης Μελέτιος να φύγει «με αναρρωτική άδεια» στις 10.7.1923 στο Άγιο Όρος, απ’ όπου στις 20.9.1923 έστειλε την παραίτησή Του από τον Οικουμενικό Θρόνο.

Κατά τη Συνεδρία της Αγίας και Ιεράς Συνόδου στις 2.10.1923, εις την οποία συζητιόταν το θέμα της αποδοχής ή όχι της παραίτησης του Πατριάρχου Μελετίου, γίνεται επέμβαση / έφοδος του παπά – Ευθύμ και των συνοδών του στο Φανάρι. Κατά την επέμβαση, όχι μόνον ασχημονούν και παραφέρονται, αλλά και επιμένουν να λάβουν μέρος στη Συνεδρία της Συνόδου. Η Σύνοδος προχώρησε στον ορισμό του Μητροπολίτου Καισαρείας Νικολάου ως Τοποτηρητού του Θρόνου. Αυτό, όχι μόνον δεν ευχαρίστησε τους «παπαευθυμικούς» , επειδή ο Τοποτηρητής ήταν ανεπιθύμητος στην Κυβέρνηση, αλλά υποδείκνυαν και αξίωναν την τοποθέτηση άλλου προσώπου στη θέση Του! Ταυτοχρόνως απαιτούσαν να απομακρυνθούν από τη Σύνοδο οι συμμετέχοντες Μητροπολίτες από περιοχές εκτός επικράτειας του Τουρκικού Κράτους.

Σε μία προσπάθεια εκτόνωσης της κατάστασης και αποχώρησης, το δυνατόν ταχύτερο, των «παπαευθυμικών» από το Φανάρι η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποφάσισε τον διορισμό του παπά – Ευθύμ ως «Αποκρισιαρίου» [2] του Πατριαρχείου στην Άγκυρα, τίτλο τον οποίο ουδέποτε ανεγνώρισαν οι Τούρκοι. Με την επιστροφή του στην Άγκυρα άρχισε τις παλινωδίες του, δηλαδή άλλοτε να υποστηρίζει το Πατριαρχείο και άλλοτε να το υβρίζει.

Στις αρχές Δεκεμβρίου 1923, με την ευκαιρία των διεργασιών για την ανάδειξη νέου Πατριάρχου, ο παπά – Ευθύμ έρχεται με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη και στις 7.12.1923, ξαφνικά, καταλαμβάνει πραξικοπηματικά το Πατριαρχείο. Αιτία η εκλογή του Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Γρηγορίου ως Πατριάρχου. Για το νέο Πατριάρχη δήλωσε ότι «δεν πρέπει να αναγνωρισθεί» ως «Έλλην προπαγανδιστής» και ότι με την εκλογή του Γρηγορίου «το Πατριαρχείο μετετράπη εις Ελληνικό Ίδρυμα». Η εφημερίδα «Ημερήσια Νέα», 6.12.1923, χαρακτηρίζει με σκληρά λόγια την ενέργεια αυτή του παπα- Ευθύμ:

«Άνθρωπος του σκότους, όφις και γέννημα εχίδνης, κατά την ωραίαν του Θεανθρώπου φράσιν, εν τω σκότει γεννηθείς και εν αυτώ δρών […] εις νέον προέβη εν τω σκότει χθές , ασεβές και αυθάδες τόλμημα, και μετέτρεψε τον οίκον του Θεού, λευϊτης αυτός – ώ της ειρωνείας ! – είς οίκον αισχύνης, βδέλυγμα ερημώσεως εστώς εν τόπω αγίω».

Η εφημερίδα «ΒΑΚΙΤ» (Άγκυρα) στις 10.12.1923 πληροφορούσε ότι ο παπά – Ευθύμ απέστειλε στην Κυβέρνηση το εξής τηλεγράφημα: «Ο εκλεγείς νέος Πατριάρχης Γρηγόριος είναι προδότης της πατρίδος και εχθρός της Δημοκρατίας. Διατάξτε να λάβω υπό την επιτήρησίν μου το Πατριαρχείον» !! Η Άγκυρα, βεβαίως, δεν απάντησε, αλλά προσπαθούσε να παρεμποδίσει με την Αστυνομία περαιτέρω γεγονότα στο Φανάρι.

Στις δηλώσεις του ο παπά – Ευθύμ έλεγε ξεκάθαρα ότι στην Ανατολή θα επέστρεφε μόνον όταν θα εκλεγόταν Πατριάρχης επιθυμητός από την Κυβέρνηση και φοβέριζε ότι θα παρέμενε «με το ζόρι και με το καλό» στα Πατριαρχεία!! Φοβέριζε και επαναλάμβανε «…ή εγώ θα επιτύχω και θα τους αποδιώξω όλους ή εκείνοι θα με καθαιρέσουν».

Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια των καταλήψεων πολλοί κληρικοί και λαϊκοί κτυπήθηκαν και εκδιώχθηκαν, εκτοξεύθηκαν ύβρεις και οι βιαιοπραγίες της συμμορίας του έφθασαν μέχρι του να κλειδώσουν σε γραφείο του Πατριαρχείου τον Μέγα Πρωτοσύγκελλο, Μητροπολίτη Αίνου.

Τελικά η Τουρκική Κυβέρνηση ικανοποίησε τις επικλήσεις του Πατριάρχου και της Ιεράς Συνόδου και απομάκρυνε τους καταληψίες από το Πατριαρχείο.

Ο αρθρογράφος της εφημερίδος «Ημερήσια Νέα», 8.12.1923, αρ.φ.114, αφηγείται το γεγονός της αποχώρησης του παπά – Ευθύμ, ως να ήτο παρών εκείνη τη στιγμή: «Ο Ευτύμ κάτωχρος, πελιδνός, τρέμων κατέρχεται την κλίμακα ενώ όπισθέν του ακούει την προπεμπτήριον αράν ¨στο διάβολο να πάς¨. […] Καλύπτει το πρόσωπον δια των μακρών του χειρών και ολισθαίνει, γέννημα του σκότους αυτός, εν τω σκότει χάνεται […]».

Προχωρώντας προς την έξοδο μυκτήριζε τους Ρωμιούς της Πόλης και έλεγε ότι θα τον γυρέψουν, όπως οι Έλληνες τον Βενιζέλο.

Λόγω των γεγονότων αυτών βρήκε την ευκαιρία να κάνει δηλώσεις δεξιά και αριστερά. Δύο μικρά αποσπάσματα από αυτές κάνουν φανερή την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο παπα-Ευθύμ και την απώλεια του ελέγχου των λόγων του:

«…Έπειτα εσκέφθην ότι, όταν έλθη η κατάλληλος στιγμή, η ζωή και το άτομό μου θα χρειασθεί δια την βελτίωσιν της θέσεως του Πατριαρχείου…»

«…Οι Ρωμηοί της Κωνσταντινουπόλεως δεν εξετίμησαν τας υπηρεσίας μου. Αλλά θα μετανοήσουν και θα με ζητήσουν μίαν ημέραν … όπως οι Έλληνες εζήτησαν τον Βενιζέλον! Ένεκα της πολιτικής των ταύτης, μέχρι τούδε, εζημιώθησαν οι Ρωμηοί της Ανατολής. Τώρα ήλθεν η σειρά εις τους Ρωμηούς της Κωνσταντινουπόλεως. Τότε θα τρέχουν να εύρουν βοήθειαν όχι μόνον από τον παπά – Ευθύμ αλλά και από το φείδι [sic] ακόμα, αλλά θα είναι αργά !!» (εφημ. «Ημερήσια Νέα» 11.12.1923, αρ.φ.116)

Ο παπά – Ευθύμ δεν έμεινε ήσυχος αφού δεν χώνεψε την αποβολή του από το Πατριαρχείο. Πήγε και κατέθεσε στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας Βασήφ Μπέη μήνυση κατά του Πατριάρχου και του Πατριαρχείου, με την ελπίδα ότι θα επιτύχει δίωξη κατά του Φαναρίου. Δεν έμεινε όμως σ’ αυτό. Επειδή, όπως υποψιάζεται η εφημερίδα «Ημερήσια Νέα» (13.2.1924), ο παπα-Ευθύμ ήθελε να έχει μια «γωνιά – απόστημα» απ’ όπου θα μπορούσε να εκδράμει και να δημιουργεί επεισόδια, ήλθε σε συνεννόηση με τον κοινοτικό παράγοντα του Γαλατά Δ. Δαμιανίδη για τη ληστεία των κοινοτικών εισοδημάτων «δίδοντες ψιχία και τα κόκκαλα εις τους περί αυτούς συμπαραστάτας». Ακολούθησαν παραιτήσεις και απομακρύνσεις προσώπων από τις ενορίες και τα συμβούλια της Κοινότητας Γαλατά, έλεγχοι λογαριασμών, παράδοση σε πενταμελή επιτροπή, διορισμός Διαιτητικής Επιτροπής και πολλές άλλες τραγελαφικές ενέργειες !

Τα επικίνδυνα και ολέθρια για την Εκκλησία έκτροπα, στα οποία προστέθηκε η διαίρεση των πιστών και των κοινοτικών παραγόντων σε φίλους και μη των «παπευθυμικών», ήλθαν στην Σύνοδο του Πατριαρχείου. Αποτέλεσμα ήταν η απομάκρυνση του Ιερατικώς Προϊσταμένου της Εφορίας της Κοινότητος Γαλατά Αρχιμ. Γενναδίου Ζησιάδη, ως «ουχί συνετώς πολιτευθέντα εν τη προκειμένη περιπτώσει».

Τα γεγονότα που συνέβησαν ήταν πολλά και επικρατούσε αστάθεια. Το ποτήρι της «υπόθεσης παπά – Ευθύμ» φαίνεται ότι ξεχείλισε και η Εκκλησία, πλέον, ανέλαβε να λύσει το περίπλοκο αυτό πρόβλημα, το οποίο ταλάνιζε τη Διοίκησή της και το πλήρωμά της. Έτσι, με εισήγηση του Μητροπολίτη Νέοκαισαρείας Αγαθαγγέλου και βάσει του 55ου Αποστολικού Κανόνα ο παπά – Ευθύμ έπρεπε να καθαιρεθεί γιατί την 7η Δεκεμβρίου 1923, έξω από την Μεγάλη Αρχιδιακονία του Πατριαρχείου εξύβρισε και αποκάλεσε «ευτελείς» αλτσακλάρ τους Μητροπολίτες Νικαίας, Προύσης, Αίνου, Σηλυβρίας και Ροδοπόλεως και τους έδιωξε, σέρνοντάς τους από τα ενδύματα, έξω από την αίθουσα της Μ. Αρχιδιακονίας . (Συνεδρία 22.12.1923).

Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου ήταν καταπέλτης για τον «ταραξία» παπά – Ευθύμ: Καθαίρεση, βάσει των Ιερών Κανόνων, υποβάθμιση και κατάταξη στην τάξη των λαϊκών «μη δυναμένου του λοιπού νομίμως και κανονικώς να φέρη το διακριτικόν ένδυμα του κληρικού της καθ΄ημάς Εκλησίας». (Συνεδρία 19.2.1924)

Ο Ευθύμιος, πλέον, Καραχισαρίδης φοβέριζε τους πάντες και δήλωνε: «…Εν πάση περιπτώσει, εκείνοι δεν θα δυνηθούν να κόψουν τα γένεια μου, αλλ’ εγώ θα τους κάμω, προσεχώς, να εξαλείψουν την κατ’ εμού απόφασιν. Θα κόψω εγώ με τα χέρια μου τα γένεια όλων και θα τους διώξω από το Πατριαρχείον». («Ημερήσια Νέα» 21.2.1924, αρ.φ.177).

Η διανοητική του κατάσταση και η ισορροπία του νου του είχαν διαταραχθεί και τούτο γίνεται κατανοητό από τις παρακάτω δηλώσεις του σε εφημερίδες της εποχής : « […] Το Πατριαρχείον και εγώ είμεθα εχθροί ως το πύρ και η πυρίτις. Ο Γρηγόριος φοβηθείς από την δύναμίν μου, την οποίαν προσλαμβάνω συγκεντρών πέριξ εμού τους Ρωμηούς, με καθήρεσε»   (εφημερίς «ΤΑΧΒΙΤ») και « […] Ο σκοπός μου είναι να παραδώσω το Πατριαρχείον εις τιμίας και ακηλιδώτους χείρας. Ινσαλάχ, θα επιτύχω τούτο !! Είμαι γενικός πληρεξούσιος, όχι μόνον του Γαλατά, αλλά και της πλειονοψηφίας των Ρωμηών. Συνεπώς θα κάμω χρήσιν, του επί του Πατριαρχείου δικαιώματός μου…». («Ημερήσια Νέα» 21.2.1924, αρ. φ.177).

Κατά την Συνεδρία της Ι. Συνόδου της 6ης. 3. 1924 ο Πατριάρχης ανακοινώνει ότι ο Ευθύμιος Καραχισαρίδης συνεχίζει να ασεβεί προς την Εκκλησία, ν’ απευθύνει με το ταχυδρομείο απειλητικές επιστολές προς τον Πατριάρχη και τους Συνοδικούς Αρχιερείς, στις οποίες απροκάλυπτα μιλά για επικείμενη και πάλι επιδρομή κατά του Πατριαρχείου. Αυτά αναγκάζουν την Εκκλησία να στείλει νέο τ α κ ρ ί ρ ι [3] με το οποίο κατήγγειλε και πάλι το γεγονός και να ζητήσει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των.

Ο «ταραξίας» Ευθύμιος δεν σταμάτησε εδώ. Προσέφυγε στα δικαστήρια και ζήτησε αποζημιώσεις από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο αμυνόμενο άρχισε έναν άνισο αγώνα φθοράς. Στις 12.2.1924 ο Ευθύμιος με την ομάδα του καταλαμβάνει τον Ι. Ναό της Παναγίας Καφατιανής στο Γαλατά και μεταφέρει εκεί την έδρα του «Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου». Η Αστυνομία αποφεύγει να λάβει θέση διότι Διαταγή της Νομαρχίας αναφέρει: «…Εν τούτοις επειδή τα θρησκευτικά ζητήματα ανήκουσιν εις τους ιδίους, εντέλεσθε όπως, ανακοινώσητε κατηγορηματικώς εις το Ρωμαϊκόν Πατριαρχείον να μη δοθή τόπος εις δημιουργίαν επεισοδίου διαταράττοντος την δημοσίαν τάξιν και μας πληροφορήσητε επειγόντως περί του αποτελέσματος».

Στο μεταξύ ο Ευθύμιος, διαθέτοντας και ιερατείο γύρω του, τον Αρχιμανδρίτη Πανάρετον Τράνταν και τον Διάκονο Κλεώπα Κεσίσογλου, τόλμησε να προχωρήσει σε ανίερη πράξη, «να αυτοχειροτονηθεί» σε Επίσκοπο και προχώρησε σε νέα κατάληψη Ι. Ναού, του Σωτήρος Χριστού στο Γαλατά. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν παρέμεινε με «σταυρωμένα τα χέρια». Καθήρεσε τους προαναφερομένους κληρικούς (Συνεδρία 1ης Απριλίου 1926) και στη Συνεδρία της 3ης Απριλίου 1926 αποφάσισε να αποστείλει εγκύκλιο προς τον Ιερό Κλήρο και το Ορθόδοξο πλήρωμα της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως και των παρακειμένων Επαρχιών «περί του ζητήματος Ευθυμίου Καραχισαρίδη και των συνεπειών της κοινωνίας μετ’ αυτού».

Είναι χαρακτηριστικά δύο αποσπάσματα από την απόφαση της Ι. Συνόδου:

  1. «…Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά! Ο αποστάτης ούτος της Εκκλησίας, αφικόμενος ενταύθα εξ Ανατολής, μυρία όσα απετόλμησε κατά της πνευματικώς εκθρεψάσης και γαλουχησάσης αυτόν Μητρός Εκκλησίας […] αναφέρομεν δε μόνον ότι η Εκκλησία, υπεραμυνομένη των εαυτής δικαιωμάτων […] υπέβαλλεν αυτόν εις την εκκλησιαστικήν ποινήν της καθαιρέσεως, ως παραβάτην των Ιερών Κανόνων..…»
  2. «…συνιστώμεν και προτρεπόμεθα πάντας υμάς πνευματικώς και πατρικώς ίνα ακλινώς εμμείνητε εν τη Θεοπαραδότω πίστη και τη πατρώα ευσεβεία, μηδεμίαν προς τους υπό της Εκκλησίας καθαιρεθέντας έχοντες θρησκευτικήν κοινωνίαν…».

Ο «κακο – Ευθύμης», όπως τον αποκαλεί στο βιβλίο του ο Μητροπολίτης Μύρων κ. Χρυσόστομος, συνέχισε τις προκλήσεις του με τις «χειροτονίες» των Παναγιώτη Ν. Σταύρου εις ψευδοϊερέα και Γεωργίου Ναΐδη εις ψευδοδιάκονο, τους οποίους η Εκκλησία αφού επέδειξαν μετάνοια, συγχώρησε και δέχθηκε στους κόλπους Της. Οι περιπέτειες, όμως, συνεχίσθηκαν και δέχθηκε ισχυρή δοκιμασία το δικαίωμά της να διαχειρίζεται τα θρησκευτικά ζητήματα όταν προσπάθησε να απαγορεύσει την ταφή του καθηρημένου Πανάρετου Τράντα. Η άρνησή Της βρήκε αντίθετο τον «κακο – Ευθύμη» (χαρακτηρισμός του Μητροπολίτου Μύρων), ο οποίος προσέφυγε στην Αστυνομία και, παρά τις έγγραφες διαμαρτυρίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τις αρμόδιες Αρχές, πέτυχε την, διά της βίας, διάρηξη της Πύλης του Κοινοτικού Κοιμητηρίου Βαλουκλή και την ταφή του νεκρού. Κατά τη διάρκεια της τελετής ο Ευθύμιος Καραχισαρίδης έφερε Επιτραχήλιον και διάβασε τις νεκρώσιμες ευχές.

Στη συνέχεια τοποθέτησε σταυρό με την επιγραφή «Αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τράντας, εκ των ιερέων της Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας Σταμπούλ. Γέννηση 1874 – Θάνατος 1931». Οι προκλήσεις του , όμως, συνεχίσθηκαν και με τα συχνά «Τρισάγια» στον τάφο του Π. Τράντα και την – με αίτησή του – υπόδειξη της Αστυνομίας προς τον υπεύθυνο του Κοιμητηρίου όπως η πύλη αυτού να είναι μόνιμα ανοικτή. Όλα αυτά με τη συμπαράσταση του Μουαβίνη (βαθμούχου αστυνόμου) της περιοχής και του Αρχηγού της Χωροφυλακής.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας ’30 έγινε μία προσπάθεια ανανέωσης του «Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου» με «εισαγωγή» ποιμνίου. Ένας από τους πατέρες του Τουρκικού Εθνικισμού, ο Αμπντουλάχ Σουπχί, όταν έγινε πρέσβης στο Βουκουρέστι το 1931, προσπάθησε να πείσει τους τουρκόφωνους ορθοδόξους της Βεσσαραβίας, τους Γκαγκαούζους, να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Ο γιός του Ευθύμιου Τουργκούτ (Γεώργιος) Ερενερόλ ισχυρίσθηκε αργότερα, ότι ο Σουπχί είχε υποσχεθεί στον πατέρα του να φέρει ένα ποίμνιο 250.000 ατόμων από τους Γκαγκαούζους. Η έναρξη όμως του Πολέμου απέτρεψε την υλοποίηση αυτού του μεγαλεπήβολου σχεδίου και η πλειονότητα των 70 φοιτητών που μετανάστευσαν στην Τουρκία το 1935 ασπάσθηκε το Ισλάμ. (Βλ. Baydar M. «Hamdullah Suphi Tannover ve Anilari» – Istanbul 1998 , σελ.157 – 161) και Balcigil O. «Fener Patrikhanesine karsi bir Ortodoks» – Hurgun, 14 – 19 Οκτωβρίου 1985).

Το έτος 1932 η Εκκλησία παράλαβε, σε άθλια κατάσταση, από τον Ευθύμιο Καραχισαρίδη τον Ι. Ναό του Σωτήρος Χριστού στο Γαλατά, αλλά όχι και τα προσοδοφόρα εξαρτήματα και κτίσματα αυτού. Για την απόκτησή των άνοιξε νέος κύκλος δικαστικών προσφυγών με όλες τις συνέπειες και τις φθορές τις οποίες συνεπάγονται αυτές.

Κατά τη δεκαετία του 1930, και μετά την ελληνοτουρκική προσέγγιση, ο Ευθύμιος Καραχισαρίδης χάνει σιγά-σιγά την ελευθερία δράσης που είχε αμέσως μετά τη «Μικρασιατική Καταστροφή». Κατά τη δεκαετία αυτή συνεχίζει τη δράση του και πρωτοστατεί στην ίδρυση του «Κοσμικού Οργανισμού των Χριστιανών Τούρκων». Ο Οργανισμός αυτός ιδρύθηκε το 1935 από Αρμένιους και Ρωμηούς , κυρίως «Ευθυμικούς», με σκοπό τον εκτουρκισμό και την πλήρη ενσωμάτωση των μειονοτικών Κοινοτήτων στην Τουρκική κοινωνία.

Το 1949, μετά την εκλογή και άφιξη του Πατριάρχου Αθηναγόρα, ο Ευθύμ στέλνει στο νέο Πατριάρχη συγχαρητήριο μήνυμα και ανακοινώνει ότι θα τον αναγνωρίζει ως εκκλησιαστική αρχή.

Μέσα στις νέες γεωπολιτικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν εντωμεταξύ και, μέσα στο πλαίσιο των βελτιωμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων, ο Ευθύμ έχασε κάθε ελπίδα για διεκδικήσει οτιδήποτε σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Με την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, λόγω του Κυπριακού, ήλθε πάλι στο προσκήνιο ο Ευθύμ και ξεκίνησε μία εθνικιστική καμπάνια που είχε στόχο το Πατριαρχείο και την κοινότητα των Ρωμηών και η οποία κατέληξε στα γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955, τα γνωστά ως «Σεπτεμβριανά». Σε αυτή τη συγκυρία ο Ευθύμ στηρίζεται και πάλι από τον τύπο και τις εθνικιστικές οργανώσεις, οι οποίες τον παρουσιάζουν …εμπειρογνώμονα στα εκκλησιαστικά ζητήματα!

Η μετά τα «Σεπτεμβριανά» νέα βελτίωση των σχέσεων Ελλάδος – Τουρκίας περιθωριοποίησαν τους «Ευθυμικούς» και την «Εκκλησία» τους. Τον Αύγουστο 1959, στην Έκθεση που ετοίμασαν οι διπλωμάτες Δημ. Μπίτσιος και Ζεκί Κουνεράλπ για τα προβλήματα των μειονοτήτων των δύο χωρών, καταλήγουν ότι θα έπρεπε ο Ευθύμ να εγκαταλείψει και τον τελευταίο Ναό που κατέχει και το Οικουμενικό Πατριαρχείο να του παρέχει ένα μισθό διά βίου.

Η υγεία του Ευθύμ είχε κλονισθεί, πλέον. Έτσι, αναγκάσθηκε να παραδώσει τη διαδοχή στον γιό του Τουργκούτ με τον τίτλο «Πατριάρχης Ευθύμ Β’». Ο Ευθύμιος Καραχισαρίδης πέθανε το έτος 1968. Το Πατριαρχείο αρνήθηκε, στην αρχή, να γίνει η ταφή του στο Κοιμητήριο Μεταμορφώσεως του Σωτήρος της Πόλης (Σισλί) . Έπειτα όμως από πολλές πιέσεις των Αρχών, το Πατριαρχείο δέχθηκε να γίνει αυτή.

Εν τω μεταξύ, μετά την αναβίωση του Κυπριακού το 1963, μία νέα επίθεση εκδηλώθηκε από τους «Ευθυμικούς» το 1965, όταν κατέλαβαν δύο Ναούς της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως στο Γαλατά, τον Άγιο Ιωάννη των Χίων και τον Άγιο Νικόλαο.

Ο πατριάρχης Ευτύμ ΙV, κατά κόσμον Pasa Umit Erenerol, εγγονός του ιδρυτή του πατριαρχείου Ευθύμιου Ι.

Ο πατριάρχης Ευτύμ ΙV, κατά κόσμον Pasa Umit Erenerol, εγγονός του ιδρυτή του πατριαρχείου Ευθύμιου Ι.

Το έτος 1991, μετά τον θάνατο του Τουργκούτ, τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Σελτζούκ με τον τίτλο «Πατριάρχης Ευθύμ Γ’». Ο τελευταίος πέθανε το 2002 και τότε ο «πατριαρχικός θρόνος» της «Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας» περιήλθε στον γιό του Pasa Umit Erenerol με τον τίτλο «Πατριάρχης Ευθύμ Δ’». Ο τελευταίος διαμένει στην Αμερική και τα διοικητικά καθήκοντα έχει αναλάβει η αδελφή του, κόρη του Σελτζούκ, γνωστή από την υπόθεση ERGENECON, Σεβγκί Ερενερόλ.

Ο τάφος του Ευθύμιου Καραχισαρίδη στο Κοιμητήριο του Σισλί με τα λόγια του Κεμάλ.

Ο τάφος του Ευθύμιου Καραχισαρίδη στο Κοιμητήριο του Σισλί με τα λόγια του Κεμάλ.

Από όλα αυτά προκύπτει ότι, η «Τουρκορθόδοξη Εκκλησία» καταλήγει να είναι, ουσιαστικά, οικογενειακή υπόθεση ιδιοποίησης, ξένης προς αυτήν, περιουσίας. Εκείνο που είναι πασιφανές είναι η τήρηση – «εις το ακέραιον» – των οδηγιών του Μουσταφά Κεμάλ για την «δια βίου» προστασία του Ευθύμ και της οικογένειάς του. Η εκτίμηση που είχε ο Μουσταφά Κεμάλ προς τον Baba Eftim είναι διατυπωμένη σε μία φράση του, η οποία αποτελεί και το επίγραμμα στο τάφο του Ευθύμιου Καραχισαρίδη στο Κοιμητήριο του Σισλί : «Baba Eftim bu memlekete bir ordu kadar hizmet etmistir = Ο παπά-Ευθύμ έχει προσφέρει στη χώρα μας όσο ένας στρατός».

 

Επίλογος

 

Το μεγάλο αυτό ζήτημα, το «ζήτημα παπά – Ευθύμ», για πολλές δεκαετίες έμεινε στο περιθώριο της Ιστορίας και απασχολούσε σποραδικά τον Τύπο με τα γεγονότα της ζωής της οικογένειας του Ευθύμιου Καραχισαρίδη. Η έρευνα γύρω από αυτό το ζήτημα άρχισε με την επανεμφάνιση του προαναφερομένου κατά την δεκαετία ’60, όταν αρχίζουν οι ελληνοτουρκικές προστριβές με αφορμή τα γεγονότα στην Κύπρο. Σήμερα σημαντικοί ερευνητές, λόγω του ενδιαφέροντος που προκαλεί και στη σύγχρονη εποχή, μελετούν σε βάθος την υπόθεση αυτή που δημιούργησε πολλά προβλήματα, για σειρά ετών, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Το «ζήτημα παπά – Ευθύμ», η απόπειρα δηλαδή δημιουργίας μιάς «Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας» μέσα στα όρια της επικράτειας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ταλαιπώρησε και εξακολουθεί να ταλαιπωρεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ευχή όλων είναι να δικαιωθεί η Μητέρα Εκκλησία με την επιστροφή των τριών Ιερών Ναών της Κοινότητας Γαλατά, τους οποίους κατακρατούν τα απομεινάρια της ανταρσίας του Ευθύμιου Καραχισαρίδη και να κλείσει οριστικά η μελανή αυτή σελίδα στη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

Κλείνοντας αυτό το χρονικό για το «ζήτημα παπά – Ευθύμ» και την απόπειρα του πρωταγωνιστή του να ιδρύσει «Τουρκορθόδοξη Εκκλησία» στην Τουρκία, καταφεύγουμε σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Μητροπολίτη Μύρων κ. Χρυσοστόμου, με το οποίο ο συγγραφεύς δίνει την εικόνα της τραγικής θέσης του Πατριαρχείου – διαχρονικά – μέσα στο Τουρκικό Κράτος :

«… Έτσι λοιπόν έχουν ή μάλλον είχαν τα πράγματα του Πατριαρχείου μέχρι το πρόσφατο παρελθόν και σε σένα αναγνώστη απομένει να βάλεις το χέρι στην καρδιά σου και να διερωτηθείς εάν είναι ή όχι Εσταυρωμένη Εκκλησία».

 

Υποσημειώσεις


[1] εννοεί: τους Βενιζελικούς.

[2] Εκπρόσωπος της Εκκλησίας στις κοσμικές αρχές.

[3] takrir:υπόμνημα

 

Πηγές


 

  • Μητροπολίτου Μύρων κ. Χρυσοστόμου (Καλαϊτζή): «Ο διαβόητος παπά – Ευθύμ και τα κατ΄αυτόν», εκδ. Ι. Μητροπόλεως Μύρων και εκδ. «ΙΣΤΟΣ», Πόλη 2013.
  • Δημ. Μαυροπούλου : «ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ – Το Οικουμενικον Πατριαρχείον από 1878-1949», Εν Αθήναις, 1960.
  • Αλεξ. Αλεξανδρή: « Η απόπειρα δημιουργίας Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας στην Καππαδοκία, 1921-1923», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμ.4ος 1983, σελ.159 – 199.
  •  Φώτη Μπελίνσοϊ: «Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο» 2007, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη.

 

Χρήστος Ι. Δρούγκας


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Εκκλησιαστική Ιστορία αφορώσα στην Αργολίδα, Ελεύθερο Βήμα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Autocephalous Turkish Orthodox Patriarchate, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ελεύθερο Βήμα, Θρησκεία, Καραμανλήδες, Κεμάλ, Ορθοδοξία, Παπά-Ευθύμ, Τουρκορθόδοξη εκκλησία, Χρήστος Δρούγκας, Papa Eftim, Turkish Orthodox Church

Θεοτόκης Ιωάννης – Βαπτιστής (1778-1865)

$
0
0

Θεοτόκης Ιωάννης – Βαπτιστής (1778-1865)


 

Ο Ιωάννης – Βαπτιστής Αναστασίου Θεοτόκης [1] γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1778 και ήταν απόγονος του κλάδου των Νταβιάτσο (Daviazzo ή Οκταβιανών, από τον πρόγονό τους Ottavio) της ιστορικής αυτής οικογένειας.

Φαίνεται ότι έτυχε επιμελημένης παιδείας σε σχολείο Λατίνων κληρικών και απόκτησε συστηματικές νομικές γνώσεις. Πολύ μικρός κα­τατάχθηκε στο στρατό της Βενετίας, στο επίλεκτο σώμα των Δαλματών, με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. To 1800 ο Πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης των Ιονίων νή­σων Σπυρίδων Θεοτόκης τον διόρισε υπασπιστή του και του ανέθεσε σημαντικές εμπιστευτικές αποστολές. Το 1805, όταν παντρεύτηκε, εγκατέλειψε τις τάξεις του στρατεύματος.

Ιωάννης - Βαπτιστής Θεοτόκης (Κερκυραϊκά Χρονικά τόμος 11, 1965).

Ιωάννης – Βαπτιστής Θεοτόκης (Κερκυραϊκά Χρονικά τόμος 11, 1965).

Πολύ ενωρίς έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και Έφορος της στο νησί του. Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης εγκατέλειψε την οικογέ­νειά του στην Κέρκυρα, κατέβηκε στο Μοριά, έλαβε μέρος στις πολεμικές συγκρούσεις και το 1824 διορίστηκε Υπουργός του Δικαίου. Ήταν εκ των πρώτων που υπέδειξαν την υποψηφιότητα του Ιωάννη Καποδίστρια ως πολιτικού αρχηγού της Ελλάδας. Αντέδρασε, όμως, στην υποβολή του αιτήματος προστασίας που το 1825 υποβλήθηκε από τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της επαναστατημένης Ελλάδας προς την Αγγλία, χαρακτηρίζοντάς την σε επιστολή του προς τον Ανάργυρο Πετράκη ως «συμφωνητικόν της πωληθεί­σης Ελλάδος». Η επιστολή κατασχέθηκε και ο Θεοτόκης καθαιρέθηκε από το υπουργικό του αξίωμα και φυλακίστηκε στο Μπούρτζι, απ’ όπου θα υποβάλει στην κυβέρνηση αναφορά – υπόδειγμα εθνικής και πολιτικής αξιοπρέπειας.

Το Μάιο του 1825 θα ενεργήσει για την ίδρυση Μασονικής Στοάς στο Ναύπλιο με στόχο «ίνα ενθουσιάσωμεν και προσελκύσωμεν πατριώτας τινάς επί τω σωτηρίω σκοπώ να υπερασπίζουσι τα δίκαια της ημετέρας πατρίδος». Η Στοά, η πρώτη στην Ελλάδα, θα ιδρυθεί και θα λειτουργήσει τουλάχιστον έως το 1826. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι Μασονικές Στοές εκείνη την εποχή ήταν εστίες φιλελεύθερων ιδεών και από τέτοιες -φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές – ενεφορείτο και ο Ιωάννης – Βαπτιστής Θεοτόκης. Στη συνέχεια συνδέθηκε με τον Ιωάννη Κωλέτη, με τον οποίο είχε πυκνή αλληλογραφία (μέρος της σώζεται στο Αρχείο Κωλέτη στην Ακαδημία Αθηνών).

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και έως το τέλος της ζωής του ασχολήθηκε με την καλλιέργεια των προϋποθέσεων απελευθέρωσης των Ιονίων νήσων και της ενσωμάτωσης τους στην Ελλάδα, κάτι που ευτύχησε να προλάβει να δει να πραγματοποιείται.

Το Οθωνικό καθεστώς τον διόρισε το 1839 Διοικητή Τήνου [2], ενώ αργότερα, μετά τη μεταβολή του 1843, διορίστηκε Γερουσιαστής. Το 1857, για λόγους υγείας αποσύρθηκε στην Κέρκυρα, όπου και πέθανε το 1865.  Τιμήθηκε με Αριστείο Ανδρείας και το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος.

Ο Ιωάννης – Βαπτιστής Θεοτόκης ήταν φλογερός πατριώτης και βαθιά θρη­σκευόμενο άτομο. Παρά το γεγονός ότι ενεφορείτο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες, τις οποίες ποτέ δεν έκρυψε, εντούτοις προς το τέλος της ζωής του υπήρξε υποστηριχτής της πολιτικής του βασιλιά Όθωνα.

Η υπηρεσία του στην Τήνο συνδέεται με δυο σοβαρά συμβάντα:

(α) Την κλοπή της εικόνας του Ευαγγελισμού στις 15.12. 1842, ζήτημα που το χειρίστηκε με ιδιαίτερα επιτυχή τρόπο. Πολύ σημαντική υπήρξε η σχετική αναφορά του προς την κυβέρνηση, στην οποία ο Θεοτόκης, εν παρενθέσει, υμνεί το έργο του Ιερού Καταστήματος [3].

(β) Την κάθοδο των Ιησουϊτών μοναχών από τον οικισμό Εξώμβουργο, κά­τω από το Κάστρο, στα Λουτρά. Ο Θεοτόκης αντέδρασε σθεναρά γιατί έβλε­πε στην προσπάθεια αυτή απόπειρα προσηλυτισμού [4].

Το καλοκαίρι του 1841 φιλοξένησε στην Τήνο το γιο του Σπυρίδωνα με τη σύζυγο του Jane Elizabeth Digby (1807-1881) [5], θυγατέρα του Άγγλου ναυάρχου Henry Digby, και το γιο τους Λεωνίδα.

Παντρεύτηκε την Αγγελική Μαρμορά με την οποία απόκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Μιχαήλ – Ερρίκο (1807), ο οποίος πέθανε πολύ νωρίς, τον Ανδρέ­α – Νικόλαο (1808), τη Μπελίνα (1809) και το Σπυρίδωνα (1811). Ο Ανδρέας – Νικόλαος απόκτησε τέσσερα παιδιά, από τα οποία ο Γεώργιος (1844 – 1916) διετέλεσε τέσσερες φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (1899 – 1901, 1903, 1903 – 4, 1905 – 09). Η κόρη του Γεωργίου Θεοτό­κη, Ζαΐρα, υπήρξε μητέρα του πολιτικού και πρωθυπουργού της χώρας Γεωρ­γίου Ράλλη (1918- 2006).

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για τον Ιωάννη – Βαπτιστή Θεοτόκη βλέπετε Λαυρεντίου Βροκίνη, Βιογραφικά σχεδιάρια των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Κερκυραίων, τεύχος Α’, σελ. 121· Δ. – Γρ. Καμπούρογλου, Ιστορικόν Αρχείον Διονυσίου Ρώμα, τόμος A’ 1819 – 1825, Αθή­ναι 1901, ειδικότερα σελ. 576 – 79 και 678 – 9· Eugéne Rizo Rangavé, Livre dOr de la Noblesse lonienne. Corfou, «Eleftheroudakis». Athenes 1925. pp. 243 – 245- Νικο­λάου Σακελλίωνος – Σταύρου Φιλιππίδη, Ιστορία του εν Τήνω ναού και Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας, Εν Ερμουπόλει Σύρου 1928, σελ. 86 επόμ. και ιδία 112 – 123· Σταύρου Χ. Σκοπετέα, «Μυστικαί Εταιρείαι κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν», Πε­λοποννησιακή Πρωτοχρονιά (1958), σελ 277 – 298· Κώστα Δαφνή, «Θεοτόκης Ιωάννης – Βαπτιστής. Βιογραφία – προσωπογραφίες», Κερκυραϊκά Χρονικά 11 (1965)· Σπύρου Θεοτόκη, «Ιωάννης Βαπτιστής Θεοτόκης», ό.π., και Γεωργίου Ράλλη, Γεώρ­γιος Θεοτόκης. Ο άνθρωπος του μέτρου, «Ελληνική Ευρωεκδοτική», Αθήνα 1986. σελ. 13 – 23 (Σ.Μ.).

[2] Ο Θεοτόκης δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε γραφειοκράτης που στελέχωνε το διοικητικό μηχανισμό του νεοσύστατου κράτους, αλλά μια σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής Παλιγγενεσίας. Στην Τήνο, ως Διοικητής του νησιού, ε­πιτέλεσε σημαντικό έργο, κυρίως με τις παρεμβάσεις του στη λειτουργία του Ιε­ρού Καταστήματος της Ευαγγελιστρίας. Βέβαια, όταν έφτασε στην Τήνο ο Θεο­τόκης, ο δημόσιος χαρακτήρας του Ιερού Καταστήματος είχε επιβληθεί, όμως είχε ακόμη μεγάλα περιθώρια παρέμβασης. Τέλος, η παραμονή του στο νησί συνέπε­σε με την κλοπή της εικόνας του Ευαγγε­λισμού στις 15.12. 1842 και είναι βεβαιωμένες οι σύντονες, και αποτελεσματικές ενέργειές του, για σύλληψη του δράστη και την ανεύρεση της εικόνας, αλλά και για την ανάδειξη του γεγονότος αυτού στο πανελλήνιο. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο Κερκυραίος πολιτικός προσπάθησε να προσδώσει επίσημο χαρακτήρα στην επανεύρεση της εικόνας με παρέμβασή του στην Ιερά Σύνοδο. Εξάλλου είναι αυτός που αμέσως μετά την επιστροφή της εικόνας στο ναό μίλησε για «Δεύτερη Εύρεση», κάτι που ποτέ δεν έγινε τελείως αποδεκτό από την κοινωνία της πόλης.

[3] Η αναφορά αυτή, που πρωτοδημοσιεύθηκε από τους Νικόλαο Σακελλίωνα και Σταύρο Φιλιππίδη στο βιβλίο τους Ιστορία του εν Τήνω ιερού ναού και Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας. Ερμούπολις 1928, σελ. 112-119, σώζεται σε αντίγραφο στο Αρχείο του ΠΠΕΤ. Πρόσφατα εντοπίσαμε και το πρωτότυπο στα ΓΑΚ. Μια πρώτη αντιπαρα­βολή πιστοποιεί την ακρίβεια της αντιγραφής.

[4] Η κάθοδος των Ιησουϊτών στα Λουτρά, ενώ ήταν μια λογική προσπάθεια μετά την ερήμωση της περιοχής, εντούτοις αντιμετώπισε αντίδρασης τόσο από τους τελευταίους καθολικούς κατοίκους του Εξωμβούργου (και τον Καθολικό επίσκοπο Τήνου) όσο και από τις κρατικές αρχές. Το όλο ζήτημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς τις ιδεολογικές στάσεις και νοοτροπίες της εποχής. Έχουμε συγκεντρώσει πλούσιο αρχειακό υλικό, το οποίο ευελπιστούμε σύντομα να παραδώσουμε στη δημοσιότητα.

[5] Η Jane Elizabeth Digby (1807 – 1881), θυγατέρα του Άγγλου ναυάρχου Henry Digby, υπήρξε μια από τις γυναίκες που τάραξαν την κοινωνική ζωή της Ευρώπης. Ήταν πλούσια, όμορφη, δυναμική και, κυρίως, διψασμένη για αγάπη. Το 1824 παντρεύτηκε τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Edward Law, 2nd βαρόνο (μετέπειτα λόρδο) Ellenborough, από τον οποίο χώρισε το 1830. Στη συνέχεια βρέθηκε στο Μόναχο, όπου υπήρξε ερωμένη του Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας (πατέρα του Όθωνα της Ελλάδος) και το 1832 παντρεύτηκε τον βαυαρό βαρόνο Karl von Venningen. Σύντομα, πιθανότατα το 1835, ερωτεύθηκε ένα νεαρό Έλληνα που βρέθηκε στην αυλή της Βαυαρίας, το Σπυρίδωνα Θεοτόκη (1811-1870), γόνο ευγενούς κερκυραϊκής οικογένειας, χωρίς όμως εισοδήματα. Γνωρίστηκαν σε ένα χορό μεταμφιεσμένων, όπου ο νεαρός Θεοτόκης φορούσε την εθνική του ενδυμασία. Ήδη από το Μάρτιο του 1839 στη Γαλλία με το Θεοτόκη, με τον οποίο απόκτησε ένα παιδί το Λεωνίδα (21.9.1840). Το καλοκαίρι του 1841 το ζεύγος Θεοτόκη ήλθε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Τήνο, όπου ο πατέρας Ιωάννης – Βαπτιστής Θεοτόκης ήταν Διοικητής του νησιού.

Φαίνεται ότι κατά την παραμονή της στην Τήνο η νεαρή Αγγλίδα περιηγήθηκε το νη­σί, ενδιαφέρθηκε για την ιστορία του και φιλοτέχνησε σκίτσα από την καθημερινή του ζωή. Στη συνέχεια, την άνοιξη του 1842, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στα κτήματα της οικογένειας Θεοτόκη στους Λουκάδες της Κέρκυρας και το 1843 μετακινήθηκε στην Αθήνα, όπου η Jane αναστάτωσε τη ζωή της πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κρά­τους. Όταν η Jane διαπίστωσε απιστίες του συζύγου της (1846), τον χώρισε και μετέ­βη στην Ιταλία, όπου ο μικρός Λεωνίδας σκοτώθηκε σε ατύχημα. Ξαναγύρισε στην Αθήνα, όπου υπήρξε ερωμένη του βασιλιά Όθωνα και του στρατηγού Χριστόδουλου Χατζηπέτρου. Μετά σειρά περιπετειών η Jane Digby το 1853 θα βρεθεί στη Συρία, όπου θα ερωτευθεί, και τελικά θα παντρευτεί, τον Sheikh Medjuel el Mezrab, με τον ο­ποίο θα ζήσει ευτυχισμένη έως το τέλος της ζωής της. Ο Σπυρίδων Θεοτόκης, μετά το διαζύγιό του, πήγε στην Ιταλία, άλλαξε πολλές ερωμένες, παντρεύτηκε δύο ακόμη φο­ρές και πέθανε σχετικά νέος στη Ρωσία όπου είχε τοποθετηθεί πρόξενος. Για την πε­ριπετειώδη ζωή της Jane βλέπετε: (α) Edmond About, La Gréce contemporaine, Paris 1863₅, pp. 81 – 91 [XII: Histoire des deux grandes dames étrangères qui s᾽étaient fixées en Grèce], (β) Πολύβιου Δημητρακόπουλου, Αι Αθήναι του Όθωνος: Τζέννυ Θεοτόκη, «Σιδερής», Αθήναι 1925, και (γ) Lovell, Mary S., A Scandalous Life: A Biography of Jane Digby (1995) [Ελληνική μετάφραση της Μαρίας Παππά: Μια σκανδαλώδης ζωή: Η βιογραφία της Τζάν Ελίζαμπεθ Ντίγκμπι – Θεοτόκη, «Νέα Σύ­νορα», Αθήνα 1997] (Σ. Μ.).

 

Κώστας Δανούσης

Τηνιακά Σύμμεικτα, τεύχος 14, 2014.

 


Στο:Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Επανάσταση 21, Θεοτόκης Ιωάννης - Βαπτιστής, Ιστορία, Κώστας Δανούσης, Κέρκυρα, Ναύπλιο, Πρόσωπα, Στρατιωτικοί, Υπουργός, Jane Elizabeth Digby, Theotokis John

Δημοτικές εκλογές και δήμαρχοι στο Άργος το 19ο και 20ο αιώνα

$
0
0

Δημοτικές εκλογές και δήμαρχοι στο Άργος το 19ο και 20ο αιώνα


 

Εκατόν ογδόντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος στήθηκαν για πρώτη φορά κάλπες, για να αναδείξουν τους πρώτους δημάρχους στην Ελλάδα. Στη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας η ελληνική επικράτεια ήταν χωρισμένη σε εγιαλέτια. Η Πελοπόννησος υπάγονταν στο εγιαλέτι των Νήσων μαζί με τα νησιά του Αιγαίου, τη Στερεά, την περιοχή της Καλλίπολης και τη μικρασιατική Τρωάδα. Τα εγιαλέτια χωρίζονταν σε σατζάκια, όπως η Θεσσαλία, η Πελοπόννησος, η Ανατολική Στερεά. Υποδιαίρεσή τους ήταν οι καζάδες, κάτι ανάλογο με τους σημερινούς νομούς. Οι κοτζαμπάσηδες ήταν οι αντίστοιχοι δήμαρχοι και η εξουσία τους περιοριζόταν στην τήρηση της τάξης και στη διευθέτηση των δικαστικών διαφορών. Η φορολογία και γενικότερα η οικονομία ήταν ευθύνη της κεντρικής διοίκησης, η οποία είχε και την εποπτεία.

Η βάση για τη δημιουργία της τοπικής αυτοδιοίκησης τίθεται μετά τη σύσταση του νέου Ελληνικού κράτους. Ο πρώτος νόμος «περί συστάσεως των Δήμων» υποβλήθηκε από τη Βαυαρική αντιβασιλεία, επικυρώθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 27 Δεκεμβρίου 1833 και δημοσιεύθηκε ως νόμος του Κράτους στο υπ’ αριθ. 3 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του έτους 1834. Με το νόμο αυτό κάθε χωριό με 300 κατοίκους μπορεί να σχηματίζει ένα δήμο με δημοτική αρχή και κάθε υπήκοος του κράτους και η οικογένειά του είναι μέλη του δήμου. Δήμοι με 10.000 κατοίκους και άνω είναι πρώτης τάξεως, με τουλάχιστον 2.000 κατοίκους δευτέρας τάξεως και κάτω των 2.000 κατοίκων τρίτης τάξεως. Οι εκλογείς εξέλεγαν 18μελές Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο μαζί με ίσο αριθμό «εκ των πλέον φορολογουμένων και εχόντων δικαίωμα ψήφου δημοτών» εξέλεγαν τρεις υποψηφίους για τη θέση του Δημάρχου και από έναν για τις θέσεις των παρέδρων, όπως ονομάζονταν τότε οι αντιδήμαρχοι. Από τους τρείς υποψηφίους ο «Ελέω Θεού» Βασιλεύς επέλεγε τελικά το Δήμαρχο της πόλης.

Οι πρώτες δημοτικές εκλογές αποφασίστηκαν με Διάταγμα της 24ης Απριλίου και 8ης Ιουνίου 1834. Η εκτέλεση του Νόμου όμως καθυστέρησε και οι εκλογές δημοτικών αρχών διενεργήθηκαν τις πρώτες μέρες του Ιουλίου 1834 μόνο στον νομό  Αργολιδοκορινθίας, έναν από τους δέκα νομούς της οθωνικής Ελλάδας, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες τις γνώρισαν το 1835. Η ψηφοφορία ήταν υποχρεωτική, υπήρχαν όμως αρκετοί περιορισμοί. Κάθε ψηφοφόρος ή υποψήφιος έπρεπε να έχει συμπληρώσει το 25ο έτος, να έχει την ιδιότητα του δημότη και να διαμένει μόνιμα στο δήμο, αλλά βασική προϋπόθεση ήταν και η οικονομική και κοινωνική του θέση. Εκλογείς δεν ήταν όλοι οι δημότες που είχαν δικαίωμα ψήφου, αλλά μόνον οι ευκατάστατοι, όσοι δηλαδή κατείχαν μία σεβαστή περιουσία και μπορούσαν να καταβάλουν την πληρωμή των φόρων. Αυτό αποτέλεσε τροχοπέδη στην επιλογή διοίκησης από τους χαμηλοεισοδηματίες κατοίκους, ενώ επέτρεψε σε συγκεκριμένες ομάδες την εναλλαγή στην εξουσία. Γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Αλλά αυτό έγινε σε περιορισμένη κλίμακα, αφού το εκλογικό δικαίωμα ήταν μόνο για το εκλέγειν, σε όσες γυναίκες είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους και γνώριζαν ανάγνωση και γραφή. Όμως το 70% των γυναικών στην Ελλάδα τότε ήταν άνω των 30 ετών και αγράμματες. Από τις 2.655 γυναίκες, που είχαν γραφτεί στους εκλογικούς καταλόγους, τις κάλπες προσήλθαν μόλις 493 «χειραφετημένες» γυναίκες.

Από το 1835 μέχρι το 1864, όταν ψηφίστηκαν νέο Σύνταγμα και εκλογικός νόμος, οι δημοτικές εκλογές γίνονταν με χειρόγραφα ψηφοδέλτια, που η χρήση τους είχε γίνει συνώνυμο της καλπονοθείας και καμία εκλογική αναμέτρηση έως τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί αδιάβλητη. Το πρόβλημα ήταν οι αναλφάβητοι ψηφοφόροι, που ήταν αναγκασμένοι να δίνουν τα ψηφοδέλτιά τους και να γράφουν άλλοι στο λευκό χαρτί τα ονόματα των φημιζόμενων. Έτσι οι αναλφάβητοι έριχναν στην κάλπη τα ψηφοδέλτια, αλλά ψήφιζαν αυτοί που έγραφαν τα ονόματα! Ο νόμος μάλιστα δεν υποχρέωνε τους εκλογείς να γράφουν τα ψηφοδέλτια εντός της αιθούσης και όργανα κομματαρχών συνωστίζονταν έξω από τις αίθουσες εκλογής και έπειθαν ή ανάγκαζαν τους εκλογείς να παίρνουν απ’ αυτούς έτοιμα ψηφοδέλτια. Πολλές φορές οι υποχρεωμένοι, εξαναγκασμένοι ή εξηρτημένοι εκλογείς έπαιρναν από τους κομματάρχες ψηφοδέλτια με διαφορετικό σχήμα και χρώμα ή διπλωμένα με διαφορετικό τρόπο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Οι κομματάρχες, που βρίσκονταν μέσα στα εκλογικά κέντρα, παρακολουθούσαν την πορεία της ψηφοφορίας και, όταν πρόβλεπαν εναντίον τους την έκβαση του τελικού αποτελέσματος, εμπόδιζαν τους αντίπαλους εκλογείς να ψηφίσουν, προκαλούσαν αιματηρές συγκρούσεις, έσπαζαν τις κάλπες των αντιπάλων ή τις άρπαζαν και γίνονταν άφαντοι. Η διαλογή και η σωστή καταμέτρηση των ψήφων, βέβαια, επαφίονταν στον… πατριωτισμό της επιτροπής κάθε εκλογικού κέντρου. Μέχρι την έξωση του Όθωνα κανόνας ήταν οι ηττημένοι των εκλογών να καταγγέλλουν τους νικητές για νοθεία.

Ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ως κατ΄ εξοχήν δημοκρατικός, μοιραία πέρασε τις ταλαιπωρίες που γνώρισε το πολίτευμα και έγινε στόχος αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων. Δεν είναι λίγοι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του που διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή απολύθηκαν από τις θέσεις τους, επειδή δεν ήταν αρεστοί στην εξουσία. Για γνήσιες εκλογές μπορούμε λίγο-πολύ να μιλάμε μόνο μετά το 1866.Το 1866, στις πρώτες δημοτικές εκλογές επί Γεωργίου Α’, εφαρμόστηκε νέος τρόπος ψηφοφορίας, όπως όριζε το Σύνταγμα του 1864, δηλαδή «δι’ αμέσου καθολικής (από το 21ο έτος) και μυστικής ψηφοφορίας διά σφαιριδίων», τρόπος που θεωρήθηκε ως δημοκρατικότερος. Στο σύστημα του σφαιριδίου κάθε εκλογικό τμήμα διέθετε από μία κάλπη για κάθε υποψήφιο. Η κάλπη χωριζόταν εσωτερικά σε δυο μέρη, στα οποία εξωτερικά αναγράφονταν οι λέξεις ΝΑΙ και ΟΧΙ. Ο ψηφοφόρος έριχνε μυστικά ένα σφαιρίδιο σε κάθε κάλπη είτε προς την πλευρά του ΝΑΙ είτε του ΟΧΙ. Μετά από μισό περίπου αιώνα, πάντως, τα πράγματα αλλάζουν. Οι αγράμματοι είχαν περιοριστεί, αυτός ο τρόπος ψηφοφορίας θεωρούνταν «καθυστερημένος», είχαν στο μεταξύ προσαρμοστεί και οι μέθοδοι καλπονοθείας και αίτημα των προοδευτικών είναι η επαναφορά του ψηφοδελτίου.

Το 1912 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιχείρησε να αναμορφώσει το αυτοδιοικητικό σύστημα της χώρας με νόμο «Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων». Οι δήμοι κατακερματίστηκαν και δημιουργήθηκαν χιλιάδες κοινότητες σε ολόκληρη την επικράτεια. Οι κοινότητες αυτές όμως, μικρές και χωρίς πόρους, κατέληξαν να λειτουργούν ως τοπικά παραρτήματα της κρατικής γραφειοκρατίας για την έκδοση πιστοποιητικών και ληξιαρχικών πράξεων, αντί να αποτελούν ζωντανά κύτταρα οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης και προόδου. Στις Δημοτικές Εκλογές της 9ης Φεβρουαρίου1914 καταργήθηκε το ιστορικό σφαιρίδιο και εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά το ψηφοδέλτιο και το εκλογικό βιβλιάριο. Λόγω του Α΄ παγκοσμίου πολέμου οι πρώτες μεσοπολεμικές Δημοτικές Εκλογές έγιναν τον Οκτώβριο του 1925, ενενήντα χρόνια μετά τις πρώτες δημοτικές εκλογές, ενώ οι δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934 ήταν και οι τελευταίες μέχρι το 1951, εξαιτίας της μεσολάβησης της δικτατορίας Μεταξά, της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές έγιναν στις 15 Απριλίου του 1951, με το σύστημα της έμμεσης εκλογής του δημάρχου από τους δημοτικούς συμβούλους. Το σύστημα αυτό εφαρμόστηκε μέχρι και τις δημοτικές εκλογές του 1964, με εξαίρεση αυτές του 1954, οπότε οι δήμαρχοι εξελέγησαν άμεσα από τον λαό.

Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974) οι δήμαρχοι διορίζονταν από τη χούντα, ενώ μετά την μεταπολίτευση του 1974 επιστρέψαμε στην άμεση εκλογή του δημάρχου από το λαό με το σύστημα των δύο γύρων. Το 1997 με το σχέδιο «Καποδίστριας» (Νόμος 2539/97) η χώρα διαιρέθηκε σε 13 περιφέρειες, 51 νομούς, 910 δήμους και 124 κοινότητες. Η συνένωση κοινοτήτων σε μεγαλύτερους και ισχυρούς δήμους έγινε με σκοπό τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε να γίνουν οι δήμοι «βιώσιμες επιχειρηματικές μονάδες». Νομάρχες, κοινοτάρχες και δήμαρχοι ήσαν αιρετοί, ενώ οι περιφερειάρχες διορισμένοι από την κυβέρνηση. Η πιο πρόσφατη αυτοδιοικητική μεταρρύθμιση στη χώρα μας  επιχειρήθηκε με το πρόγραμμα «Καλλικράτης» (Νόμος 3852/2010) και τη συνένωση των μικρών δήμων και κοινοτήτων σε μεγαλύτερους. Η Ελλάδα αποτελείται πλέον από 7 αποκεντρωμένες διοικήσεις, 13 περιφέρειες και 352 δήμους. Οι επικεφαλής των αποκεντρωμένων διοικήσεων είναι διορισμένοι από την κυβέρνηση, ενώ αιρετοί είναι οι περιφερειάρχες και οι δήμαρχοι με εκλογές που γίνονται πλέον κάθε 5 χρόνια.

 

Άποψη του Άργους και του κάστρου της Λάρισας. Amand Freiherr «Griechenland in Wort und Bild», Lipsie, 1882.

Άποψη του Άργους και του κάστρου της Λάρισας. Amand Freiherr «Griechenland in Wort und Bild», Lipsie, 1882.

 

Ο νομός Αργολίδος και Κορινθίας σχηματίσθηκε με βάση το νόμο του 1833 «περί διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του» και περιελάμβανε έξι επαρχίες: 1. Ναυπλίας με πρωτεύουσα τη Ναύπλιο, 2. Άργους, με πρωτεύουσα το Άργος, 3. Κορινθίας, με πρωτεύουσα την Κόρινθο 4. Ύδρας, με πρωτεύουσα την Ύδρα, 5. Ερμιονίδος, με πρωτεύουσα τις Σπέτσες, και 6. Τροιζήνας, με πρωτεύουσα τον Πόρο. Με το νόμο του 1834, «περί της οροθεσίας και της εις δήμους διαιρέσεως του νομού Αργολίδος και Κορινθίας», σχηματίσθηκαν οι 15 δήμοι της επαρχίας Άργους ως εξής: 1. Αργείων, 2. Αλέας, 3. Λιμνών, 4. Γενεσίου, 5. Μυσίας, 6. Λυρκείας, 7. Οινόης, 8. Ορνεών, 9. Ιναχίας, 10. Θορνακίου, 11. Κηλώσσης, 12. Τημενίου, 13. Υσιών, 14. Μυκηνών και 15. Γυμνού. Οι παλαιοί αυτοί δήμοι το 1912 έγιναν κοινότητες.

Το 1845 η Πελοπόννησος διαιρείται και πάλι σε νομούς και διατηρείται ενιαίος ο νομός Αργολίδος και Κορινθίας. Με νόμο της 6ης Ιουλίου 1899 «περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους» ο νομός Αργολίδος και Κορινθίας χωρίστηκε σε δύο νομούς. Το νομό Αργολίδος αποτελούμενο από τις επαρχίες Ναυπλίας, Άργους, Σπετσών, Ερμιονίδος, Ύδρας και Τροιζηνίας με έδρα το Ναύπλιο και το νομό Κορινθίας. Στην επαρχία του Άργους με πρωτεύουσα το Άργος ο Δήμος Άργους περιελάμβανε και 7 χωριά. Το 1909 με νέο νόμο «περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους» ανασυστάθηκε ο νομός Αργολίδος και Κορινθίας. Ανεξάρτητο νομό Αργολίδος δηλαδή το 19ο αιώνα έχουμε μόνο στο χρονικό διάστημα 1899-1909. Ο πληθυσμός του νομού Αργολίδος και Κορινθίας το 1838 ήταν 82.571 κάτοικοι, το 1854 έφτασε σε 108.886 και το 1896 σε 157.578. Το 1949 γίνεται πάλι μόνο νομός Αργολίδος με πρωτεύουσα το Ναύπλιο, ενώ το Άργος είναι σημαντικός δήμος και αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα.

Ο δήμος Αργείων το 1834 κατατάχθηκε στη Β’ τάξη με πληθυσμό 6.694 κατοίκους και έδρα το Άργος. Ο δημότης ονομάσθηκε Αργείος. Ακολούθησαν μια σειρά προσαρτήσεις και το 1840 με το νόμο «περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Άργους» οι 15 δήμοι της επαρχίας Άργους» συγχωνεύθηκαν σε 6 ως εξής: 1. Αργείων, 2. Υσιών, 3. Λυρκείας, 4. Αλέας, 5. Μυκηνών και 6. Ιναχίας. Οι δήμοι Τημενίου [Μύλοι, Σκαφιδάκι, Τσακίρι, Κυβέρι, Κρόι (Βάλτος)] και Γενεσίου [Δαλαμανάρα, Κουρτάκι, Πυργέλα, Λάλουκα] συγχωνεύθηκαν στο δήμο Άργους. Ο δήμος Αργείων με τη νέα του σύσταση κατατάχθηκε στην Α’ τάξη με πληθυσμό 10.243 κατοίκους και έδρα την πόλη του Άργους. Ο πληθυσμός της Επαρχίας Άργους το 1839 έφτασε τους 18.535 κατοίκους, το 1854 αυξήθηκε σε 19.864 και το 1896 σε 27.637.

Με το Σχέδιο «Καποδίστριας» του νόμου 2539/97 ο Δήμος Άργους συστάθηκε από τη συνένωση παλαιότερων κοινοτήτων της περιοχής, που αποτέλεσαν στη συνέχεια δημοτικά διαμερίσματα του δήμου, κάλυπτε μεγάλο τμήμα της αργολικής πεδιάδας και συνόρευε με τους δήμους Κουτσοποδίου, Λυρκείας, Μιδέας, Λέρνας, Μυκηναίων, Νέας Κίου και με την κοινότητα Αχλαδοκάμπου. Ο δήμος είχε πληθυσμό 29.228 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2001 και έδρα του το Άργος. Το 2010 καταργήθηκε με την εφαρμογή του προγράμματος Καλλικράτης και εντάχθηκε στον νέο δήμο Άργους-Μυκηνών.

Με το Πρόγραμμα «Καλλικράτης» του Νόμου 3852/2010 ο Δήμος Άργους – Μυκηνών είναι δήμος της Περιφέρειας Πελοποννήσου, που συστάθηκε από την συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Άργους, Κουτσοποδίου, Λέρνας, Λυρκείας, Μυκηναίων, Νέας Κίου και των κοινοτήτων Αλέας και Αχλαδοκάμπου. Έδρα του δήμου είναι το Άργος, ενώ οι Μυκήνες, κυρίαρχο κέντρο του ελληνισμού κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού, έχουν οριστεί ως ιστορική έδρα. Ο Δήμος διαιρείται σε 7 δημοτικές ενότητες, που αντιστοιχούν στους 5 καταργηθέντες δήμους και τις 2 κοινότητες. Κάθε δημοτική ενότητα διαιρείται σε κοινότητες, οι οποίες αντιστοιχούν στα 37 διαμερίσματα των καταργηθέντων δήμων. Ο Δήμος Άργους – Μυκηνών έχει μόνιμο πληθυσμό 42.022 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2011 και είναι ο μεγαλύτερος σε πληθυσμό δήμος της Αργολίδας.

Από τις πρώτες εκλογές του 1834 μέχρι το 2015 έγιναν 39 φορές δημοτικές εκλογές και στο Δήμο του Άργους 32 συνολικά άτομα διατέλεσαν δήμαρχοι της πόλης, οι 26 απ’ αυτούς εκλεγμένοι, ενώ 6 δήμαρχοι διορίστηκαν από τις αρχές σε περιόδους πολιτικά ανώμαλες.

 

Οι διατελέσαντες Δήμαρχοι Άργους κατά χρονολογική σειρά είναι οι εξής:

 

  • Βλάσσης Χρήστος (1834-1838). Προεστός του Άργους στις παραμονές του Αγώνα και φιλικός,πήρε μέρος στην επανάσταση. Η οικογένεια των Βλάσσηδων προερχόταν από το χωριό Κοτίτσα της Λακωνίας, που μετά τα Ορλοφικά, την ατυχή επανάσταση του 1770, αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στο Άργος, όπου αναδείχθηκαν σε πλούσιους και δυνατούς προύχοντες και δαπάνησαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για τον Αγώνα. Ο Χρήστος Βλάσσης ήταν γιος του Θεόδωρου Bλάσση και υπήρξε πληρεξούσιος των Εθνικών Συνελεύσεων, γερουσιαστής και πρώτος δήμαρχος Άργους. Ο αδελφός του Ιωάννης ήταν γιατρός και διετέλεσε δήμαρχος Άργους την περίοδο 1855- 1858.  Η αδελφή του Ελένη ήταν σύζυγος του Ιωάννη Περούκα.
  • Βώκος Κωνσταντίνος (1838-1841 και 1852-1855). Πιθανότατα δεν ήταν Αργείος, αλλά δε γνωρίζουμε την καταγωγή του, ούτε έχουν διασωθεί πληροφορίες για τη δημαρχιακή του περίοδο. Γνωρίζουμε όμως ότι ήταν πρόκριτος, μεγάλος γαιοκτήμονας και σύγγαμβρος του Δημ. Τσώκρη, αφού παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του Αναγνώστη Ιατρού, Φωτεινή. Ο Αναγνώστης Ιατρού από το Μπουγιάτι της Αλέας του Άργους ήταν εγκατεστημένος στο Άργος, και ονομαζόταν Αναγνώστης Μπόνης, αλλά μετονομάσθηκε Αναγνώστης Ιατρός, επειδή ήταν εμπειρικός γιατρός. Είχε τέσσερεις κόρες, τη Μαριγώ, που παντρεύτηκε ο στρατηγός Δ. Τσώκρης, τη Μαργαρίτα ο Νικόλαος Ζεγκίνης, δημογέροντας, ειρηνοδίκης και συμβολαιογράφος, την Ευφροσύνη παντρεύτηκε ο Κωνστ. Ροδόπουλος, που διατέλεσε και δήμαρχος Άργους, και τη Φωτεινή ο Αργείος προύχοντας Κωνστ. Βώκος.
  • Τσώκρης Γεώργιος (1841-1848). Αδελφός του στρατηγού Δημητρίου Τσώ­κρη. Από παιδί έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, πλούτισε ως έμπορος και επανήλθε στο Άργος το 1817, όπου με χρήματα δικά του και άλλων συγγενών στρατολόγησε το πρώτο πολεμικό σώμα Αργείων. Εκλέχτηκε δήμαρχος με την υποστήριξη του αδελφού του πανίσχυρου Γεώργιου Τσώκρη, ο οποίος ήλεγχε τη Δημοτική Αρχή και προώθησε ως δήμαρχους τον σύγαμπρό του Κωνστ. Βώκο (1838-1841 και 1852-1855), τον αδελφό του Γεώργιο (1841-1848) και τον άλλο σύγαμπρό του Κωνστ. Ροδόπουλου (1848-1852) έχοντας με αυτό τον τρόπο και τη δημοτική αρχή του τόπου από το 1838 έως και το 1855 στα χέρια του.
  • Ροδόπουλος Κωνσταντίνος (1848-1852). Πλούσιος μεγαλοκτηματίας με καταγωγή από τη Βυτίνα, σύγγαμβρος του στρατηγού Δημητρίου Τσώκρη, αφού είχε παντρευτεί την κόρη του Αναγνώστη Ιατρού, Ευφροσύνη, και ανιψιός του μητροπολίτου Κορίνθου Κυρίλλου», τα οστά του οποίου μετακόμισε στον ιερό ναό του Τιμίου Προδρόμου, δηλ. στον Αϊ-Γιάννη του Άργους. Δεν υπάρχει όμως στον Αϊ-Γιάννη καμία επιγραφή ή άλλη ένδειξη για την ανακομιδή των οστών του Κυρίλλου.
  • Βλάσσης Ιωάννης (1855-1858). Αδελφός του πρώτου δήμαρχου του Άργους Χρίστου Βλάσση, γιατρός στο επάγγελμα και μέλος της φιλανθρωπικής Εταιρίας του Ναυπλίου το  1825. Διετέλεσε δήμαρχος Άργους την περίοδο 1855- 1858 και βουλευτής 1844, 1859, 1861.
  • Διβάνης Πέτρος (1858-1861). Η καταγωγή του ήταν από την Κωνσταντινούπολη, αλλά εγκαταστάθηκε στο Άργος. Σπούδασε γιατρός στην Ιταλία, υπηρέτησε ως γιατρός στο πλοίο «Καρτερία» και έλαβε μέρος στην μάχη του Πέτα.  Ήταν πεθερός του επίσης ιατρού Σπήλιου Καλμούχου, μετέπειτα Δημάρχου Αργείων. Για το έργο του Πέτρου Διβάνη ως Δημάρχου δεν έχουμε πληροφορίες.
  • Λαμπρινίδης Λάμπρος (1861-1865). Γεννήθηκε στο Άργος, σπούδασε νομικά στο νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο της Αθήνας και άσκησε δικηγορία στο Ναύπλιο. Ήταν ένθερμος οπαδός του Όθωνα και κατά την πτώση της δυναστείας ταλαιπωρήθηκε αρκετά. Στην αρχή εμφανίζεται ως πολιτικός αντίπαλος του στρατηγού Τσώκρη και υπόσχεται να απαλλάξει το Άργος από τον «Τσωκρικό δεσποτισμό». Αργότερα συμμάχησε με το στρατηγό, ο οποίος όμως από τη συνεχή πολιτική φθορά δεν μπορούσε πια να επηρεάζει τα πολιτικά πράγματα όπως πρώτα. Ο Τύπος της εποχής παρουσιάζει τη δημαρχία του ως εποχή κακοδιοίκησης του Δήμου με έλλειψη συνεπούς πολιτικής και φτωχό έργο. Ως έργο του μνημονεύεται η μεταφορά νερού από τον Ερασίνο ποταμό (Κεφαλάρι) μέχρι το σπίτι του στρατηγού Τσώκρη με σκεπαστό αυλάκι. Επί της δημαρχίας του δημιουργήθηκε ο ελαιώνας της Άκοβας και η γέφυρα στην τοποθεσία Καρακάξα, που είναι και σήμερα γνωστή ως το «Γεφύρι του Λαμπρινίδη». Ήταν αμείλικτος διώκτης της αγροζημίας και έφιππος καταδίωκε τους ποιμένες της περιφέρειας. Το 1883 απέτυχε να εκλεγεί πάλι Δήμαρχος και αποσύρθηκε οριστικά από την πολιτική λόγω γήρατος. Πέθανε στο Άργος τον Απρίλιο 1894.
  • Καραμουτζάς Θεοδόσιος (1865-1866). Κατά την έξωση του Όθωνα ο Λαμπρινίδης ως Οθωνιστής παραιτήθηκε από το Δημαρχικό αξίωμα και ανέλαβε ο πρώτος πάρεδρος Θεοδόσιος Καραμουτζάς, πλούσιος κτηματίας και καπετάνιος του 1821, που πολέμησε υπό τις διαταγές του Δημητρίου Τσώκρη. Η οικογένεια Καραμουτζάδων, μία από τις αρχαιότερες του Άργους, έμενε στα Γεφύρια, μια γειτονιά στο Ν.Α τμήμα της πόλης, που και πριν το 1821 ονομαζόταν Καραμουτζά Μαχαλάς. Οι πληροφορίες μας για τον Καραμουτζά είναι λιγοστές.
  • Πασχαλινόπουλος Μιχαήλ (1866-1870). O κτηματίας Μιχαήλ Πασχαλινόπουλος άσκησε τίμια, συνετή και πατριωτική διοίκηση στην πόλη του Άργους και με την κατασκευή δρόμων, δημοσίων καταστημάτων, πλατειών και άλλων κοινωφελών έργων άφησε αγαθή μνήμη του ονόματός του. Ήταν εξάδελφος του Σπ. Καλμούχου, τον οποίο υποστήριξε στις εκλογές του 1874.
  • Μιχαήλ Παπαλεξόπουλος

    Μιχαήλ Παπαλεξόπουλος

    Παπαλεξόπουλος Μιχαήλ (1870-1874 και 1879-1883). Γιατρός με καταγωγή από την Κανδήλα της Αρκαδίας, σπούδασε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και ασχολήθηκε με την πολιτική νέος για πρώτη φορά το 1870, οπότε και εκλέχτηκε δήμαρχοςμε την υποστήριξη του βουλευτή Ανδρέα Δανόπουλου. Εκλέχτηκε για δεύτερη φορά δήμαρχος (1879-1883) και βουλευτής με το κόμμα του Θ. Δηλιγιάννη το 1885, ενώ διετέλεσε και νομάρχης. Αδελφός του ήταν ο βουλευτής Γεώργιος Παπαλεξόπουλος.

  • Καλμούχος Σπήλιος

    Καλμούχος Σπήλιος

    Καλμούχος Σπήλιος (1874-1879 και 1883-1891 και 1893-1899). Γιατρός διακεκριμένος, σοβαρός, επιβλητικός, ευφυής, εύστροφος και ακάματος, προσέφερε αφιλοκερδώς ιατρική περίθαλψη σε κάθε Αργείο ασθενή. Εκλέχτηκε πρώτη φορά δήμαρχος το 1874 και συνολικά πέντε φορές και υπήρξε ο μακροβιότερος Δήμαρχος Άργους συμπληρώνοντας στο αξίωμα 19 συνολικά χρόνια.  Ήταν οπαδός του Χαρ. Τρικούπη, υποστηρίχτηκε όμως και από τον Γεώργιο Τσώκρη, γιο του Στρατηγού, τουλάχιστον στις εκλογές του 1887. Ήταν ισχυρή προσωπικότητα με πολύ αξιόλογο και θετικό έργο. Έκτισε το νεοκλασικό κτίριο της δημοτικής αγοράς (1889) και το κτίριο του πρώτου Γυμνασίου Άργους στην οδό Βασ. Σοφίας 2, όπου σήμερα στεγάζονται διάφορες υπηρεσίες του Δήμου. Αναμόρφωσε το δημαρχείο με τα παρακείμενα κτίσματα, που είναι της καποδιστριακής περιόδου. Επίσης, φύτεψε δένδρα στην οδό Τριπόλεως και σε άλλους δρόμους, φρόντισε για το φωτισμό της πόλης με φανούς πετρελαίου και οινοπνεύματος, δημιούργησε και βελτίωσε δρόμους και φρεάτια μέσα και έξω από την πόλη, καθάρισε την κοίτη του Ερασίνου, έκανε απόφραξη των καταβοθρών της λίμνης Στυμφαλίας, για να εμπλουτίζονται οι πηγές του Κεφαλαρίου, και κατασκεύασε δεξαμενή, από την οποία διοχετεύονταν τα νερά του ποταμού με σιδεροσωλήνες μέσα στην πόλη. Ακόμη διαμόρφωσε και τελειοποίησε την παραλία του Αλμυρού στους Μύλους, όπου μετέβαιναν οι Αργείτες για τα θαλάσσια λουτρά τους , επισκεύασε και νοικοκύρεψε διάφορα κεντρικά κτίσματα της πόλης και τοποθέτησε 16 δημόσια ουρητήρια σε διάφορα σημεία της πόλης. Θεωρείται ίσως ο πιο επιτυχημένος Δήμαρχος του Άργους. Με τα σοβαρά έργα υποδομής που έκανε το Άργος έπαψε σιγά-σιγά να μοιάζει με χωριό και για πρώτη φορά γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια για αστική συγκρότηση της πόλης. Το 1899 ήταν και πάλι υποψήφιος δήμαρχος, αλλά ο γηραιός πλέον πολιτικός ηττήθηκε από το συνάδελφό του γιατρό Εμμ. Ρούσσο.

  • Μυστακόπουλος Χαράλαμπος

    Μυστακόπουλος Χαράλαμπος

    Μυστακόπουλος Χαράλαμπος (1891-1893). Μεγαλέμπορος με επιχειρηματικό πνεύμα, που κατόρθωσε να επεκτείνει τις εμπορικές του δραστηριότητες σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και στο εξωτερικό και να γίνει μεγάλος οικονομικός παράγοντας της επαρχίας Άργους. Καταγόταν από το Λογκανίκο Λακωνίας και ήταν πρότυπο τίμιου δημάρχου με εξαιρετικό ενδιαφέρον για τα δημοτικά ζητήματα και κέρβερος του δημοτικού ταμείου. Διετέλεσε Δημοτικός Σύμβουλος 12 περίπου χρόνια και εκλέχτηκε Δήμαρχος το 1891 με την υποστήριξη της Δηλιγιαννικής παράταξης. Διαχειρίστηκε με σύνεση τα οικονομικά του Δήμου και επισκεύασε το υδραγωγείο από το Κεφαλάρι μέχρι το αρχαίο θέατρο Άργους, χωρίς δάνειο. Δεν εξάντλησε τη θητεία του στο αξίωμα του Δημάρχου, γιατί η δολοφονία από σφαίρα του γιου του Γεωργίου, τελειόφοιτου μαθητή, ο θάνατος συγγενικών προσώπων, οι επιχειρηματικές του έγνοιες και τα δημαρχιακά του καθήκοντα τον κατέβαλαν και αρρώστησε στο δεύτερο έτος της δημαρχίας του. Μετά από ένα χρόνο περίπου πέθανε στην Αθήνα (18-2-1894), όπου είχε μεταβεί για νοσηλεία.

  •  Ρούσσος Εμμανουήλ (1899-1903). Γιατρός με μόρφωση, ειλικρίνεια και ευγένεια. Με την πολιτική ασχολήθηκε για πρώτη φορά ως υποψήφιος δήμαρχος το 1895. Τότε εκλέχτηκε για τελευταία φορά ο Σπ. Καλμούχος. Ο Ρούσσος το 1899 υποστηρίχτηκε από το βουλευτή της Επαρχίας Άργους Σωτήρη Δανόπουλο και εκλέχτηκε Δήμαρχος. Μανιώδης φίλος των δένδρων και του πράσινου μερίμνησε για τη δεντροφύτευση των κεντρικών δρόμων και πλατειών και για τον καθαρισμό των παραποτάμων του Ερασίνου. Επίσης ανήγειρε νέα σφαγεία και μερίμνησε για την προέκταση του κεντρικού υπονόμου της πόλης.
  • Κούζης Π. Δημήτριος

    Κούζης Π. Δημήτριος

    Κούζης Π. Δημήτριος (1903-1907). Γιατρός διακεκριμένος, έντιμος χαρακτήρας με βαθιά κρίση και σκέψη, ήταν ανιψιός του δημάρχου και βουλευτή Μιχ. Παπαλεξόπουλου. Αναδείχτηκε δήμαρχος στις εκλογές της 7ης Σεπτεμβρίου 1903 και παρέμεινε στο αξίωμα αυτό μέχρι το 1907. Το 1910 εκλέχτηκε βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελ. Βενιζέλου και αργότερα γερουσιαστής (1929-1932). Έμεινε άγαμος και πέθανε πλήρης ημερών στην Αθήνα (3 Δεκεμβρίου 1958).

  • Καρατζάς Ν. Ανδρέας (1907-1914). Δικηγόρος, γιος του διαπρεπούς νομομαθή Νεοκλή Καρατζά από την Πάτρα. Παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του Δημ. Τσώκρη, την Ελένη, η οποία για ένα διάστημα ήταν πρόεδρος του Συλλόγου Κυριών της πόλης, και μετά το γάμο του εγκαταστάθηκε στο Άργος, όπου διέπρεψε ως δικηγόρος και πολιτικός. Εκλέχτηκε δήμαρχος το 1907, αλλά η θητεία του παρατάθηκε μέχρι το 1914 λόγω των μεγάλων πολιτικών εξελίξεων και των εθνικών θεμάτων της εποχής εκείνης (στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909 και βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913). Θεωρείται ένας από τους πιο δραστήριους δημάρχους του Άργους, ο οποίος με προσωπικό αγώνα και με πολλές δυσκολίες κατόρθωσε να ηλεκτροδοτήσει το Άργος με ηλεκτρικό ρεύμα για το δημοτικό φωτισμό, τα σπίτια, τις βιοτεχνίες, τη θέρμανση, αλλά και την άρδευση  του Αργολικού κάμπου. Η πόλη μέχρι τότε φωτιζόταν τη νύκτα με φανούς πετρελαίου και αργότερα οινοπνεύματος. Σε μακροσκελή επιστολή του προς την εφ. «Δαναΐς» εξηγεί πως όνειρό του ήταν η άρδευση του αργολικού πεδίου με τα νερά του Ερασίνου, ο ηλεκτροφωτισμός της πόλης και η ύδρευσή της με το νερό, που έφτανε τότε από το Κεφαλάρι με κτιστό υδραγωγείο στη δεξαμενή του θεάτρου. Ονειρευόταν να κατασκευάσει άλλη δεξαμενή πιο ψηλά, όπου θα ανέβαινε το νερό με το ρεύμα. Δυστυχώς, τα οικονομικά μέσα της εποχής εκείνης ήταν πενιχρά και δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει όλα όσα ονειρευόταν για το Άργος. Πέθανε στο Άργος στις 27 Μαρτίου 1932 και ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο Δημ. Τσώκρη στον Αϊ-Γιάννη. Οι Αργείτες, όταν πέθανε, κάλυψαν με μαύρο τούλι τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες στους δρόμους σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και πένθους.
  • Καραγιάννης Χρήστος (1917-1925). Το 1914 έγιναν νέες δημοτικές εκλογές, αλλά την περίοδο 1914-1925 το Άργος υποβαθμίστηκε σε κοινότητα, επειδή ο πληθυσμός της πόλης ήταν κάτω των 10.000 κατοίκων (νόμος ΔΝΖ΄ του 1912). Πρόεδρος της Κοινότητας Άργους την περίοδο αυτή διετέλεσε ο δικηγόρος Καραγιάννης Χρήστος, για τον οποίο γνωρίζουμε ότι ήταν πιθανότατα βενιζελικός και διετέλεσε και κοινοτικός σύμβουλος κάποιες άλλες χρονιές. Το 1925, που προκηρύχτηκαν πάλι Δημοτικές εκλογές, η πόλη έγινε και πάλι δήμος.
  • Μπόμπος Β. Αγγελής (1878-1928)

    Μπόμπος Β. Αγγελής (1878-1928)

    Μπόμπος Β. Αγγελής (192528). Δραστήριος, συνετός και ολιγόλογος ασχολήθηκε με το γενικό εμπόριο και με εξαγωγές καπνών στην Αγγλία. Λόγω του ήπιου και διαλλακτικού χαρακτήρα του εκλέχτηκε δήμαρχος με την υποστήριξη όλων των κομμάτων και ήταν ο πρώτος δήμαρχος μετά την κοινοτική περίοδο της πόλης (1914-1925). Διετέλεσε δήμαρχος από 25-10-1925 έως 22-1-1928, χωρίς να εξαντλήσει τη θητεία του λόγω του πρόωρου θανάτου του. Ήταν εξαιρετικά δραστήριος, παρά την έλλειψη επαρκούς μόρφωσης, και στο βραχύ διάστημα της δημαρχίας του έγινε επισκευή του υδραγωγείου, εξωραΐστηκε η πόλη, κατασκευάστηκαν μικρές γέφυρες και νέοι δρόμοι, έγινε τοπογράφηση και σύνταξη πλήρους σχεδίου πόλεως για την κατασκευή νέων οδών και πλατειών και αποξηράνθηκε έκταση 7.000 στρεμμάτων στην περιοχή του Βάλτου, που αποδόθηκαν στην καλλιέργεια.

  • Κωνσταντίνος Μπόμπος

    Κωνσταντίνος Μπόμπος

    Κωνσταντίνος Μπόμπος(1928-1941). Διαδέχτηκε τον αδελφό του Αγγελή Μπόμπο στη Δημαρχία. Ήταν και αυτός έμπορος, συνέχισε το πρόγραμμα του αδελφού του και υπήρξε πολύ δημοφιλής Δήμαρχος, επειδή θεωρούσε καθήκον και υποχρέωσή του την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των συμπολιτών του. Εκλέχτηκε και στις εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934, που ψήφισαν για πρώτη φορά και γυναίκες στις δημοτικές εκλογές σε περιορισμένη κλίμακα, αφού το εκλογικό δικαίωμα δόθηκε μόνο σε όσες είχαν συμπληρώσει τα 30 χρόνια και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού, γνώριζαν δηλαδή ανάγνωση και γραφή. Η ψήφος τους, όμως, δεν επηρέασε το εκλογικό αποτέλεσμα, αφού οι γυναίκες που προσήλθαν στις κάλπες ήταν λίγες έως ελάχιστες, γιατί υπήρχε ακόμα μεγάλη προκατάληψη και ακόμα και «επώνυμες» Ελληνίδες φρόντισαν να απαξιώσουν τη γυναικεία ψήφο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της σπουδαίας ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη, που αρνήθηκε να ψηφίσει, λέγοντας ότι «ψήφο θέλουν μόνο οι άσχημες και όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά». Λόγω του πολέμου που μεσολάβησε το 1940 δεν έγιναν δημοτικές εκλογές και παρέμεινε Δήμαρχος μέχρι την κατάληψη της πόλης από τους Γερμανούς κατακτητές.

  • Ευθύμιος Σμυρνιωτάκης(1941-1943). Δικηγόρος, διορίστηκε από τις αρχές της Κατοχής δήμαρχος επικεφαλής ενός ολιγάριθμου Δημοτικού Συμβουλίου.
  • Γεώργιος Παπαγιαννόπουλος (1943-1944). Δικηγόρος, διατέλεσε Δήμαρχος την περίοδο της κατοχής και προσέφερε πολλές υπηρεσίες στην πόλη. Αναφέρεται ότι «χάρις εις τας ευγενείς ενεργείας και επιμόνους προσπαθείας του εσώθη η αιω­νόβιος γηραιά και αθάνατος παρά τας πηγάς πλάτανος την ο­ποίαν είχον απόφασιν να κόψουν οι Γερμα­νοί. Υπό το φύλλωμα και την παχυτάτην σκιάν της διέρχονται δροσιζόμενοι, διασκεδάζοντες και ευωχούμενοι οι επισκεπτόμε­νοι τον Ερασίνον ποταμόν, κοινώς Κεφαλάρι».
  • Ο Κ. Δωροβίνης το 1958

    Ο Κ. Δωροβίνης το 1958

    Δωροβίνης Βασ. Κώστας. Οδοντίατρος, από τους πρώτους που ενθάρρυναν την προσφυγή σε ορθοδοντικές μεθόδους στο νομό, ενεργός πολίτης και αγωνιστής στη δη­μοκρατική παράταξη. Ο πρώτος δήμαρχος επικεφαλής 25μελούς Λαϊκής Επιτροπής Αυτοδιοίκησης (Δημοτικό Συμβούλιο) μετά την απελευθέρωση στο Άργος, εκλέχτηκε τον Οκτώβριο του 1944 με υπόδειξη των αντιστασιακών οργανώσεων και πολιτών κάθε πολιτικής παράταξης. Ο λαός έδωσε διά βοής την έγκριση του. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1945 έπαιξε ενεργό ρόλο στις πρώτες προσπάθειες ανασυγκρότησης της πόλης από το χάος και τη ναζιστική κατοχή. Όταν ανέλαβε το αξίωμά του απαίτησε και πέτυχε με τη συνεργασία και του τότε ιεροκήρυκα και μετέπειτα μητροπο­λίτη Αργολίδας Χρυσόστομου Δεληγιαννόπουλου την άμεση απελευθέ­ρωση όλων των ομήρων, από οποιουσδήποτε και αν κρατούνταν. Εξελέγη επανειλημμένα δημοτικός σύμβουλος Άργους και στήριξε όλες τις προσπάθειες για την ανόρθωση της πόλης.

 

Οι πρώτες δημοτικές εκλογές μετά τον πόλεμο διεξήχθησαν τον Απρίλιο του 1951, 17 χρόνια μετά από τις προηγούμενες του 1934. Στις εκλογές αυτές είχαν δικαίωμα ψήφου οι γυναίκες χωρίς περιορισμούς (στις τελευταίες δημοτικές εκλογές δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι εγγράμματες γυναίκες). Το εκλογικό σύστημα των πρώτων μεταπολεμικών δημοτικών εκλογών προέβλεπε την έμμεση εκλογή του Δημάρχου από το Δημοτικό Συμβούλιο. Μετά την ανακήρυξη των επιτυχόντων Δημοτικών Συμβούλων, το Συμβούλιο στην πρώτη του συνεδρίαση εξέλεγε τον Δήμαρχο. Στην ειδική αυτή δημαιρεσία συμμετείχαν και οι αναπληρωματικοί Δημοτικοί Σύμβουλοι.

 

  • Μαρίνος Ευστάθιος

    Μαρίνος Ευστάθιος

    Μαρίνος Ευστάθιος (1951-1964). Γιατρός με πολύ καλό όνομα, που από το 1930 μέχρι τα γεράματά του προσέφερε τις υπηρεσίες του χωρίς να κάνει διακρίσεις, ενώ στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1940 περιέθαλψε Έλληνες, Γερμανούς μέχρι και αντάρτες χωρίς διάκριση. Η προσφορά του ως Δήμαρχος Άργους επί 13 συναπτά έτη (1951-1964) ήταν πολύ αξιόλογη. Το σημαντικότερο έργο του ήταν η κατασκευή υπόγειου αγωγού μήκους περίπου 30 χιλ. για τη μεταφορά άφθονου πόσιμου νερού από το Κεφαλάρι στο Άργος, που μέχρι τότε υδρεύονταν από φρεάτια με νερό αμφίβολης ποιότητας. Επίσης, κατασκεύασε δημοτικά σφαγεία και έπαψε να χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό η δημοτική αγορά. Ήταν προσηνής, απλός και αγαπητός από όλους. Παροιμιώδης ήταν η αφιλοκέρδεια του, αφού σπανιότατα έπαιρνε αμοιβή από τους ασθενείς, πολλές φορές έδινε και χρήματα στους αρρώστους του για φάρμακα. Για αυτό το λόγο δεν έκαμε προσωπική περιουσία και μέχρι του τέλους της ζωής του δεν είχε δικό του σπίτι. Πέθανε στην Αθήνα ανήμερα τ’ Αϊ-Γιαννιού (7-1-1990) και κηδεύτηκε με τιμές στο κοιμητήρι του Αγίου Βασιλείου Άργους.

  • Γεώργιος Θωμόπουλος

    Γεώργιος Θωμόπουλος

    Γεώργιος Θωμόπουλος (1964-67). Έμπορος, δημοσιογράφος, συγγραφέας  και εκδότης της εφημερίδας «Αργειακόν Βήμα», η οποία εκδίδεται ανελλιπώς από το 1960, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αθλητισμό ως ιδρυτικό μέλος του αθλητικού Συλλόγου «Αργεύς» (1928) και Πρόεδρος του «Παναργειακού», ο οποίος, επί προεδρίας του αγωνίστηκε στην Α΄ Εθνική (1957).  Επί δημαρχίας του επισκευάστηκαν οι περισσότεροι δρόμοι του Άργους και των συνοικιών, διοργανώθηκε γιορτή πορτοκαλιού για τρεις συνεχείς χρονιές, ιδρύθηκε το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου και οργανώθηκε το φεστιβάλ Άργους, στο οποίο συμμετείχαν αξιόλογοι καλλιτέχνες (Άννα Συνοδινού, Θάνος Κωτσόπουλος, Μάνος Κατράκης, Δώρα Στράτου κ.ά.). Το 1967 ο Γ. Θωμόπουλος απομακρύνθηκε από το αξίωμα του Δημάρχου με απόφαση του Υπ. Εσωτερικών Στ. Παττακού της τότε στρατιωτικής κυβέρνησης. Ο Γ. Θωμόπουλος πέθανε πλήρης ημερών το 1995. Λίγους μήνες πριν από το θάνατό του ο Δήμος Άργους τον τίμησε στο Δημαρχείο με τιμητική πλακέτα για τα εβδομήντα χρόνια του πολιτιστικού του έργου.

 

Στην περίοδο της 7χρονης δικτατορίας η χούντα κατάργησε του εκλεγμένους δημάρχους και στη θέση τους διόρισε «δικούς της ανθρώπους». Στο Άργος στη θέση του εκλεγμένου Γεώργιου Θωμόπουλου ανέλαβε αρχικά ο Θεόδωρος Πολυχρονόπουλος, τον οποίο διαδέχτηκε το 1973 ο Μάριος Πρέσβελος μέχρι την πτώση της Χούντας το 1974.

Μία από της σημαντικότερες εκκρεμότητες στον εκδημοκρατισμό του κράτους μετά την 7ετή δικτατορία ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατική νομιμότητας στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με το ν.δ. 51/17-9-1974 «περί επαναφοράς νομιμότητος εις τους δήμους και κοινότητας» αποκατέστησε τα αιρετά δημοτικά συμβούλια, που είχαν προκύψει στις δημοτικές εκλογές του 1964, διορίζοντας για δήμαρχο δικαστικό, ενώ στις κοινότητες διορίστηκαν ως πρόεδροι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι μεταβατικές αυτές δημοτικές αρχές έμειναν στην εξουσία μέχρι τη διενέργεια των δημοτικών εκλογών στις 30 Μαρτίου 1975. Το σχετικό νομοσχέδιο προέβλεπε την άμεση εκλογή των δημάρχων από τους ψηφοφόρους στις κοινότητες κάτω των 5.000 κατοίκων με σχετική πλειοψηφία και στους δήμους άνω των 5.000 χιλιάδων κατοίκων με απόλυτη πλειοψηφία. Σε όσες περιπτώσεις δεν εκλέχτηκε δήμαρχος έγινε επαναληπτική εκλογή την αμέσως επόμενη Κυριακή (6 Απριλίου), στην οποία συμμετείχαν οι δύο πρώτοι σε ψήφους συνδυασμοί. Στις δημοτικές εκλογές που ακολούθησαν (30.3.1975 και 15.10.1978) εξελέγη δήμαρχος ο Δημήτριος Μπόνης με 51,22%.

 

  • Μπόνης Δημήτριος

    Μπόνης Δημήτριος

    Μπόνης Δημήτριος (1975-1978). Γιος του βιομήχανου Αθανάσιου Μπόνη, ευεργέτη του Άργους, που γεννήθηκε στη Σκοτεινή του Δήμου Αλέας και από μικρός εγκαταστάθηκε στο Άργος, όπου εργάστηκε στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας και αναδείχτηκε ένας από τους πρώτους βιομήχανους της περιοχής. Ο Αθανάσιος Μπόνης έκανε διάφορες δωρεές και στάθηκε πολλές φορές βοηθός σε φτωχούς και αναξιοπαθούντες. Ο Δημήτριος Μπόνης διετέλεσε Δήμαρχος Άργους την τετραετία 1975-78. Το 1972 προσέφερε το ποσό του ενός εκατομμυρίου για την ολοκλήρωση του Γενικού Νοσοκομείου Άργους.  Το 1982 με δωρεά του πρώην δημάρχου Μπόνη δημιουργήθηκε απέναντι από τα Δικαστήρια και ανατολικά των Στρατώνων Καποδίστρια το Πάρκο του Μπόνη, ένα άλσος σε έκταση ενός περίπου οικοδομικού τετραγώνου με όργανα παιδικής χαράς στο εσωτερικό του, που αποτέλεσε έναν από τους μεγαλύτερους χώρους πρασίνου στο κέντρο της πόλης.

  • Πειρούνης Γεώργιος

    Πειρούνης Γεώργιος

    Πειρούνης Γεώργιος (1979-1986). Αγρότης από πλούσια αγροτική οικογένεια με μεγάλο ενδιαφέρον για την πρόοδο και προκοπή του Άργους. Τύπος λαϊκός, καταδεχτικός, ειλικρινής και έντιμος με αδιαμφισβήτητο ήθος και μεγάλη αγάπη για το Άργος έβαλε τις βάσεις για την ανάπτυξη της πόλης με πολεοδομικό σχεδιασμό και μελέτες για το κυκλοφοριακό και το περιβάλλον. Επί δημαρχίας του ιδρύθηκε το ΚΑΠΗ στην οδό Τημένου, λειτούργησαν οι κατασκηνώσεις Φαρμακά, οι οποίες φέρουν το όνομά του (Κατασκηνώσεις Πειρούνη), δημιουργήθηκε το γήπεδο Πειρούνη δίπλα στον Ξεριά στο Νέο Κόσμο, ασφαλτοστρώθηκαν πολλοί αγροτικοί δρόμοι και επεκτάθηκε το δίκτυο ύδρευσης στο Ν. Κόσμο και στα Κατσικάνια με τη δημιουργία δεξαμενής στο Κάστρο του Άργους.

  • Παπανικολάου Δημήτριος

    Παπανικολάου Δημήτριος

    Παπανικολάου Δημήτριος (1986- 1998). Δικηγόρος στο Άργος από το 1965, εξελέγη Δημοτικός Σύμβουλος το 1982, διετέλεσε Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου τα έτη 1983-1984 και το 1986 εξελέγηΔήμαρχος με επιτυχημένη πολιτική καριέρα, αφού επανεξελέγη το 1990 και το 1994 και αναδείχτηκε ανάμεσα στους μακροβιότερους Δημάρχους της πόλης. Σαν Δήμαρχος καταπιάστηκε με έργα όπως την αντικατάσταση του δικτύου ύδρευσης, τη δημιουργία βιολογικού καθαρισμού και  αποχέτευσης, την αποκατάσταση του κτιρίου των στρατώνων Καποδίστρια και άλλων διατηρητέων κτιρίων (Δημοτική αγορά, Μέγαρο Κωνσταντοπούλου), την ανάπλαση του εμπορικού κέντρου της πόλης με πεζοδρομήσεις οδών (Ελ. Βενιζέλου, Παν. Τσαλδάρη και Μιχ. Στάμου), την ανάπλαση της παραλίας Τημενίου Άργους και πολλά άλλα. Σε οικόπεδο 23 στρεμμάτων στην οδό Ν. Κίου, που αγοράστηκε το 1985 με δική του πρωτοβουλία, δημιουργήθηκε η κεντρική λαχαναγορά με 35 καταστήματα και προαύλιο χώρο 20 στρεμμάτων και μεταφέρθηκε το χονδρεμπόριο αγροτικών προϊόντων, το οποίο μέχρι τότε γινόταν στον αύλειο χώρο των στρατώνων. Ανέπτυξε δραστηριότητα προβολής της πόλης και πέτυχε να δημιουργήσει με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δίκτυο των αρχαιότερων πόλεων της Ευρώπης, στο οποίο μετείχαν εκτός από το Άργος οι πόλεις BEZIERS της Γαλλίας, CADIZ της Ισπανίας, COLCHESTER της Αγγλίας, CORK της Ιρλανδίας, EVORA της Πορτογαλίας, MAASTRICHT της Ολλανδίας, ROSKILDE της δανίας, TONGEREN του Βελγίου και WORMS της Γερμανίας, με στόχο τη διάδοση και ανταλλαγή γνώσεων και μεθόδων σε θέματα αρχαιολογικής έρευνας, τουρισμού και ενσωμάτωσης των αρχαίων μνημείων στον αστικό σχεδιασμό. Έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη των νομικών προσώπων του δήμου (Ωδείο, Θέατρο, Χορωδία, Φιλαρμονική) για την άνοδο του πολιτισμικού επιπέδου της πόλης. Δεν υποστήριξε όμως και δεν υλοποίησε τον πολεοδομικό σχεδιασμό, που έγινε από τον πολεοδόμο Ανέστη Παπαδάκη το 1983 επί υπουργίας Αντ. Τρίτση, , επειδή συμμερίστηκε την άρνηση των ιδιοκτητών οικοπέδων, που αντιδρούσαν γιατί ο νόμος άφηνε το 62% του συνολικού εμβαδού στα οικόπεδα, που θα εντάσσονταν στο σχέδιο πόλης, ενώ το άλλο 38% προοριζόταν για τη χάραξη νέων δρόμων και κοινόχρηστων χώρων. Το αποτέλεσμα ήταν να ανακοπεί η πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης από τη δεκαετία του 1990 και μεγάλος αριθμός Αργείων να εγκατασταθεί στο γειτονικό Ναύπλιο. Από τον Ιανουάριο του 2000 μέχρι σήμερα είναι Πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου Αργείων «ΔΑΝΑΟΣ».

 

Κολιγλιάτης Νικόλαος

Κολιγλιάτης Νικόλαος

Στις εκλογές του 1998, στο μεταίχμιο του 21ου αιώνα, Δήμαρχος Άργους για την τετραετία 1998-2002 εξελέγη ο εκπαιδευτικός Κολιγλιάτης Νικόλαος με ποσοστό 51,80 στις επαναληπτικές εκλογές έναντι 48,20 του πανίσχυρου πρώην Δημάρχου Δημήτρη Παπανικολάου, παρόλο που στον πρώτο γύρο των εκλογών ο Παπανικολάου είχε συγκεντρώσει ποσοστό 45,8% και Κολιγλιάτης 25%.

Πλατής Δημήτριος

Πλατής Δημήτριος

Στις εκλογές του 2002 ο απόστρατος αξιωματικός Πλατής Δημήτριος επικράτησε στις επαναληπτικές εκλογές με ποσοστό 55,20 του πρώην Δημάρχου Κολιγλιάτη Νικόλαου, που έλαβε το 44,80, ενώ στον πρώτο γύρο των εκλογών είχαν λάβει ποσοστά 43,40 και 28,60 αντίστοιχα. Ο Δημήτρης Πλατής διετέλεσε Δήμαρχος την τετραετία 2002-2006.

Μπούρης Βασίλειος

Μπούρης Βασίλειος

Στις δημοτικές εκλογές του 2006 το όριο για την εκλογή δημάρχου από τον πρώτο γύρο καθορίστηκε με νόμο στο 42 % και ο γιατρός Μπούρης Βασίλειος με ποσοστό 42,38, έναντι 31,18 του πρώην δημάρχου Δημήτρη Πλατή, που κατετάγη δεύτερος, εκλέχτηκε δήμαρχος στο Άργος για την τετραετία 2006-2010. Στη διάρκεια της θητείας του όμως αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα υγείας και δεν μπόρεσε να υλοποιήσει το πρόγραμμά του.

Καμπόσος Δημήτριος

Καμπόσος Δημήτριος

Στις εκλογές του 2010 ο εκπαιδευτικός Καμπόσος Δημήτριος κέρδισε στο δεύτερο γύρο με 59,23% τον Αναγνώστου Γεώργιο, που πήρε 40,77%, ενώ στον πρώτο γύρο είχαν συγκεντρώσει ποσοστά 49,26% και 34,61% αντίστοιχα. Ο Δημήτρης Καμπόσος μετά την πρώτη θητεία του ως δήμαρχος κέρδισε και τις επόμενες εκλογές το 2014 με ποσοστό 61,06 τον Νικητόπουλο Δημήτριο, που κατετάγη δεύτερος με ποσοστό 21,05, και επανεξελέγη δήμαρχος του νέου διευρυμένου Δήμου Άργους – Μυκηνών για την 5ετία 2015-2020 σύμφωνα με τον τελευταίο νόμο.

Βασικό στόχο στα προγράμματα των τελευταίων δημάρχων του Άργους αποτέλεσαν η εφαρμογή του νέου πολεοδομικού σχεδίου για την επέκταση της πόλης στο νότιο τμήμα της, η λύση του κυκλοφοριακού προβλήματος και η βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της με δράσεις στον πολιτισμό και σε έργα υποδομής.

Πηγές


  • «Αργολικόν Ημερολόγιο 1910». Εκδιδόμενων υπό του εν Αθήναις συλλόγου των Αργείων. Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Δημ. Τερζόπουλου 1910, Αναστατική έκδοση, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, 2015.
  • Δωροβίνης Βασίλης, «Σημαντικά κείμενα για την ιστορία του νεότερου Άργους», περιοδικό ΕΛΛΕΒΟΡΟΣ, τεύχος 5, καλοκαίρι 1998.
  • Κατσαρός Κυριάκος, «Η Δημαρχοκρατία στην Ελλάδα κατά τον 19ον αιώνα – Η περίπτωση του Άργους», Πρακτικά του Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004, Έκδοση, «Σύλλογος Αργείων ο Δαναός», Άργος, 2009.
  • Κουμαδωράκης Οδυσσέας, «Άργος το πολυδίψιον», Εκδόσεις «εκ προοιμίου» 2007.
  • Ρουμπάνης Θοδωρής, «Δημοτικές Εκλογές, η άγνωστη ιστορεία», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2002.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας


Στο:Άργος, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, τοπική αυτοδιοίκηση, Άργος, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αλέξης Τότσικας, Βιογραφίες, Δήμαρχοι, Δήμος Αργείων, Δημοτικές εκλογές, Πρόσωπα, Τσώκρης Γεώργιος, Ψήφος, mayors in Argos

Παπαδημητρίου Άλκηστις – Μυκήνες

$
0
0

Παπαδημητρίου Άλκηστις – Μυκήνες


 

Μυκήνες - Άλκηστις Παπαδημητρίου

Μυκήνες – Άλκηστις Παπαδημητρίου

Αφιερωματικό τόμο στις «Μυκήνες» εξέδωσε το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, συνέχεια του εκδοτικού προγράμματος του «Ο Κύκλος των Μουσείων» που ξεκίνησε το 1997 και έχει στόχο να προβάλει τον πλούτο του πολιτιστικού αποθέματος που διαθέτει η Ελλάδα. Συγγραφέας η Άλκηστις Παπαδημητρίου, αρχαιολόγος, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας.

Ο τόμος προσφέρει μια συνολική αφήγηση της ιστορίας του τόπου που γέννησε έναν σπουδαίο πολιτισμό, από τα πρώτα σημάδια κατοίκησης, τις εποχές της ανάπτυξης και της ακμής, αλλά και τους δύσκολους αιώνες που ακολούθησαν. Στο βιβλίο υπάρχουν τα ιδιαίτερα γνωστά ευρήματα που φιλοξενούνται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος προσφέρει στον αναγνώστη μια ξενάγηση στα άγνωστα εκθέματα του Μουσείου των Μυκηνών ξετυλίγοντας παράλληλα μια παρουσίαση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων (συνήθειες, λατρεία των θεών, αρχιτεκτονική, ταφές των νεκρών, συστήματα εξουσίας κ.α.).

 

Η «Μυκηναία». Τοιχογραφία από την περιοχή του Θρησκευτικού Κέντρου. 1250 π.Χ. Η πανέμορφη γυναίκα με την περίτεχνη κόμμωση, το επίσημο ένδυμα και τα πλούσια κοσμήματα στο λαιμό και τα χέρια απεικονίζει προφανώς μια θεά. Καθιστή και μεγαλοπρεπή θα υποδεχόταν την πομπή των πιστών που θα της έφερνε τις πολύτιμες προσφορές.

Η «Μυκηναία». Τοιχογραφία από την περιοχή του Θρησκευτικού Κέντρου. 1250 π.Χ. Η πανέμορφη γυναίκα με την περίτεχνη κόμμωση, το επίσημο ένδυμα και τα πλούσια κοσμήματα στο λαιμό και τα χέρια απεικονίζει προφανώς μια θεά. Καθιστή και μεγαλοπρεπή θα υποδεχόταν την πομπή των πιστών που θα της έφερνε τις πολύτιμες προσφορές.

 

Γυναικεία κεφαλή από ασβεστοκονίαμα. Περιοχή θρησκευτικού κέντρου, 13ος αι. π.Χ.

Γυναικεία κεφαλή από ασβεστοκονίαμα. Περιοχή θρησκευτικού κέντρου, 13ος αι. π.Χ.

 

Η συγγραφέας του τόμου, κυρία Άλκηστις Παπαδημητρίου, σημειώνει: «Πολλές γενιές επιστημόνων, μετά τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις του Ερρίκου Σλήμαν, επωμίστηκαν το βαρύ φορτίο της δόκιμης αρχαιολογικής έρευνας, της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ανασκαφών αλλά και της συντήρησης και προστασίας των μνημειακών καταλοίπων του τόπου που έδωσε το όνομά του σε έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας. Ως κορύφωση αυτής της πορείας ανασύστασης της ιστορικής αλήθειας και κοινωνικοποίησης της γνώσης ιδρύθηκε το 2003 ένα νέο τοπικό μουσείο κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Αποδεχόμενη την πρόταση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση να παρουσιάσω τις Μυκήνες στη δημοφιλή σειρά των διακεκριμένων εκδόσεων «Ο Κύκλος των Μουσείων» αισθάνθηκα πως για μία ακόμη φορά έλαχε σε μένα ο κλήρος να προβάλω τα επιτεύγματα των προγόνων μου και να τιμήσω το τιτάνιο έργο σπουδαίων ερευνητών της αρχαιότητας».

 

Ανθρωπόμορφο είδωλο (1250-1180 π.Χ.), κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης.

Ανθρωπόμορφο είδωλο (1250-1180 π.Χ.), κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης.

 

Αεροφωτογραφία της ακρόπολης των Μυκηνών. Άποψη από νοτιοδυτικά.

Αεροφωτογραφία της ακρόπολης των Μυκηνών. Άποψη από νοτιοδυτικά.

 

Μυκήνες. Η Πύλη των Λεόντων.

Μυκήνες. Η Πύλη των Λεόντων.

 

Η νέα έκδοση γίνεται στην ελληνική και αγγλική γλώσσα και λόγω του μη εμπορικού χαρακτήρα της διανέμεται δωρεάν στις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας, σε βιβλιοθήκες, μουσεία, ερευνητικά κέντρα και φορείς επιστήμης και πολιτισμού στην Ελλάδα. Παράλληλα, με σκοπό την προβολή της Ελλάδας, υλοποιείται ευρύ πρόγραμμα αποστολής στο εξωτερικό που συμπεριλαμβάνει τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, φημισμένα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, διεθνείς οργανισμούς και φορείς για τις τέχνες.

Το βιβλίο «Μυκήνες» αριθμεί συνολικά 328 σελίδες και εικονογραφήθηκε με 482 φωτογραφίες του Σωκράτη Μαυρομμάτη.

Η ηλεκτρονική έκδοση του τόμου είναι ελεύθερα προσβάσιμη στα ελληνικά και τα αγγλικά εδώ.

Παπαδημητρίου Άλκηστις

Μυκήνες

Έκδοση: Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση. Αθήνα, 2015

Σελίδες 328, σχήμα 33Χ25

ISBN 978-960-98364-9-4


Στο:Βιβλία - Αργολίδα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιβλία, Βιβλίο, Βιβλιοπαρουσίαση, Ιστορία, Μυκήνες, Παπαδημητρίου Άλκηστις, Πολιτισμός, Mycenae

Σκουτερόπουλος Ιωάννης (1883-1975)

$
0
0

Σκουτερόπουλος Ιωάννης (1883-1975)


 

Ο Ιωάννης Σκουτερόπουλος, δάσκαλος, παιδαγωγός, συγγραφέας και πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, γεννήθηκε στα Φίχτια Αργολίδας και φοίτησε στα Γυμνάσια Άργους και Ναυπλίου και στο διδασκαλείο Τρίπολης. Σπούδασε δάσκαλος στην Αθήνα και φιλολογία στο πανεπιστήμιο επίσης της Αθήνας. Αργότερα κέρδισε μια υποτροφία για το πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, όπου σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγικά.

Ιωάννης Σκουτερόπουλος

Ιωάννης Σκουτερόπουλος

Διορίστηκε δάσκαλος στο Ναύπλιο και δίδαξε σαν δάσκαλος και καθηγητής αργότερα σε διάφορα σχολεία της χώρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος του πανελληνίου συλλόγου διδασκάλων (1906), διετέλεσε διευθυντής στο διδασκαλείο Λαμίας, έγινε καθηγητής παιδαγωγικών και κατόπιν διευθυντής του Διδασκαλείου Δημοτικής Εκπαίδευσης και Εκπαιδευτικός Σύμβουλος. Επίσης, έγινε μέλος και μετά πρόεδρος του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (1928- 1950), διετέλεσε επανειλημμένα Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας και εκπροσώπησε τη χώρα μας σε συνέδριο της Ουνέσκο στη Γενεύη το 1959.

Ο Ιωάννης Σκουτερόπουλος διακρινόταν για το ήθος του και την εργατικότητά του. Είχε συνηθίσει να κοιμάται ελάχιστα και να εργάζεται ατέλειωτες ώρες. Είχε αποκτήσει βαθιά μόρφωση και είχε άριστη παιδαγωγική κατάρτιση. Γνώριζε λατινικά, γερμανικά και γαλλικά.

Έγραψε πολλές εργασίες και βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου.

Έργα του είναι:

  • «Ο σκοπός της αγωγής των Ελληνοπαίδων», 1936.
  • «Τα σχολεία, ήτοι έννοια σκοπός και οργάνωσις αυτών», Εν Αθήναις: Τύποις Ανδρέου Σιδέρη, 1947.
  • «Η πολιτεία του Πλάτωνος και η νεωτέρα παιδαγωγική», Εν Αθήναις: Τύποις Ανδρέου Σιδέρη, 1948.
  • «Συμβολή εις τον χαρακτηρισμόν, την αξιολόγησιν και την ιστορίαν της μαθητικής αυτοδιοικήσεως: εναίσιμος επί διδακτορεία διατριβή εγκριθείσα υπό της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών», Εν Αθήναις: τύποις Ανδρέου Σιδέρη, 1949.
  • «Η σχολική οργάνωσις: ομιλία γενομένη εν τη Η’ Συνεδρεία του Xριστιανικού Κοινωνικού Κύκλου του 1957-1958», Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου Ανδρέου Σιδέρη, 1958.
  • «Η Διδακτική του γλωσσικού μαθήματος: θεμελίωσις, αι λεκτικαί ασκήσεις, η ανάγνωσις καθόλου, η πρώτη ανάγνωσις, η κυρίως ανάγνωσις, τα ποιήματα, η γραφή, η ορθογραφία, η γραμματική, αι μαθητικαί συγγραφαί», Εν Αθήναις, 1959.
  • «Η ιστορία και η διδακτική αυτής», Εν Αθήναις : [χ.ο.], 1965.
  • «Αναμνήσεις, μνημόσυνα, πόνοι, εξομολογήσεις», Εν Αθήναις: [χ.ο.], 1969.
  • «Ανασκοπήσεις τινές: φιλοσοφικαί παιδαγωγικαί εθνικαί σχετικά τινά συμπεράσματα και στοχασμοί», Εν Αθήναις : [χ.ο.], 1972.

Ο εκλεκτός παιδαγωγός είχε την ατυχία να χάσει το φως του τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Εντούτοις, και παρά την προχωρημένη ηλικία του, εξακολουθούσε να εργάζεται και να γράφει. Από τα παραπάνω βιβλία του τα δύο τελευταία τα έγραψε με υπαγόρευση προς τον παλιό του μαθητή και κατόπιν δάσκαλο Γεώργιο Παπαφωτίου.

Πέθανε πλήρης ημερών στις 19 Ιουλίου 1975 στην Αγία Παρασκευή, όπου έμενε. Η σορός του διακομίστηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, και ενταφιάστηκε στη γενέτειρα γη, τα Φίχτια. Ήταν παντρεμένος με τη Σοφία Λάμψα, αλλά δεν απέκτησε παιδιά. Γι’ αυτό και υιοθέτησε την ανιψιά του Ελένη Σκουτεροπούλου, την οποία παντρεύτηκε ο Κωνσταντίνος Βασιλάκης, Διευθυντής του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης.

Ο Δήμος Άργους, τιμώντας τον εκλεκτό επιστήμονα, έδωσε το όνομά του σε τμήμα της οδού Διομήδους, από το εργοστάσιο Ρασιά έως την ταβέρνα του Μαρίνου.

 

Πηγή


 

  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, Άργος το πολυδίψιον, Εκδόσεις εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.

Στο:Εκπαίδευση, Πρὀσωπα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Δάσκαλος, Εκπαιδευτικός, Πρόσωπα, Συγγραφέας, Σκουτερόπουλος Ιωάννης, Φίχτια, Skouteropoulos John
Viewing all 1141 articles
Browse latest View live